Γράφει ο Ιωάννης Κασσωτάκης.
Ο Θεάνθρωπος κρεμασμένος στο σταυρό, με τα χείλη του στεγνά, με το πρόσωπο γεμάτο αίμα από το ακάνθινο στεφάνι, με τα χέρια και τα πόδια τρυπημένα από τα καρφιά, προφέρει τη λέξη «ΔΙΨΩ».
Ένα σφουγγάρι ποτισμένο με χολή και ξύδι στερεωμένο σε ένα καλάμι, φτάνει μέχρι τα χείλη Του. ΟΠΟΙΑ ΠΙΚΡΙΑ!
Χρειάζεται τόλμη για να ρίξουμε ένα βλέμμα γύρω μας και να δούμε πολλούς Χριστούς να διψάνε. Άλλος βρίσκεται στο Γηροκομείο. Άλλος βρίσκεται στο Νοσοκομείο. Άλλος στο δρόμο. Άλλος σε παράγκα. Άλλος περνά δίπλα σου. Άλλος στέκεται μπροστά σου και σε περιμένει. Κι όλοι αυτοί «ΔΙΨΟΥΝ». Περιμένουν εσένα να τους ξεδιψάσεις. Σκύψε, πάρε λίγο νερό από τη βρύση σου και δώσε τους. Βγάλε από την τσέπη το μαντήλι σου, βρέξε το και βάλε το στα καυτά χείλια τους. Δώσε λίγο κρύο νερό. Εσένα σου περισσεύει και το χύνεις άσκοπα.
Πολλές φορές ποτίζεις ασήμαντα χόρτα δικά σου. Πότισε καλύτερα διψασμένα χείλη. Τα χείλη περιμένουν το νερό και εσύ το σκορπάς απλόχερα σε ταβέρνες, σε πράσινες τσόχες, σε σπάσιμο πιάτων σε χαμαιτυπεία και καταγώγια. Στο ψέμα και στην υποκρισία. Στην ανηθικότητα και στο έγκλημα. Σφίξε στην αγκαλιά σου το διψασμένο κορμί του φτωχού γειτονόπουλου και βρέξε τα χειλάκια του με το δροσερό νερό μιας λαμπάδας.
Θυμήσου το ανάπηρο κοριτσάκι και δωσ’ του νερό από το ποτήρι σου… Πότισε το ορφανό με ένα ζευγάρι παπουτσάκια και θα δεις το αγγελικό βλέμμα του να σε τυλίγει. Ξεδίψασε με ένα απλό σου ρούχο, τον φτωχό που περνά κάθε Σάββατο από το σπίτι σου.
Αν δεν μπορείς να ξεδιψάσεις κανέναν, θα πει ότι εσύ διψάς. Θα πει ότι εσύ θα πρέπει να ανέβεις στο Πραιτόριο. Θα πει ότι εσύ θα πρέπει να σηκώσεις τον σταυρό. Να φορέσεις στο κεφάλι σου το ακάνθινο στεφάνι, να περπατήσεις στον δρόμο του Γολγοθά. Να καρφωθείς στο σταυρό, να διψάσεις και να φωνάξεις και εσύ: «ΔΙΨΩ».
Χρειάζεσαι όμως τόλμη να κοντράρεις τα «πιστεύω» σου. Χρειάζεσαι τόλμη για να σταθείς στο Σταυρό.
Χρειάζεσαι τόλμη για να παρουσιαστείς στο Πραιτόριο.
Χρειάζεσαι τόλμη για να φορέσεις το ακάνθινο στεφάνι.
Χρειάζεσαι τόλμη για να νικήσεις τα «θέλω» σου.
Και αν καταφέρεις και βρεις την τόλμη, θα δεις το σώμα σου ανάλαφρο. Θα νιώσεις την καρδιά σου γαληνεμένη. Θα νιώσεις το μυαλό σου ξεκάθαρο. Θα δεις στον άρρωστο τη μορφή του Χριστού. Θα δεις στον ανήμπορο το χαμόγελο της βεβαιότητας. Θα δεις στο ορφανό την αγάπη του γονιού. Θα δεις τον κουρελιάρη γέρο να φορά βελούδινα ρούχα. Θα δεις στον πεινασμένο την αγαλλίαση της ευφροσύνης. Θα δεις τον διψασμένο να σου γυρίζει το νερό που του έδωσες. Κι όταν μπορέσεις και τα δεις αυτά, γαλήνεψε. Το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι σου έγινε κορώνα.
Ο Σταυρός του Γολγοθά έγινε στην πλάτη σου φτερούγες. Το Πραιτόριο έγινε σκάλα ψηλή που ανεβαίνεις γρήγορα κι ανάλαφρα για τη λύτρωση. Ξολόθρωψες τον φόβο. Νίκησες τη διστακτικότητα. Φώτισες το σκοτεινό. Το ολόπικρο ποτήρι της σιωπής που ήπιες έγινε γλυκό θαυμάσιο μέλι και γάργαρο νερό. Φώναξε τότε αδίστακτα:
Χριστός Ανέστη!