Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Ο διαχρονικός στρουθοκαμηλισμός της ελληνικής διπλωματίας

Γράφει ο Κώστας Γιαννόπουλος

Λένε ότι η στρουθοκάμηλος συνηθίζει να κρύβει το κεφάλι της στην άμμο πιστεύοντας ότι, αφού αυτή δεν βλέπει, είναι αόρατη και για τους υπόλοιπους. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για επιστημονική άποψη ή για δημοφιλή μύθο. Το βέβαιο είναι ότι τον στρουθοκαμηλισμό τον εφαρμόζει διαχρονικά και διακομματικά η ελληνική διπλωματία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το Μακεδονικό ζήτημα. Επί δεκαετίες ακολουθούσαμε το δόγμα «μην ανοίγετε θέματα για μειονότητες στα Βαλκάνια» και διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι, αφού εμείς το αποφεύγαμε, νομίζαμε πως οι άλλοι δεσμεύονταν να μας μιμηθούν. Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αναδειχθεί πρόεδρος της γειτονικής χώρας μία πολιτικός που ανήκει σε εθνικιστικό κόμμα και η Ελλάδα να πρέπει να βγάλει το κεφάλι της από την άμμο.

Υπάρχει η αντίληψη ότι είναι καλύτερα να παραμένει άλυτο ένα πρόβλημα που δεν βρίσκει ικανοποιητική λύση. Το Μακεδονικό ζήτημα όμως είναι από εκείνα που δεν ξεχνιούνται όσον καιρό κι αν παραμείνουν άλυτα. Με αιχμή του δόρατος το θέμα της ονομασίας, που πηγαίνει πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1940, η ελληνική εξωτερική πολιτική επένδυσε σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για να εισπράξει πενιχρά αποτελέσματα. Στο σημερινό αδιέξοδο φτάσαμε εξ αιτίας της τακτικής των μαξιμαλιστικών στόχων και της πλήρους αγνόησης των διεθνών ισορροπιών. Το θέμα έχει παρελθόν.

Το 1924 η Κομιντέρν είχε αποφασίσει να στηρίξει τη Μακεδονία του Αιγαίου, στην οποία θα περιλαμβανόταν και η Θεσσαλονίκη. Το μόνο ελληνικό κόμμα που συμφώνησε ήταν το Κομμουνιστικό. Μάλιστα καθαίρεσε όσους διαφώνησαν, μεταξύ των οποίων και τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο. Όμως το 1935 η ιδέα εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε η αρχή της «ισοτιμίας των μειονοτήτων». Το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε ξανά. Ακολούθησε το Σύμφωνο του Πετριτσίου (12 Ιουλίου 1941) που υπογράφηκε από τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Τελικός σκοπός ήταν η δημιουργία μιας Ένωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, που θα περιλάμβανε τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Σερβία. Τα σύνορά της ορίζονταν από τον ποταμό Νέστο και το όρος Ροδόπη έως τον Όλυμπο, αλλά και τα παράλια του Αιγαίου και τη Θάσο.

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τίτο θέλησε να δημιουργήσει τη Μεγάλη Μακεδονία με την επανένωση όλων των τμημάτων της διαλυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα οποία «την είχαν διασπάσει οι ιμπεριαλιστές των Βαλκανίων». Σχεδίαζε να την εντάξει στην Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Για να αποκτήσει χαρακτηριστικά έθνους, σε ένα κράτος με πολλές εθνότητες, γλώσσες και θρησκείες, έγινε συστηματική προσπάθεια να δημιουργηθούν μακεδονική γλώσσα (στη θέση της σλαβικής διαλέκτου που υπήρχε), ενιαία εθνική συνείδηση και ιστορική παράδοση. Ο Τίτο προσπάθησε να ενώσει το γιουγκοσλαβικό τμήμα (Μακεδονία του Βαρδάρη) με το βουλγαρικό (Μακεδονία του Πιρίν). Η βάση γι’ αυτή την ένωση τέθηκε το 1947 σε συνεργασία με τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Δημητρώφ. Η ελληνική Μακεδονία (του Αιγαίου) δεν είχε ξεχαστεί, αλλά οι δύο ηγέτες περίμεναν την έκβαση του ελληνικού εμφυλίου. Το ετοιμόρροπο ελληνικό κράτος είχε τον ρόλο του θεατή των εξελίξεων. Το σχέδιο ναυάγησε όταν το 1948 ο Τίτο αποσπάστηκε από το ανατολικό μπλοκ κι επομένως η συμφωνία με τον Δημητρώφ έπαψε να ισχύει. Εξ άλλου ο ελληνικός εμφύλιος έληξε το 1949 με ήττα της παράταξης που θα στήριζε τα οράματα του Τίτο. Ανακουφισμένη η Αθήνα έθαψε πάλι το κεφάλι της στην άμμο και αρκέστηκε στη φτηνή ικανοποίηση ότι η Μακεδονία ήταν μέρος της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και δεν απαιτείτο ειδικός χειρισμός για τις διακρατικές μας σχέσεις. Άλλωστε οι δυτικοί μας σύμμαχοι δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τον «αποστάτη» Τίτο και η Ελλάδα συμμερίστηκε τις ευαισθησίες τους. Η μόνη αντίδραση ήταν μία μεταμφίεση: η απαγορευμένη λέξη «Μακεδονία» αντικαταστάθηκε από το όνομα της πρωτεύουσάς της, Σκόπια, και οι πολίτες της βαφτίστηκαν «Σκοπιανοί».

