Γράφει ο Κυριάκος Περιστέρης, Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών, ένας θεσμός αμφιλεγόμενος, ο οποίος νοηματοδοτείται και επανερμηνεύεται ad hoc σε περιόδους πολιτικής έντασης. Υπάρχει αμφισβήτηση όσο για τη νομιμοποίησή της όσο και για το εύρος της προστασίας που παρέχει.
Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι κοινό γνώρισμα των δυτικών δημοκρατικών συστημάτων. Σε ό,τι αφορά στην ελληνική περίπτωση, αυτή ταυτίζεται με τις πρόνοιες αλλοδαπών Συνταγμάτων. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην άσκηση δίωξης από πολιτικό όργανο και στην ύπαρξη ειδικού δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων.
Επίσης, η ύπαρξη ειδικής ρύθμισης της ποινικής ευθύνης των υπουργών αφενός λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση και του φορέα του σχετικού αξιώματος και αφ’ετέρου ως εγγύηση για το κύρος του αξιώματος, καθώς αποτρέπει την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής.
H απόφαση από την εθνική αντιπροσωπεία για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά μέλους της κυβέρνησης, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινοβουλευτικής παράδοσης ορισμένων κρατών. Επί παραδείγματι, στα πρώτα Συντάγματα της Γαλλικής Επανάστασης,του 1791 και του 1795, οριζόταν η σύσταση δικαστηρίου αποτελούμενου από ενόρκους, οι οποίοι εκλέγονταν ad hoc από τις εκλογικές συνελεύσεις των departments, με σκοπό την εκδίκαση υποθέσεων κατά πολιτικών αξιωματούχων.
Επίσης, σε κάποια Συντάγματα η πρωτοβουλία άσκησης ποινικής δίωξης αποδίδεται στη Βουλή μόνο ως προς κάποια ποινικά αδικήματα, ενώ για τα υπόλοιπα η αρμοδιότητα ανήκει στις κοινές διωκτικές Αρχές.
Αποτελεί κοινή συνταγματική πρακτική, είναι η ανάθεση της εκδίκασης των υποθέσεων των σχετικών με την υπουργική ευθύνη σε ειδικό δικαστήριο, είτε στο Ανώτατο ή στο Συνταγματικό Δικαστήριο είτε σε ειδικό δικαστήριο με συμμετοχή ανώτατων δικαστικών και εκπροσώπων του Κοινοβουλίου είτε σε Σώμα με αμιγή πολιτική σύνθεση.
Στα καθ’ ημάς, αρχής γενομένης από τα Συντάγματα του Αγώνα, υπάρχουν θεσμικές προβλέψεις, οι οποίες αποτέλεσαν προδρομικής φύσεως θεσμούς της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Συγκεκριμένα, στο τμήμα Ζ’ του Συντάγματος της Επιδαύρου απαντάται για πρώτη φορά ο όρος «ευθύνη, ενώ στις παρ. πε’ και στην παραπεμπόμενη παρ. νγ’ οριζόταν η διαδικασία ελέγχου των υπουργών για πολιτικό έγκλημα, η οποία, αν απέληγε σε αποδοχή της κατηγορίας, οδηγούσε στην αυτοδίκαιη έκπτωση από το υπουργικό αξίωμα.
Εν συνεχεία, το Σύνταγμα του Άστρους στην παρ. ξζ’ αναθέτει τον έλεγχο των κατηγοριών κατά μελών του Εκτελεστικού Σώματος – συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών δυνάμει της παρ. ξθ’ – για τη διάπραξη πολιτικών εγκλημάτων, σε ειδική επιτροπή η οποία απαρτίζεται από εννέα μέλη τα οποία διορίζονται με απόφαση του Βουλευτικού Σώματος.
Στο Σύνταγμα της Τροιζήνας σύμφωνα με το οποίο ορίζεται στο άρ. 132 τα σχετικά με την ευθύνη των Γραμματέων της Επικρατείας, προβλέποντας ένα ευρύ πλέγμα ρυθμίσεων προστασίας. Συγκεκριμένα, η Βουλή έφερε αρμοδιότητα να ελέγχει τις κατηγορίες κατά των Γραμματέων της Επικρατείας και εφόσον αποφάσιζε η πλειοψηφία του σώματος, συγκροτούνταν προεξεταστική Επιτροπή αποτελούμενη από επτά βουλευτές. Αφού η Επιτροπή ολοκλήρωνε τις εργασίες της, διαβίβαζε στη Βουλή την αναφορά της, η οποία και θα αποφάσιζε αν θα την αποδεχθεί ή θα την απορρίψει. Σε περίπτωση που έκανε δεκτή την αναφορά, η Βουλή μετασχηματιζόταν σε δικαστήριο το οποίο θα εκδίκαζε τη σχετική υπόθεση, υπό τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το Σύνταγμα του 1844 κατοχυρώνει ειδική διαδικασία – για την κατηγορία και την απόδοση ευθυνών στους υπουργούς – κατά το αγγλοσαξονικό υπόδειγμα. Συγκεκριμένα, το άρ. 83 Σ
1844 όριζε ως κατηγορούσα Αρχή τη Βουλή και ως δικάζον δικαστήριο την Γερουσία. Ενώ το εδάφιο β’ του άρ. 83 Σ 1844 προέβλεπε «επιφύλαξη νόμου», με την οποία ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτούνταν να ρυθμίσει επακριβώς τα σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών. Μέχρι την έκδοση του νόμου και τη θέσπιση των αδικημάτων, τα οποία θα τυποποιούντο, εφαρμοζόταν το άρ. 84 Σ 1844.
