Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Πέτρος Νάκος στην «Α»: «Είμαστε περιχαρακωμένοι στην ατομικότητα»

Στη σκηνή του θεάτρου «Altera Pars» η παράσταση «Έξι πρόσωπα σε αναζήτηση συγγραφέα» του Λουίτζι Πιραντέλλο ξεχωρίζει και συγκινεί. Ένα έργο δύσκολο που όμως σκηνοθέτης και ηθοποιοί κερδίζουν το στοίχημα, προσφέροντας στο κοινό μια παράσταση που θα θυμάται για καιρό. Άλλωστε ο Πιραντέλλο είναι ευρέως γνωστό πως δεν θεωρείται μια εύκολη υπόθεση.

Μετά το τέλος του έργου, ζητώ από τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Πέτρο Νάκο, ο οποίος ενσαρκώνει και έναν ρόλο – «κλειδί» στην παράσταση, να πραγματοποιήσουμε μια συνέντευξη. Σε μια άκρως ενδιαφέρουσα και ειλικρινή κουβέντα, μιλάμε μεταξύ άλλων για την παράσταση, τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει τους ηθοποιούς αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός σήμερα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗ

Και καθώς τα φώτα της σκηνής σβήνουν, η κουβέντα μας ξεκινάει. «Έξι πρόσωπα σε Αναζήτηση Συγγραφέα»- Τι στάθηκε η αφορμή για να σκηνοθετήσετε Πιραντέλλο;

Δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε κάποια πολύ συγκεκριμένη αφορμή. Με το έργο του -λόγω της ιταλικής μου καταγωγής- ήμουν εξοικειωμένος από παιδί. Απλώς επειδή εμένα με συνεπαίρνει περισσότερο ο ρεαλισμός κι ο Πιραντέλλο συχνά φλερτάρει με το παράλογο, δεν ένιωθα ότι μου «ταιριάζει» τόσο σκηνοθετικά. Το συγκεκριμένο έργο του ωστόσο είναι ιδιόμορφη περίπτωση. Ξαναδιαβάζοντας το σήμερα, το ένιωσα πολύ οικείο και σύγχρονο. Τα στοιχεία παραλόγου του έργου, στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου που ζει τον καθημερινό παραλογισμό εξουδετερώνονται και μοιάζουν περισσότερο ρεαλιστικά. Η έλλειψη απόλυτων παραδοχών – αξιών, ο κατακερματισμός των γεγονότων στις διαφορετικές οπτικές, η απόλυτη μοναξιά του ανθρώπου του περιχαρακωμένου στο ατομικό του σύμπαν και οι προσωπικές ψευδαισθήσεις του καθενός μας που διεκδικούν να υπάρξουν ως αντικειμενική πραγματικότητα, είναι δομικά στοιχεία του έργου και είναι πολύ αναγνωρίσιμα στις σύγχρονες ψηφιοποιημένες κοινωνίες μας.

Με ποια κριτήρια επιλέγετε την ιστορία που θα σκηνοθετήσετε;

Βασικό για μένα είναι αρχικά να μου αρέσει μια ιστορία ως ιστορία, πέρα από τις όποιες εμπορικές προσδοκίες και τη δυναμική που μπορεί να έχει μια θεματική ή ένας συγγραφέας. Για να σκηνοθετήσω ένα έργο, θα πρέπει να μου αρέσει, να με αγγίζει προσωπικά και να μπορώ με κάποιο τρόπο να ταυτιστώ. Από εκεί πέρα θα πρέπει να νιώθω πως δεν αρέσει μόνο σε μένα, αλλά ότι μπορεί να απηχεί ευρύτερους προβληματισμούς, ότι έχει κάτι αξιοσημείωτο να προσφέρει στον δημόσιο διάλογο. Δυστυχώς, αυτό το τελευταίο συμβαίνει σπάνια όταν φεύγεις από τη γκάμα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων. Τα σύγχρονα έργα συχνά πάσχουν από αυτοαναφορικότητα και αδυνατούν να αγγίξουν συλλογικά αισθήματα: φόβους, ανησυχίες, επιθυμίες και προσδοκίες. Αλλά πιστεύω ότι αυτό δεν είναι ίδιον της σύγχρονης δραματουργίας, αλλά του σύγχρονου δυτικού κόσμου γενικότερα. Είμαστε ένας κόσμος περιχαρακωμένος στην ατομικότητα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν.

