Στις 6 Ιουνίου συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στην Νορμανδία, μια επιχείρηση με μεγάλο ρίσκο για την πορεία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιτυχία της θα κατάφερνε ένα τελικό χτύπημα στις δυνάμεις του Άξονα, που ήδη βρίσκονταν σε φάση αναπόφευκτης ήττας, αλλά η αποτυχία της θα έδινε στον Χίτλερ το φιλί της ζωής. Η επιχείρηση πήρε την κωδική ονομασία D-day και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου.
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Κώστα Γιαννόπουλου «2.175 ημέρες επίγειας Κόλασης – Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα πριν και τα μετά»).
Ο σχεδιασμός για τη μεγάλη απόβαση στη Νορμανδία είχε αρχίσει από τον Απρίλιο του 1943. Η καθυστέρηση στη δημιουργία Δεύτερου Μετώπου προκαλούσε εκνευρισμό στον Στάλιν, που το ζητούσε φορτικά, αλλά οι Σύμμαχοι δεν βιάζονταν. Επρόκειτο για κολοσσιαία επιχείρηση που χρειαζόταν οργάνωση για να επιτύχει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Στην προετοιμασία, εκτός από το Ανώτατο Στρατηγείο, μετείχαν εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες που τήρησαν ευλαβικά τον απόρρητο χαρακτήρα του εγχειρήματος. Ένας τεράστιος αριθμός ενόπλων και γιγάντιες ποσότητες όπλων και υλικού θα έκαναν απόβαση στην άλλη πλευρά της απρόβλεπτης Μάγχης, όπου τους περίμενε μια ισχυρή δύναμη πίσω από ένα σχεδόν απόρθητο οχυρό. Κάποιες ρωγμές στο πέπλο της μυστικότητας ήταν σκόπιμες διαρροές για την παραπλάνηση των Γερμανών.
Η 4η Βρετανική Στρατιά παρέσυρε γερμανικές μονάδες βόρεια – μόνο που δεν υπήρχε 4η Βρετανική Στρατιά.
Η 1η Στρατιά υπό τον Πάττον είχε ορμητήριο την Νοτιοανατολική Αγγλία – μόνο που δεν υπήρχε 1η Στρατιά. Για κάθε βόμβα που έπεφτε στη Νορμανδία, τριπλάσιες έπεφταν αλλού.
Οι Γερμανοί στηρίζονταν σε πληροφορίες από πράκτορές τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κάποιοι απ’ αυτούς ήταν διπλοί πράκτορες και κάποιοι άλλοι είχαν αλλάξει στρατόπεδο και μετέδιδαν ψεύτικες ειδήσεις στο Βερολίνο. Στον Νότο της Αγγλίας είχε κηρυχθεί στρατιωτική ζώνη μήκους 16 χιλιομέτρων, όπου ολόκληρα χωριά εκκενώθηκαν για να εκτελεστούν γυμνάσια. Ομάδα μετεωρολόγων συμβούλευε τον Αϊζενχάουερ για τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες. Όταν ήρθε η ώρα, ο Άικ εξομολογήθηκε: «Μα τον Θεό ελπίζω να ξέρω τι κάνω». Όταν δόθηκε το σήμα της έναρξης οι στρατιώτες δεν ήξεραν πού ακριβώς πηγαίνουν, μόνο αόριστα τους είχαν πει για απόβαση στη Γαλλία.
Η οργάνωση της επιχείρησης άφησε πολλούς με το στόμα ανοιχτό. 180.000 στρατιώτες, 700 θωρηκτά, 2.700 πλοία που μετέφεραν εφόδια, ενισχύσεις και υποδομές, 2.500 αποβατικά και 11.000 αεροπλάνα ακολούθησαν με ακρίβεια το πρόγραμμα, που είχε δοθεί με τη μορφή εγχειριδίου 700 σελίδων στους πλοιάρχους. Οι γερμανικές δυνάμεις αριθμούσαν 850.000 άνδρες και 60.000 Ρώσους που δέχτηκαν να πολεμήσουν για τον Άξονα ώστε να μην αιχμαλωτιστούν. Ήταν οχυρωμένοι στο Τείχος του Ατλαντικού, μήκους 2.000 χιλιομέτρων με 12.000 καταφύγια – έργο που είχε ζητήσει ο Χίτλερ και εκτελέστηκε σε δύο χρόνια με την καταναγκαστική εργασία 2.000.000 σκλάβων. Απέναντι στις χιλιάδες αεροπλάνα των Συμμάχων οι Γερμανοί διέθεταν μόνο 170, λιγότερα από όσα χρησιμοποίησαν για τη νίκη τους επί της Γαλλίας το 1940. Επίσης είχαν αποκτήσει και όπλα από τη γραμμή Μαζινό. Οι υπερασπιστές του Τείχους έπαθαν σοκ όταν είδαν ξημερώματα της 6ης Ιουνίου στον ορίζοντα τη μεγάλη συμμαχική αρμάδα που πλησίαζε στις ακτές. Νωρίτερα είχαν πέσει αλεξιπτωτιστές πίσω από τις γραμμές των Γερμανών, αλλά το 75% της δύναμης των Αμερικανών προσγειώθηκαν σε λάθος περιοχή και διασκορπίστηκαν. Πολλοί προσγειώθηκαν σε πεδιάδες που ο Ρόμμελ είχε πλημμυρίσει και πνίγηκαν λόγω του βάρους της εξάρτυσής τους.
