Γράφει ο Δημήτριος Γ. Σουλιώτης.
Για να φθάσει κάποιος στο ερώτημα του τίτλου είναι απαραίτητο να έχει απαντήσει προηγουμένως στο ερώτημα: Να ψηφίσω ή να μην ψηφίσω στις προσεχείς Ευρωεκλογές; Έχοντας αποφασίσει να ψηφίσω συνάντησα μπροστά μου το επόμενο ερώτημα: Ποιο πολιτικό Κόμμα απ’ αυτά που συμμετέχουν στις Ευρωεκλογές να ψηφίσω;
Για να φθάσω σε μια τελική απάντηση – αρκετά δύσκολη όπως αποδείχτηκε – εφάρμοσα τη μέθοδο της ατόπου απαγωγής μέσω των διαδοχικών απορρίψεων. Πρώτα απέρριψα τα πολιτικά Κόμματα της ακροδεξιάς, ως μη συμβατά με το συσσωρευμένο – και λόγω ηλικίας – πνευματικό και πολιτικό μου κεφάλαιο. Δεύτερον το ΚΚΕ, γιατί αναμένοντας την έλευση της ιδανικής κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν εκπληρωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, έχει μετατραπεί σε Κόμμα – μοναστήρι. Εν τω μεταξύ αποκόπτει και στεγανοποιεί ένα κρίσιμο ποσοστό από τις προοδευτικές δυνάμεις και έτσι συμβάλλει αντικειμενικά – και λόγω της πολυδιάσπασης αυτών – στην κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης και την επιβολή της πολιτικής της υπέρ των ισχυρών και εις βάρος των αδυνάτων. Με άλλα λόγια, αν και δεν αμφισβητώ την εντιμότητα των στελεχών και των ψηφοφόρων του Κόμματος, θεωρώ ότι εδώ η ετερογονία των σκοπών λειτουργεί υπέρ της συντηρητικής παράταξης. Αυτό το έχει καταλάβει καλύτερα απ’ όλους ο πρωθυπουργός, ο οποίος σε συνέντευξή του και στην ερώτηση ποιον πολιτικό αρχηγό θα ήθελε να συναντήσει, απάντησε τον κ. Κουτσούμπα… Στη συνέχεια απέρριψα τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θεωρώ ότι μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Στέφανο Κασσελάκη έχει μετατραπεί σε ένα ασαφές πολιτικό μόρφωμα, που συσκοτίζει αντί να αναδεικνύει τις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς. Δεν αντιλέγω ότι παραμένουν στο Κόμμα αυτό σοβαροί άνθρωποι, που έχουν αγωνιστεί στα πεδία της θεωρίας και της πράξη γι’ αυτά τα ιδανικά, όμως τώρα τον τόνο τον δίνει ο αρχηγός και αυτός ο τόνος δεν μου ταιριάζει… Ανάλογα χαρακτηριστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και σε μικρότερο βαθμό, διακρίνω και στην «Πλεύση Ελευθερίας» της Ζωής Κωνσταντοπούλου…
Και ενώ εγώ ψάχνω και ψάχνομαι, προκειμένου να καθορίσω την εκλογική μου συμπεριφορά, υπάρχουν πολλοί συμπολίτες μας που έχουν ξεκαθαρίσει στο μυαλό τους προ πολλού χρόνου το θέμα και έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν και πάλι τη ΝΔ. Έχω συζητήσει με πολλούς απ’ αυτούς και το επιχείρημά τους είναι ένα και μοναδικό: Σταθερότητα – κανονικότητα. Διαβλέπω μάλιστα και έναν ενδόμυχο φόβο μήπως το Κόμμα τους πέσει κάτω από το θαυματουργό ποσοστό του 30% και η χώρα – κατά τη γνώμη τους – μπει σε περιπέτειες… Όμως τι είδους κανονικότητα είναι αυτή που επιθυμούν διακαώς να συνεχιστεί; Δεν βλέπουν ότι αυτή η «κανονικότητα» με τις υποκλοπές, τα σκάνδαλα, τις συγκαλύψεις, την υπονόμευση των θεσμών «μπάζει από παντού», γεγονός που επιβεβαιώνουν και αμερόληπτοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί; Ίσως να