Δυστυχώς, η ευτυχία του φτωχού κρατάει λίγο. Το ίδιο λίγο διήρκεσε και η αυτάρεσκη αμεριμνησία της Ελλάδας. Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνέβη ό,τι είχε συμβεί και με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ιστορία του Μακεδονικού που εξορκίζαμε επαναλήφθηκε ως τραγωδία. Τον Απρίλιο του 1992 η Ελλάδα αφυπνίζεται απότομα με ξυπνητήρι το όνομα της ακατονόμαστης χώρας. Το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή αποφασίζει ότι δεν θα γίνει δεκτό κανένα όνομα που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του. Η ελληνική θέση επιμένει σθεναρά στο θέμα του ονόματος με το επιχείρημα ότι υποκρύπτει αλυτρωτικές τάσεις: οι γείτονες είχαν αρχίσει να θέτουν ζητήματα καταπίεσης της μακεδονικής μειονότητας που κατοικούσε στην Ελλάδα.

Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής υποστηρίζει τις ελληνικές απόψεις και συνδέει την αναγνώριση του νέου αυτού κράτους με προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων τις συνταγματικές διατάξεις περί εδαφικών διεκδικήσεων και προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες. Είναι όμως μια πύρρειος νίκη «στα σημεία». Τα Σκόπια τον Νοέμβριο του 2008 προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επικαλούμενα ότι η Ελλάδα παραβιάζει την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 (Παπούλιας – Τσερβενκόφσκι), που προέβλεπε ότι η Αθήνα δεν θα ασκούσε βέτο με αφορμή την εκκρεμότητα για το όνομα, όταν η «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ ή FYROM) -όπως ήταν η νέα μεταμφίεση του ονόματος- έκανε αίτηση για συμμετοχή σε οργανισμούς στους οποίους η Ελλάδα ήταν μέλος (όπως στο ΝΑΤΟ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση). Μολονότι η απόφαση δεν αναφερόταν στο ζήτημα της ονομασίας καθαυτό, οι βόρειοι γείτονες πανηγύριζαν και μεγάλη μερίδα του διεθνούς Τύπου την εξέλαβε ως ήττα της Ελλάδας.

Η αλήθεια είναι ότι είχε προηγηθεί τον Απρίλιο του 2008 ελληνικό βέτο κατά της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ – μια ακόμη βραχύβια ανακούφιση για την ελληνική πλευρά που, αν και προκάλεσε ικανοποίηση στο εσωτερικό, πληρώθηκε ακριβά στο εξωτερικό: το 2011 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα και η στάση της επικρίθηκε από τον διεθνή Τύπο που είχε κουραστεί να παρακολουθεί τα διαρκή παράπονα των Ελλήνων όταν εμφανιζόταν η λέξη «Μακεδονία» σε έντυπα ή ακουγόταν από ομιλητές. Όπως το έθεσε ο Μάθιου Νίμιτς, ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, «δεν ήταν ρεαλιστικό μετά από 24 χρόνια συζητήσεων να υπάρξει λύση που δεν θα περιλάβει το όνομα Μακεδονία». Περισσότερο ρεαλιστικό έμοιαζε να προστεθεί στο απαγορευμένο όνομα ένα επίθετο που θα χρύσωνε το πικρό χάπι. Από τον Νίμιτς προτάθηκαν τα εξής ονόματα: Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας, Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη και Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια. Κάποια από αυτά απορρίφθηκαν και κάποια άλλα ήταν συζητήσιμα από τις δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, υπό τον όρο ότι όποια ονομασία κι αν συμφωνηθεί θα ισχύει erga omnes, δηλαδή προς όλους.