Αντιμετωπίσατε δυσκολίες κατά τη διάρκεια της μετάφρασης του έργου;

Η γλώσσα του Πιραντέλλο έχει δύο βασικές ποιότητες οι οποίες χαρακτηρίζουν και το ύφος του έργου συνολικά. Από τη μια έχει μια έντονη ποιητικότητα, με σύνθετη σύνταξη, περίπλοκους συνειρμούς πυκνότατους σε νοήματα και από την άλλη έχει μια πολύ σύγχρονη αμεσότητα και παραστατικότητα που συχνά αποδίδεται με λόγο ελλειπτικό, ο οποίος πρέπει να συμπληρωθεί μέσω της ερμηνείας του ηθοποιού για να γίνει κατανοητός. Αυτό εν πρώτοις μοιάζει αντιφατικό και κάπως ξαφνιάζει τον μεταφραστή. Στην πορεία, σκηνοθετώντας το έργο συνειδητοποίησα πως ακριβώς αυτό το παιχνίδι της εναλλαγής ανάμεσα στη συνθετότητα και την αμεσότητα, ανάμεσα στο στυλιζάρισμα και την ωμότητα, καθιστά το έργο του τόσο ξεχωριστό και ενδιαφέρον. Ακόμη πιο σημαντικό δε είναι το γεγονός πως αυτό το πάντρεμα των ετερόκλητων ποιοτήτων γίνεται με τέτοια μαεστρία που εν τέλει δεν τις διαχωρίζεις, αλλά μαζί συνθέτουν ένα ενιαίο χαρακτηριστικό ύφος και στυλ.

Ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε στο κοινό μέσω της σκηνοθετικής οπτικής σας επάνω στο σπουδαίο αυτό έργο;

Συνήθως δεν θέλω να περάσω δικά μου μηνύματα στο κοινό μέσα από τις παραστάσεις· φροντίζω να επιλέγω έργα που με εκφράζουν και μετά φροντίζω αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας να το μεταφέρω σκηνικά όσο πιο άμεσα κι εύγλωττα μπορώ. Τώρα, όταν έχεις να κάνεις με τόσο σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Πιραντέλλο, το κοινό πάντα θα βρει ταυτίσεις, θα κάνει αναλογίες, θα σκεφτεί, θα προβληματιστεί και δεν είναι απαραίτητο να κάνουν όλοι τις ίδιες σκέψεις ή να εστιάσουν στα ίδια πράγματα. Το συγκεκριμένο έργο -τόσο πλούσιο σε σκέψεις και νοήματα- εμπεριέχει και συμπυκνώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία του δημιουργού του. Ο καθένας μας λοιπόν, όταν έρχεται σε επαφή μαζί του θα φωτίσει και θα εστιάσει σε άλλα πράγματα με βάση το δικό του αισθητικό, γνωσιακό, συναισθηματικό υπόβαθρο. Για εμένα -χωρίς να θέλω να προκαταβάλω την πρόσληψη του οποιουδήποτε θεατή- το «δεσπόζον» μήνυμα του έργου είναι η υποκειμενικότητα της αλήθειας, το πώς δηλαδή ο κάθε εμπλεκόμενος σε μια ιστορία δύναται να έχει τη δική του αφήγηση για τα πράγματα, η οποία ενδεχομένως έρχεται σε σύγκρουση με τις οπτικές και τις αφηγήσεις των άλλων εμπλεκόμενων. Αυτή η σχετικοποίηση της αλήθειας στις σχέσεις των ανθρώπων και τα γεγονότα που τις καθορίζουν, είναι για εμένα η πιο καίρια φιλοσοφική παρατήρηση του Πιραντέλλο, που μπορεί να μας βοηθήσει να διευρύνουμε την αντίληψή μας και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους.