αναφέρονται στη δική τους ιδιοτελή «κανονικότητα», που περιορίζεται στα στενά όρια της δικής τους «ζώνης ενδιαφέροντος». Όμως σ’ αυτές τις ασαφείς έννοιες (σταθερότητα – κανονικότητα), ως η μία πλευρά του νομίσματος και της πρόκλησης του συναισθήματος του φόβου η άλλη, στηρίζεται και η προεκλογική στρατηγική της ΝΔ (πρόκληση φόβου μήπως χαθεί η «κανονικότητα»). Εστιάζεται δε αυτή η στρατηγική και πάλι κυρίως σε ηλικιωμένους ψηφοφόρους, γιατί τους τελευταίους διαπερνά και ένα ειδικό είδος φόβου: το υπαρξιακό άγχος θανάτου. Αυτόν ακριβώς τον ενδόμυχο ασυνείδητο φόβο των ηλικιωμένων ψηφοφόρων, οι οποίοι σημειωτέο προσέρχονται στην κάλπη με αυξημένα ποσοστά έναντι νεότερων ηλικιών, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί η ΝΔ προβάλλοντας την εξασφάλιση της «κανονικότητας». Υπάρχει όμως κανονικότητα χωρίς ηθική και με το μεγαλύτερο ποσοστό Ελλήνων φτωχοποιημένων και απογοητευμένων; Υπάρχει κανονικότητα με οποιοδήποτε τίμημα; Συνεχίζοντας τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής, βάσει των παραπάνω και η ΝΔ απορρίπτεται.
Και μετά τις απορρίψεις απομένουν οι τρεις επικρατέστεροι: Πρώτα το Κόμμα μου το ΠΑΣΟΚ με το οποίο με συνδέουν ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί από τα νεανικά μου χρόνια. Επιπλέον στο πολιτικό πεδίο συμφωνώ συνήθως με τις θέσεις που εκφράζει ο νέος αρχηγός του Νίκος Ανδρουλάκης στο πλαίσιο της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Διαφωνώ όμως με την ένταξη στο ευρωψηφοδέλτιο του Κόμματος του Θοδωρή Ζαγοράκη. Δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε μεταγραφές «παικτών», που κινούνται στο δεξιό τμήμα του πολιτικού γηπέδου…
Κατόπιν βλέπω ευνοϊκά το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη. Διαβάζω αυτή την εποχή το βιβλίο του «Μιλώντας στον πατέρα μου», το οποίο όπως και τα άλλα βιβλία του με απλό και κατανοητό λόγο μας διαφωτίζει για τη λειτουργία των υπόγειων μηχανισμών του σύγχρονου καπιταλισμού. Θεωρώ λοιπόν ότι μια τέτοια φωνή πρέπει να ακούγεται στα Κοινοβούλια της Ευρώπης και της Ελλάδας, για να γνωρίζουμε σε τι κόσμο ζούμε…
Τέλος με προσελκύουν και οι θέσεις της «Νέας Αριστεράς» τόσο για τα ευρωπαϊκά θέματα, όσο και για τα εγχώρια. Επιπλέον πολύ καλή εντύπωση μου προκάλεσαν οι συνεντεύξεις δύο υποψηφίων ευρωβουλευτών του Κόμματος. Η πρώτη συνέντευξη ήταν του εκπροσώπου της Παλαιστινιακής παροικίας Λατίφ Νταρουίς, στην οποία εκφράζει την αδικία και τον πόνο που υφίσταται για δεκαετίες ο Παλαιστινιακός λαός από το κράτος του Ισραήλ, αλλά και από τους ισχυρούς της γης. Νομίζω ότι αξίζει να σταθούμε στο πλευρό του, ακολουθώντας το παράδειγμα των φοιτητών των Αμερικανικών πανεπιστημίων. Η δεύτερη συνέντευξη δόθηκε από την πρωταθλήτρια του παρατριάθλου Κατερίνα Σαράντη. Θαύμασα το βάθος της σκέψης της και ειδικά τη θέση της ότι «Μέσα από την αναπηρία αντιλαμβάνομαι την ταξική πάλη». Ένας άλλος δρόμος διαφορετικός από τα φιλανθρωπικά γκαλά της μεγαλοαστικής τάξης για τη βοήθεια προς τους ανάπηρους…
Μέχρι τις Ευρωεκλογές θα έχω καταλήξει στην τελική μου απόφαση…