Κι έτσι φτάσαμε στον Ιούνιο του 2018. Υπό αφόρητες πιέσεις της Δύσης, που επιδίωκε να παρεμποδίσει τη ρωσική επιρροή στα Δυτικά Βαλκάνια, η Ελλάδα εκδήλωσε προτίμηση σε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό στα σλαβικά. Η απόφαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών του 1992, που επείχε θέση διπλωματικού Ευαγγελίου, ετάφη διακριτικά. Οι δύο κυβερνήσεις είχαν δηλώσει πρόθυμες να δεχτούν σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και προχώρησαν στην περίφημη «Συμφωνία των Πρεσπών» που βάφτιζε τον δύστροπο βόρειο γείτονα Republika Severna Makedonjia, δηλαδή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Και στις δύο χώρες η συμφωνία συνάντησε σφοδρές λαϊκές αντιδράσεις: στην Ελλάδα γιατί «χαρίσαμε στα Σκόπια ένα όνομα που είναι η ψυχή μας», στα Σκόπια διότι «υποκύψαμε στις ελληνικές αξιώσεις και εκχωρήσαμε το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού».

Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρόν για μια ακόμη αντιπαράθεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζε για την «ιστορική επιτυχία» και χλεύασε τις ογκώδεις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε την «κακή συμφωνία» με την προειδοποίηση ότι η υπογραφή της προηγούμενης κυβέρνησης είναι δεσμευτική λόγω της «συνέχειας του κράτους».

Το θέμα φάνηκε πως έπαψε να απασχολεί την επικαιρότητα έως ότου στη γειτονική χώρα η νίκη του εθνικιστικού VMRO το ανέσυρε και πάλι στην επιφάνεια. Η νέα πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε εν γνώσει των συνεπειών ότι δεν θα σεβαστεί το συνταγματικό όνομα της χώρας, για το οποίο έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης, χολής και δακρύων, και θα χρησιμοποιεί έναντι όλων το όνομα Μακεδονία, σκέτο, χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Την ίδια δήλωση επανέλαβε ο νέος πρωθυπουργός. Είπε απερίφραστα πως θα αποκαλεί τη χώρα του όπως του γουστάρει. Με άλλα λόγια, το μέγα επίτευγμα του erga omnes (έναντι όλων) έπαψε να ισχύει όταν άλλαξε η κυβέρνηση στα Σκόπια, ενώ παρά την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα καθυστέρησε μόνο η υπογραφή τριών πρωτοκόλλων που συνόδευαν τη συμφωνία.

Για τους νουνεχείς που δεν παρασύρονται από φραστικές περικοκλάδες ήταν αναπόφευκτο να καταργηθεί ο γεωγραφικός προσδιορισμός του μεταμφιεσμένου νέου ονόματος. Κι η δικαίωση ήρθε πριν αλέκτορα φωνήσαι. Οι εξελίξεις πρόσφεραν μια νέα ευκαιρία για αλληλοκατηγορίες των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και μάλιστα στο ευνοϊκό πολωτικό κλίμα των επικείμενων ευρωεκλογών. Οι σκεπτικιστές ένιωθαν δικαιωμένοι που θεωρούσαν τη συμφωνία «κακή», οι πρωτεργάτες της συνεννόησης προκαλούσαν τους αντιπάλους τους να την καταγγείλουν αν παραβιάστηκε. Οι Μακεδόνες, με ή χωρίς το επίθετο «βόρειοι», μας έδειξαν τι πρέπει να κάνουμε αν δεν μας αρέσει η παλαιά τους ονομασία. Αντί να συνεχίσουμε τη γκρίνια, ιδού ο δρόμος προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κατ’ αυτούς άλλη οδός δεν υπάρχει – και τα σκυλιά δεμένα. Όποιος ακούσει τα επιχειρήματα (κι όχι τα λαϊκίστικα ευφυολογήματα) των δύο πλευρών θα κατανοήσει γιατί η Νομική είναι η μόνη επιστήμη βάσει της οποίας είναι εξ ίσου αποδεκτή και η ορθή και η λανθασμένη ερμηνεία ενός θέματος αρκεί ένας επιδέξιος χειριστής της γλώσσας και γνώστης των μεθόδων πειθούς. Αν δεν θέλετε να εμπλακείτε σε νομικισμούς και ανάλυση απόψεων, που αποδεικνύονται εφάμιλλες με την αοριστία των χρησμών της Πυθίας, μια απλή μέθοδος αποτίμησης της συμφωνίας είναι η ακόλουθη:

