Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου, Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
Γνωστός και με το ισπανικό προσωνύμιο El Greco, δηλαδή Ο Έλληνας, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), υπήρξε μια ιδιοφυής καλλιτεχνική προσωπικότητα, που αρχικά, εκπαιδεύτηκε ως αγιογράφος στην Κρήτη, που αποτελούσε γενέτειρά του και τμήμα τότε της ενετικής κυριαρχίας. Αργότερα, ταξίδεψε στην Ιταλία όπου δέχθηκε επιρροές από τους σημαντικότερους ζωγράφους της ιταλικής τέχνης, όπως τους Τιντορέττο και Τιτσιάνο, υιοθετώντας χαρακτηριστικά της μανιεριστικής τεχνοτροπίας. Το 1577 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Τολέδο, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του και φιλοτέχνησε ορισμένα από τα πιο σημαντικά δημιουργήματά του.
Η τέχνη του El Greco, αν και έχει ορισμένα εξωτερικά μανιεριστικά χαρακτηριστικά, όπως τη γνωστή επιμήκυνση του σώματος, είναι ωστόσο απαλλαγμένη από την επιτήδευση και ωραιοποίηση, αφού διαποτίζεται από γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα, πνευματικότητα και ένταση -κληρονομιά από την ασκητική βυζαντινή τέχνη της Κρήτης- και ταυτόχρονα είναι φορτισμένη με ανθρώπινη γλυκύτητα. Το πολύ προσωπικό του στιλ φανερώνεται στην καταπληκτική εκφραστικότητα στα πρόσωπα με την ιδιότυπη φυσιογνωμία, στην αντιθετική χρήση του χρώματος και στην ιδιόρρυθμη χρήση του φωτός που φαίνεται να πηγάζει από μια στιγμιαία και εκτυφλωτική λάμψη που κεραυνοβολεί τα πάντα και δημιουργεί έντονα φώτα και βαθιές σκιές.
Ο ζωγράφος επέλεγε για τις μεγάλες θρησκευτικές απεικονίσεις του το παραλληλόγραμμο σχήμα, στο οποίο το ύψος ήταν υπερδιπλάσιο της βάσης. Η συγκεκριμένη επιλογή αναδεικνύει την καθετότητα των μορφών και αναπτύσσει τη σύνθεση σε δύο επάλληλα επίπεδα. Στα κατώτερα τμήματα του έργου τα πρόσωπα αποδίδονται με πιο εύρωστη ανατομία, ενώ στο ανώτερο επίπεδο του πίνακα ο χώρος φιλοξενεί τις θεϊκές αποκαλύψεις και τις αγγελικές παρουσίες.
Η περίφημη απεικόνιση του «Διαμερισμού των Ιματίων» (1577-1579) (εικ.1), δείχνει το Χριστό να κοιτάζει ψηλά στον ουρανό με μια έκφραση γαλήνης και υπομονετικής εγκαρτέρησης του επερχόμενου μαρτυρίου του, όπως και στο έργο «Ο Χριστός μεταφέρει το Σταυρό» (1580) (εικ.2). Η εξιδανικευμένη εικόνα του φαίνεται να λειτουργεί αντιθετικά συγκρινόμενη με τις άλλες μορφές της σύνθεσης και τη γενικότερη βία που τον περιβάλλει (εικ.1). Το ακτινοβόλο πρόσωπό του έρχεται σε βίαιη αντιπαράθεση με τα χονδροειδή χαρακτηριστικά των δημίων που συγκεντρώνονται γύρω του. Ο Θεοτοκόπουλος αδιαφορεί για οποιαδήποτε ρεαλιστική διάταξη των διαδοχικών επιπέδων μέσα στη σύνθεσή του. Η μετατόπιση του Χριστού προς τα πλάγια, απελευθερώνει το έργο από κάθε συμμετρικό περιορισμό