Μελετώντας το έργο, υπήρξε κάποιος χαρακτήρας που σας «άγγιξε» συναισθηματικά περισσότερο;

Ναι, μπορώ να πω πως με το ρόλο του Γιου ταυτίζομαι περισσότερο. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως το συγκεκριμένο έργο κρύβει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Πιραντέλλο και ότι ο ίδιος ταυτιζόταν τόσο με τον Πατέρα όσο και με το Γιο σε διαφορετικές ηλικίες. Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει αυτό, αλλά για εμένα ο συγκεκριμένος ήρωας είναι ένα βαθιά τραγικό πρόσωπο, που όπως ο ίδιος λέει, δεν έχει ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα γιατί έχει εσωτερικεύσει την απόρριψη από τους γονείς του. Είναι το πρόσωπο που ο Πιραντέλλο φωτίζει λιγότερο από τα υπόλοιπα: απόμακρος, αντιδραστικός, λιγομίλητος, γίνεται άθελά του ο καταλύτης της τραγικής ιστορίας των 6 προσώπων και βρίσκεται, εξαιτίας ενός παιχνιδιού της μοίρας, καταδικασμένος να κουβαλάει την ενοχή ενός κρίματος που δεν είναι δικό του.

Με βάση πάντα την υπόθεση του «Έξι πρόσωπα σε Αναζήτηση Συγγραφέα» , θεωρείτε ότι οι ζωές όλων μας θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης συγγραφής μιας ιστορίας;

Υπάρχουν ιστορίες που καθορίζονται από σπουδαία και συνταρακτικά γεγονότα, υπάρχουν κι ιστορίες που αποκτούν αξία μέσω της αφήγησης. Οπότε θέλω να πω, δεν είναι μόνο το τι συμβαίνει σ’ ένα έργο, είναι το και πώς οργανώνει και χειρίζεται τα θέματά του ο εκάστοτε αφηγητής, πόσο διεισδυτικός και ταλαντούχος είναι. Υπό αυτό το πρίσμα ναι, η ζωή του καθενός μας αν έπεφτε στα χέρια ενός Πιραντέλλο μπορεί και να γινόταν ένα δυνατό έργο. Με λιγότερο ταλαντούχους συγγραφείς δεν ξέρω αν θα προέκυπταν εξίσου πετυχημένες ιστορίες για τις ζωές όλων.

Στην παράσταση αυτή τη φορά πρωταγωνιστείτε κι εσείς. Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετεί κανείς τον εαυτό του;

Είναι μια θέση στην οποία, καλώς ή κακώς, έχω βρεθεί πολλές φορές, οπότε έχω μια εξοικείωση. Σε αυτό το έργο όμως, αν και αρχικά είχα την αίσθηση πως, εφόσον κάνω το ρόλο του σκηνοθέτη στο έργο, θα μου ήταν πιο εύκολο να διατηρήσω την ολιστική οπτική της παράστασης, στην πορεία διαψεύστηκα. Είναι πραγματικά ένα πολύ απαιτητικό έργο σκηνοθετικά, ακριβώς γιατί προσφέρει στον σκηνοθέτη άπειρες δυνατότητες και προκλήσεις. Είναι ένα έργο πολύ πυκνό και σε νοήματα και στις αισθήσεις που θέλει να μεταφέρει στο κοινό: έχει χιούμορ, σαρκασμό, έχει τραγικότητα, μυστήριο, λυρισμό. O ρόλος εξ άλλου του σκηνοθέτη στο έργο είναι πολύ κομβικός κι εν τέλει απαιτητικός, γιατί ουσιαστικά είναι ο ξεναγός μας σε αυτό το περίτεχνο θεατρικό δημιούργημα και ταυτοχρόνως ο καθρέφτης των προσδοκιών του κοινού. Οπότε συνολικά ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα για εμένα κατά τη διάρκεια του οποίου παλινδρομούσα συχνά, νιώθω όμως τώρα πια και μια ανακούφιση γιατί το τελικό αποτέλεσμα με εκφράζει και με ικανοποιεί.