Η χρήση γεωγραφικών προσδιορισμών σε ονομασίες κρατών με μακρά ιστορία δεν είναι σπάνια. Παραδείγματα έχουμε στις περιπτώσεις της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, του Βόρειου και του Νότιου Βιετνάμ, της Βόρειας και της Νότιας Κορέας. Πρόκειται όμως για διαχωρισμό με μια γραμμή που ορίζει τα σύνορα και τίποτε περισσότερο. Τα δύο κράτη δεν είναι δύο διαφορετικά έθνη. Όλοι είναι Γερμανοί, Βιετναμέζοι και Κορεάτες, που μιλούν την ίδια γλώσσα, μοιράζονται την ίδια Ιστορία, τηρούν τις ίδιες παραδόσεις και διαθέτουν την ίδια εθνική συνείδηση. Αυτά δεν ισχύουν στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας. Το όνομα αυτό καθαυτό παραπέμπει κατ’ αντιδιαστολή και σε μια Νότια, που προφανώς είναι η ελληνική. Στις περιπτώσεις διαίρεσης που προαναφέρθηκαν, όπως κι αν αποκαλούνταν οι πολίτες των διαιρεμένων κρατών δεν έπαυαν να αποτελούν το ίδιο έθνος.

Όμως τι σχέση, τι κοινό μπορεί να έχουν οι Έλληνες, που από αρχαιοτάτων χρόνων κατοικούν στη Μακεδονία και που διαθέτουν βαθιά αίσθηση της μακραίωνης Ιστορίας τους, με τους σλαβικής καταγωγής «Μακεδόνες»; Ούτε η γλώσσα ούτε οι παραδόσεις ούτε η εθνική συνείδηση είναι κοινά. Οι προσπάθειες των Βορείων (που κάποτε τους ονομάζαμε Σλαβομακεδόνες χωρίς να ενοχλούνται) να σφετεριστούν την ελληνική Ιστορία για να αποκτήσουν δανεική εθνική Ιστορία και συνείδηση κατάντησαν τόσο καταγέλαστες ώστε να έχουν περιοριστεί σε γραφικότητες που παραπέμπουν σε καρναβάλια. (Σ.σ. οι εγχώριοι διεθνιστές της πολυθρόνας χλεύαζαν τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες κάποιων Ελλήνων διαδηλωτών, αλλά δεν είχαν την ίδια φιλοπαίγμονα διάθεση για τα καραγκιοζιλίκια των Σκοπιανών). Τέλος, η επινόηση του τεχνητού διαχωρισμού δεν διευκρινίζει ούτε πώς θα αποκαλούνται από τους τρίτους οι πολίτες των δύο μερών. Οι Βόρειοι πάντως δεν δέχονται τον γεωγραφικό προσδιορισμό στο όνομά τους (επιμένουν στο σκέτο Μακεδόνες) και κατά μείζονα λόγο δεν είναι ούτε ηθικά, ούτε πολιτικά, ούτε ιστορικά δεκτό να τον δεχτούν οι… Νότιοι. Η εκκρεμότητα μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον εκδήλωση αλυτρωτικών πολιτικών τις οποίες η συμφωνία των Πρεσπών προέβλεψε να «απαγορεύσει». Κατά πόσον θα συμμορφωθούν όμως οι γείτονες απομένει να αποδειχθεί και μάλλον δεν θα περιμένουμε πολύ καιρό για να το διαπιστώσουμε.

Ο πρεσβύτερος Μητσοτάκης είχε προβλέψει ότι σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το ζήτημα του ονόματος. Διαψεύστηκε οικτρά: διατηρείται ακόμη κι επί των ημερών του νεότερου Μητσοτάκη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