και επιτρέπει την περιστροφική κίνηση. Ένας άνδρας στα αριστερά του Χριστού τον κρατά σταθερά με ένα σχοινί και είναι έτοιμος να διαμερίσει τα ιμάτιά του, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη σταύρωσή του. Οι μορφές που περιβάλλουν το Χριστό, με κεφάλια που θυμίζουν καρικατούρες, μοιάζουν εφιαλτικές μέσα σε ένα χώρο τόσο ασφυκτικά περιορισμένο, επιτείνοντας την αγωνία και το άγχος του θεατή. Η μυώδης μορφή του δημίου στο πρώτο πλάνο -που θυμίζει Μιχαήλ Άγγελο- είναι προσηλωμένη στην προετοιμασία της σταύρωσης, χωρίς να διασπάται από το θορυβώδες πλήθος που συνοδεύει περιπαιχτικά το Χριστό στο μαρτύριό του. Οι λόγχες που διασταυρώνονται στο βάθος ενδυναμώνουν την ταραχή, την ανησυχία και την ανασφάλεια που πηγάζει από τον επερχόμενο κίνδυνο. Ο Χριστός είναι ντυμένος με ένα φωτεινό κόκκινο χιτώνα, πάνω στον οποίο συγκεντρώνεται η πλήρης εκφραστική δύναμη της τέχνης του Greco. Το πορφυρό ένδυμα αποτελεί μετωνυμικό σύμβολο του Θείου Πάθους, αποδίδοντας ταυτόχρονα την εξουσία αλλά και το επερχόμενο μαρτύριό του. Στο αριστερό πρώτο πλάνο, οι τρεις Μαρίες παρακολουθούν τη σκηνή με αγωνία. Η παρουσία τους τη συγκεκριμένη στιγμή του Θείου Πάθους αμφισβητείται, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται ως παρούσες στα Ευαγγέλια.
Μια εξαιρετικά πρωτότυπη «Σταύρωση» (1580) του Greco, αποδίδει τον Ιησού να πεθαίνει πάνω στο Σταυρό, ατενίζοντας ψηλά προς τον Πατέρα Του (εικ.3). Ο ίδιος ξεχωρίζει μέσα από έναν θυελλώδη ουρανό που συμβολίζει το σκοτάδι που έπληξε τον κόσμο όταν παρέδωσε την Ψυχή του. Η συστροφή του σώματός του και οι περιστροφικές κινήσεις που εκτελούν τα σύννεφα αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του μανιεριστικού ύφους του ζωγράφου. Η προοπτική στο έργο απορρίπτεται για να οργανωθεί το φως και το σκοτάδι, που συνθέτουν το δραματικό τοπίο και το αδιαπέραστο τείχος των νεφών. Η σκηνή εκφράζεται σε χρωματικούς τόνους εξωπραγματικούς, σαν μια σβησμένη φωτιά, δίχως τον παραμικρό υπαινιγμό ηλιακού φωτός. Ο καλλιτέχνης απεικονίζει το επεισόδιο με έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο, αφού στη βάση του σταυρού δεν εμφανίζεται η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης, όπως συνηθίζεται, αλλά τα πορτρέτα δύο συγχρόνων του να προσεύχονται. Με αυτόν τον τρόπο, ο Greco εστιάζει περισσότερο την προσοχή του θεατή στη μορφή του Θεανθρώπου.
Εδώ ο χειρισμός του φωτός ενισχύει τη δραματικότητα και την τραγικότητα της σκηνής. Πρόκειται για ένα φως που μοιάζει τόσο φυσικό αλλά επιφορτισμένο ταυτόχρονα με έντονο συμβολισμό. Μέσω αυτού, η σύνθεση ενισχύεται με στοιχεία που ισχυροποιούν τη δύναμη του θέματος και αγγίζουν τις ευαισθησίες του θεατή, καθιστώντας τον σε κατάσταση επαγρύπνησης.