Από την άλλη, με ποια κριτήρια επιλέξατε τους ηθοποιούς σας;

Γενικά όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας του Altera Pars έχουμε δημιουργήσει μια δεξαμενή ανθρώπων με τους οποίους έχει δοκιμαστεί η συνεργασία μας και στους οποίους στρέφομαι κατά καιρούς ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε έργου. Σ’ ένα τόσο δύσκολο και πολυπρόσωπο έργο όπως αυτό επέλεξα ανθρώπους δοκιμασμένους που ήξερα τι έχω να περιμένω, που γνωριζόμαστε προσωπικά και καλλιτεχνικά και δεν θα χρειαζόταν να δαπανηθεί πολύτιμος χρόνος για να μάθει ο ένας το πώς λειτουργεί και δουλεύει ο άλλος. Από την άλλη είναι πολύ σημαντικό για μένα οι ηθοποιοί να λειτουργούν ομαδικά υποτασσόμενοι στις ανάγκες του συνόλου, το οποίο de facto οργανώνει και καθοδηγεί ο σκηνοθέτης. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, συστηματικά αποφεύγω να συνεργάζομαι με «ονόματα», τα οποία ναι μεν μπορεί να λειτουργούν προς όφελος του «ταμείου», από την άλλη ο μοιραίος βεντετισμός που αναπτύσσουν «τα ονόματα» λειτουργεί ανασταλτικά για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και δυσκολεύει τη σκηνοθετική καθοδήγηση. Καλώς ή κακώς δεν έχω εμπορικά κριτήρια στον τρόπο που λειτουργώ στο θέατρο, αλλά τουλάχιστον λειτουργώ ελεύθερα και κοντά στις επιθυμίες μου.

Για ποιους λόγους θα προτείνατε σε κάποιον να δει την παράσταση;

Πιστεύω πως το συγκεκριμένο έργο και ο τρόπος που εμείς το αποδώσαμε σκηνικά έχει κάτι να προσφέρει σε μια πολύ ευρεία και ετερόκλητη γκάμα κοινού. Έχει την πολυσημία και τον φιλοσοφικό στοχασμό που κάποιοι πιο «μυημένοι» ίσως αναζητούν στο θέατρο. Έχει τη δροσιά, την αμεσότητα, τη φαντασία και το στοιχείο του αναπάντεχου που αναζητά ενδεχομένως το νεανικό κοινό. Έχει μια γοητευτική υπόθεση που ξεδιπλώνεται με όρους θρίλερ μυστηρίου, ενώ το βάρος των τραγικών συμβάντων αποσυμπιέζεται διαρκώς με κωμικά -έως και φαρσικά- διαλείμματα, κάνοντάς το προσιτό και ελκυστικό στο ευρύ κοινό. Ο κάθε θεατής πιστεύω θα βρει κάτι ξεχωριστό να τον συνεπάρει και να τον συγκινήσει στη συγκεκριμένη παράσταση.

Υπάρχει κάποια έκφραση μέσα από το έργο που ενδεχομένως αγαπήσατε λίγο περισσότερο;

«Πώς να συνεννοηθούμε κύριε, όταν στις λέξεις που εγώ χρησιμοποιώ αποδίδω την έννοια και την αξία των πραγμάτων όπως τα νιώθω εγώ μέσα μου. Ενώ αυτός που τις ακούει αναπόφευκτα τις αντιλαμβάνεται με την έννοια και την αξία που έχουν για εκείνον. Νομίζουμε ότι επικοινωνούμε. Δεν επικοινωνούμε ποτέ!.»

Με ποιες δυσκολίες έρχεται αντιμέτωπος ένας ηθοποιός της εποχής μας;