Ο ως άνω μνημονευόμενος νόμος δεν εκδόθηκε υπό την ισχύ του Σ 1844, με αποτέλεσμα η νέα διάταξη του άρ. 80 Σ 1864 να οδηγήσει συνεκδοχικά και στην πρόβλεψη για την έκδοση νέου νόμου που θα όριζε τα σχετικά με την ευθύνη των υπουργών. Εκτός αυτού, το άρ. 80 Σ 1864 περιείχε παρόμοια ρύθμιση με το Σ 1844, με τη διαφορά ότι δικάζον δικαστήριο δεν ήταν η Γερουσία, αλλά δικαστήριο στο οποίο προήδρευε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο οποίος πλαισιωνόταν από δώδεκα άλλα μέλη που κληρώνονταν σε δημόσια συνεδρίαση.
To Σύνταγμα του 1911 επαναλάμβανε την ρύθμιση του Σύντάγματος του 1864. Η διάταξη του Συντάγματος του 1927 και συγκεκριμένα το άρ. 93 Σ 1927 αναγορεύει την Βουλή σε αποκλειστικά αρμόδια για την απονομή κατηγοριών κατά υπουργών για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ενώ απονέμονται δικαιοδοτικές αρμοδιότητες στη Γερουσία, η οποία εκδικάζει τις σχετικές υποθέσεις ως ειδικό δικαστήριο. Τέλος, το Σύνταγμα του 1952 επαναλαμβάνει την διάταξη του Συντάγματος του 1911(άρ. 80 Σ 1952).
Ως προς το νομοθετικό καθεστώς της ποινικής ευθύνης των υπουργών και λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, παρατηρητέα είναι τα εξής: oι πρώτοι νόμοι περί ευθύνης των υπουργών ήταν ο Ν. ΦΠΣΤ της 22ας Δεκεμβρίου 1876 και ο Ν. ΧΕ της 11ης Μαρτίου 1877. Τα δύο αυτά νομοθετήματα εκδόθηκαν κατά τη συνταγματική επιταγή του άρ. 80 Σ 1864. Το νομοθετικό πλαίσιο ρύθμιζαν κυρίως τα άρ. 10 – 61 του Ν. ΦΠΣΤ.
Κατά το Σύνταγμα του 1927 ως δικάζον δικαστήριο οριζόταν η Γερουσία. Με την παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935 και την επαναφορά του Συντάγματος του 1911, επήλθε κενό στη ρύθμιση των ζητημάτων των σχετικών με την ποινική ευθύνη των υπουργών, η οποία καλύφθηκε από τον Ν. 1443/1950 που επανέφερε σε ισχύ τις ρυθμίσεις του Ν .ΦΠΣΤ.
Το Σύνταγμα του 1975 στο άρ. 86 Σ, όριζε τα εξής: Δικαίωμα κατηγορίας κατά των υπουργών διατηρούσε αποκλειστικά η Βουλή, η οποία μπορούσε να αποφασίσει την αναστολή της ποινικής δίωξη ή να συστήσει ειδική επιτροπή από βουλευτές και ανώτατους δικαστικούς για τον έλεγχο της κατηγορίας, αν δεν περατωνόταν η διαδικασία κατά υπουργού ή υφυπουργού ενώ παραχωρούσε την άδεια της για την άσκηση δίωξης – ανάκρισης – προανάκρισης από τις κοινές διωκτικές Αρχές.Προβλεπόταν επίσης η ύπαρξη ειδικού δικαστηρίου στο οποίο προήδρευε ο πρόεδρος του ΑΠ, ο οποίος πλαισιωνόταν από δώδεκα δικαστές που έφεραν την ιδιότητα του Αρεοπαγίτη ή του Προέδρου Εφετών. Τέλος αν κατά τη διενέργεια διοικητικής εξέτασης προέκυπταν στοιχεία που μπορούσαν να θεμελιώσουν ευθύνη μέλους της κυβέρνησης ή υφυπουργού, διαβιβάζονταν στη Βουλή δια του εισαγγελέως.
Η ιστορική εμπειρία της μεταπολίτευσης αποτέλεσε την αιτία για την μεταρρύθμιση του θεσμού με την έκδοση του Ν. 2509/1997 και στην συνταγματική μεταβολή του επίπεδο με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος το 2001 και το 2019.
Συγκεκριμένα, με την αναθεώρηση του άρθρου 86 παρ. 3
καταργήθηκε ο περιορισμός στην κατά χρόνο αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί δίωξη για αδικήματα υπουργών. Η Βουλή μπορεί πλέον να ασκεί δίωξη εντός του χρονικού ορίου της κοινής παραγραφής για κάθε αδίκημα.