Την ίδια σκληρή τύχη είχαν και στρατιώτες που έκαναν απόβαση στην παραλία με το κωδικό όνομα Όμαχα: βρέθηκαν σε βαθιά νερά και στάθηκε αδύνατον να κρατηθούν στην επιφάνεια με τα 30 κιλά που κουβαλούσαν στις πλάτες τους. Κι αυτές δεν ήταν οι μεγαλύτερες απώλειες. Τα γερμανικά οχυρά βρίσκονταν στην κορυφή απότομων ψηλών βράχων, από όπου οι αμυνόμενοι θέριζαν τους Αμερικανούς πεζοναύτες με τα πολυβόλα τους. Από τις 55.000 άνδρες αποδεκατίστηκαν 4.600 σε ελάχιστη ώρα. Αντίθετα στη Γιούτα τα αμερικανικά αποβατικά λόγω ισχυρών ρευμάτων σύρθηκαν σε απόσταση 800 μέτρων από την παραλία, αλλά τους βγήκε σε καλό. Βρέθηκαν στην αδύνατη πλευρά των Γερμανών και τους εξουδετέρωσαν εύκολα με μόνο 197 απώλειες επί 4.000 ανδρών. Οι Βρετανοί και οι Καναδοί αποβιβάστηκαν στις άλλες τρεις παραλίες με ελάχιστες απώλειες κι επικράτησαν σύντομα και εύκολα. Οι Γερμανοί διέθεταν 34 μεραρχίες στη Νορμανδία, αλλά πολλές απ’ αυτές είχαν ελλείψεις και ήταν στραμμένες ανάποδα. Ο Ρόμμελ απουσίαζε με άδεια για τα γενέθλια της γυναίκας του και ο Χίτλερ δεν έδωσε διαταγή να σπεύσουν προς ενίσχυση δύο μεραρχίες Panzer παρά μόνο το απόγευμα. Ακόμη κι εκείνη την ώρα αμφέβαλλε αν η απόβαση στη Νορμανδία ήταν η κύρια επιχείρηση κι όχι ένας αντιπερισπασμός για την κύρια επίθεση στο Πα Ντε Καλέ.
Υπό την πίεση του Στάλιν που ζητούσε τη δημιουργία δεύτερου μετώπου, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν την απόβαση στη Νορμανδία για την 1η Μαΐου 1944. Ο αρχιστράτηγος Αϊζενχάουερ εκτίμησε ότι για την επιχείρηση θα χρειάζονταν 7.000 πλοία και 4.000 αεροπλάνα, που δεν υπήρχαν και που δεν προλάβαιναν τα πολεμικά εργοστάσια να τα κατασκευάσουν. Η λύση αναζητήθηκε σε μικρότερες βιομηχανίες που ναυπηγούσαν σκάφη αναψυχής. Τους ανατέθηκε να προμηθεύσουν αποβατικά, αμφίβια οχήματα και θωρακισμένες μαούνες. Ωστόσο στα τέλη Μαρτίου ελλείψει ικανού αριθμού πλοίων, η επιχείρηση αναβλήθηκε για ένα μήνα. Τρεις μήνες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία δεν υπήρχαν ούτε οι αναγκαίοι στρατιώτες.
Ο Άικ ήθελε 1.527.000 και του έλειπαν 700.000. Η στρατολογία των ΗΠΑ δούλεψε εντατικά και κάθε εβδομάδα έστελνε στην Αγγλία χιλιάδες στρατιώτες, με αποτέλεσμα το νότιο τμήμα της χώρας και η Ουαλία να έχουν μετατραπεί σε απέραντο στρατόπεδο.