Η δουλειά μας δεν νομίζω ότι ήταν και ποτέ εύκολη. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας και επισφάλεια σε όλα τα επίπεδα. Σκληρότατος ανταγωνισμός χωρίς όρια και κανόνες, έλλειψη αξιοκρατίας, μικρές οικονομικές απολαβές για τη μεγάλη πλειονότητα. Αυτά υπήρχαν πάντα, απλώς τώρα πια έχουν διογκωθεί εξαιτίας του πληθωρισμού του επαγγέλματος. Είναι πάρα πολλοί οι ηθοποιοί σήμερα για το μέγεθος του θεατρικού κοινού και είναι αδύνατον να απορροφηθούν όλοι στις παραγωγές, οι οποίες γίνεται ολοένα δυσκολότερο να καταστούν βιώσιμες. Επιπλέον, ο νεοφιλελευθερισμός της αγοράς, έχει δυσχεράνει έτι περαιτέρω τη θεατρική επιχειρηματικότητα και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη διόγκωση της ανεργίας του κλάδου. Γίνεται όλο και πιο σαφές πως μόνο οι μεγάλοι οργανισμοί μπορούν να ασκούν υγιή επιχειρηματική δράση, συσσωρεύοντας θεατρικές σκηνές, κονδύλια, διαφημιστική προβολή, δύναμη στα σόσιαλ, ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις. Το ελεύθερο θέατρο οδηγείται σταδιακά σε αφανισμό, όπως άλλωστε συμβαίνει με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα συνολικά, από την κρίση και μετά. Σε αυτό το πλαίσιο μοιραία και οι ηθοποιοί θα γίνονται ολοένα και πιο αναλώσιμοι.

Οι παραστάσεις του «Altera Pars», γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, αρκεί να δει κάποιος τα σχόλια του φιλότεχνου κοινού. Τι κάνει κατά τη γνώμη σας μια παράσταση επιτυχημένη;

Η έννοια της επιτυχίας είναι πολύ σχετική και το μόνο μετρήσιμο μέγεθος που υπάρχει για να την προσδιορίσει είναι τα εισιτήρια που κόβει. Για να είμαι ειλικρινής λοιπόν, δεν τολμώ να πω πως έχω κάνει ποτέ εμπορική επιτυχία στο Altera, ούτε πως κατάφερα να ενταχθώ είτε προσωπικά, είτε ως οργανισμός σε μια θεατρική κάστα που έχει τη δύναμη να αποδίδει τίτλους «καλλιτεχνικής ευγένειας». Παλιότερα θύμωνα με αυτό, το βίωνα ως αποτυχία. Όμως 22 χρόνια μετά, έχοντας καταφέρει να κρατήσουμε ζωντανό και δημιουργικό αυτό το χώρο και ερχόμενος συστηματικά σε επαφή με τους θεατές, που φεύγουν στη συντριπτική τους πλειονότητα από το θέατρο εμφανώς και γνήσια γεμάτοι και συγκινημένοι από την εμπειρία, έχω αρχίσει να αναθεωρώ. Επιπλέον, αυτό που εγώ βιώνω ως επιτυχία -πέρα από την όποια αποδοχή της καλλιτεχνικής μου δράσης- είναι πως ό,τι έχω κάνει στο θέατρο το έκανα αρνούμενος πεισματικά να συμβιβαστώ με όσα δεν μου άρεσαν ή δεν συμφωνούσα ιδεολογικά, αισθητικά, ηθικά και συναισθηματικά. Αυτό φυσικά είχε επιπτώσεις, ενίοτε και «πληγές», αλλά τουλάχιστον μου εξασφάλισε το προνόμιο να ζω ελεύθερος.

Σχεδιάζετε κάτι καινούργιο αυτή την περίοδο;

Οι δύο τελευταίες χρονιές στο Altera Pars ήταν πολύ παραγωγικές. Κάναμε 4 καινούργιες παραγωγές οι δύο πολύ κλασικών και σπουδαίων έργων: «Το σπίτι της κούκλας» του Ίψεν και το «6 Πρόσωπα σε αναζήτηση συγγραφέα» του Πιραντέλλο και δύο «μικρότερες παραγωγές» όπου συνθέσαμε εμείς ως ομάδα τα κείμενα: το «Στην απέναντι όχθη» μουσικοθεατρική παράσταση βασισμένη σε μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων και φυσικά το «Πλάσματα του Θεού: υπόθεση Παπέν» βασισμένο στο αληθινό έγκλημα των αδερφών Παπέν από τη Γαλλία, μια παράσταση για την οποία εργαστήκαμε πολύ καιρό και είχε μεγάλη απήχηση φέτος, οπότε και θα την επαναλάβουμε την ερχόμενη σεζόν. Προς το παρόν όμως θα ολοκληρώσουμε τις παραστάσεις του Πιραντέλλο στις 2 Ιουνίου και μετά θα αρχίσουμε να οργανώνουμε τα καινούργια πρότζεκτ της επόμενης χρονιάς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