Ο συγχρωτισμός των Αμερικανών με τους Βρετανούς οπλίτες οδήγησε σε τριβές και εντάσεις. Οι «Γιάνκηδες» ήταν υπερόπτες. Το καλύτερο συσσίτιο, οι ωραιότερες στολές και οι περισσότερες επιτυχίες τους στα κορίτσια προκαλούσαν τη ζήλεια των «Τόμηδων». Μεγαλύτερη ένταση προκλήθηκε από την τακτική των Αμερικανών να έχουν μετατρέψει τους μαύρους στρατιώτες σε ένστολους δεύτερης κατηγορίας. Τους στέγαζαν σε ξεχωριστές εγκαταστάσεις και δεν τους επέτρεπαν να γυμνάζονται μαζί με τους λευκούς. Οι Βρετανοί αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα των Αμερικανών για διακρίσεις και επέβαλαν την ίση μεταχείριση μαύρων και λευκών. Παρά τη διαρκή σκληρή εκπαίδευση των ενόπλων, λίγες εβδομάδες πριν από την απόβαση οι Επιτελείς διατύπωσαν τους φόβους ότι οι φαντάροι παρέμεναν ουσιαστικά ανεκπαίδευτοι και, το κυριότερο, χωρίς μαχητικό πνεύμα. Οι Αμερικανοί δεν θεωρούσαν τους Ναζί δαίμονες (όπως όσοι προέρχονταν από κατακτημένες χώρες που είχαν βιώσει τις θηριωδίες τους) και οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν περισσότερο να γυρίσουν ζωντανοί σπίτι τους. Κατά τον Μοντγκόμερυ, «δεν ήταν γεννημένοι δολοφόνοι». Ο ερασιτεχνισμός και η απειρία τους φάνηκε στη μεγάλη αποβατική άσκηση που έγινε στο Ντέβον τον Απρίλιο.
Για την τήρηση της απόλυτης μυστικότητας εκκενώθηκε ένα κοντινό χωριό από 3.000 κατοίκους του για να εγκατασταθούν οι στρατιώτες. Η άσκηση εξελίχθηκε σε τραγωδία. Δύο γερμανικές πυραυλάκατοι εμφανίστηκαν από το πουθενά, βύθισαν δύο πλοία, προκάλεσαν ζημιές σε ένα τρίτο και αποχώρησαν ανενόχλητες. Οι Βρετανοί εντόπισαν τους Γερμανούς αλλά απέτυχαν να ειδοποιήσουν το αρχηγείο επειδή οι Αμερικανοί χρησιμοποιούσαν άλλη συχνότητα στους ασυρμάτους τους. Οι 700 νεκροί τάφηκαν σε ομαδικούς τάφους και οι επιζήσαντες δεσμεύτηκαν ενόρκως ότι δεν θα έλεγαν το παραμικρό για το φιάσκο.
Παρά τις κινήσεις τέτοιου πλήθους ανδρών και οχημάτων, οι Γερμανοί στην άλλη πλευρά της Μάγχης ήταν έτοιμοι και με μεγάλη αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίσουν την εισβολή, ποντάροντας στην αντοχή των οχυρώσεων που είχαν δημιουργηθεί με 13.000.000 τόνους μπετόν. Η ανώτατη ηγεσία της Βέρμαχτ γνώριζε ότι οι Σύμμαχοι ετοίμαζαν απόβαση, αλλά διαφωνούσαν ως προς τον στόχο της. Ο Ρόμμελ πίστευε ότι η απόβαση θα γινόταν στη Νορμανδία και εξηγούσε ότι κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι η επιχείρηση θα γίνει με καλό καιρό στο κοντινότερο σημείο. Ο φον Ρούντστεντ είχε πεισθεί ότι η απόβαση θα γινόταν στο Πα Ντε Καλαί και κρατούσε τα τανκς σε εφεδρεία ώστε να τα στείλει όταν θα είχε επιβεβαιωθεί η εκτίμησή του. Η εντύπωσή του ενισχύθηκε από φωτογραφίες των αναγνωριστικών αεροπλάνων που έδειχναν μεγάλη συγκέντρωση τεθωρακισμένων, πλοίων, αεροπλάνων και πυροβολικού στο Ντόβερ – με τη διαφορά ότι επρόκειτο για το «πλαστικό στρατόπεδο» που είχαν στήσει οι Άγγλοι για να παραπλανήσουν τον εχθρό. Με το Ντόβερ συμφωνούσε κι ο Χίτλερ επειδή ήταν ο συντομότερος θαλάσσιος δρόμος κι επειδή στη Νορμανδία δεν υπήρχε μεγάλο λιμάνι για την αποβίβαση στρατιωτών και οχημάτων – πραγματικό πρόβλημα που οι Άγγλοι το έλυσαν με τα τσιμεντένια τεχνητά λιμάνια «Μάλμπερις».
Στις 24 Μαΐου άρχισε στην Αγγλία η αντίστροφη μέτρηση. Στα πλοία φορτώνονταν 20.000 οχήματα, 130.000 άνδρες, 450.000 λίτρα πλάσματος και τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών και καυσίμων. Τον στόλο συμπλήρωναν 15 πλοία – νοσοκομεία στα οποία επέβαιναν 8.000 γιατροί. Όλα αυτά κάτω από τη μύτη των Γερμανών που είχαν βασιστεί στις αναξιόπιστες προβλέψεις των μετεωρολόγων ότι τις πρώτες μέρες του Ιουνίου θα επικρατούσαν εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Οι πληροφορίες των Γερμανών δεν ήταν ακριβείς. Τον Μάιο του 1943 μια βρετανική καταδιωκτική επιδρομή κατέστρεψε τον μετεωρολογικό σταθμό που είχε εγκαταστήσει μυστικά στη Γροιλανδία η Βέρμαχτ. Τα αποτελέσματα εκείνης της επίθεσης αποκτούσαν τώρα τη σημασία τους. Πάντως η αλήθεια είναι ότι στις αρχές Ιουνίου επικράτησαν θυελλώδεις άνεμοι στη Μάγχη που υποχρέωσαν τα γερμανικά πλοία που περιπολούσαν στη περιοχή να επιστρέψουν στα αγκυροβόλια τους. Ο εφησυχασμός της γερμανικής ηγεσίας αποδεικνύεται από τις δραστηριότητες των επί κεφαλής. Ο Χίτλερ ασχολήθηκε με τους γάμους της μικρότερης αδελφής τής Εύα Μπράουν, της Γκρετλ, που παντρεύτηκε τον στρατηγό των SS Φεγκελάιν. Ο Ρόμμελ πήρε άδεια να πάει στο Βερολίνο για τα γενέθλια της συζύγου του. Ο διοικητής των τεθωρακισμένων, στρατηγός Φόιχτινγκερ, «πετάχτηκε» στο Παρίσι για να συναντήσει την ερωμένη του, που ήταν χορεύτρια σε καμπαρέ. Όλοι βασίστηκαν στην πεποίθηση του φον Ρούντστεντ ότι για τις πρώτες 10 ημέρες δεν αναμενόταν εκδήλωση εχθρικής επιχείρησης.
Στα αγκυροβόλια ήταν και ο στόλος των Συμμάχων. Οι στρατιώτες έμεναν επί τρεις ημέρες στα πλοία περιμένοντας τη διαταγή απόπλου και αναζητούσαν τρόπους να σκοτώσουν τις ατέλειωτες ώρες της ανίας.
Με το διάλειμμα της προσωρινής ύφεσης του καιρού, ο Άικ διέταξε να αρχίσει η μεγαλύτερη απόβαση στην πολεμική ιστορία και η μεγαλύτερη ελπίδα των Συμμάχων ότι η επιχείρηση θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στον Χίτλερ.
Τις πρώτες ώρες τα πράγματα δεν πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Η συμμαχική αεροπορία σφυροκόπησε την Νορμανδία, αλλά οι περισσότερες βόμβες έπεσαν στα χωράφια και οι γερμανικές οχυρώσεις έμειναν σχεδόν άθικτες. Η εμφάνιση του τεράστιου στόλου προκαλεί κατάπληξη στους Γερμανούς: 1.200 θωρηκτά και περίπου 5.700 πλοία αποτελούν τρομακτικό θέαμα. Παρ’ όλα αυτά μάχονται ηρωικά. Η άφιξη των αντιτορπιλικών που βομβαρδίζουν τις οχυρώσεις προκαλούν σημαντικές ζημιές. Οι τέσσερις από τις πέντε ζώνες απόβασης περιέρχονται στους Συμμάχους μέχρι το μεσημέρι. Αντιστέκεται η Όμαχα που γίνεται ο τάφος 2.500 Αμερικανών, οι οποίοι λόγω των ρευμάτων βρέθηκαν στο βεληνεκές των αμυνομένων. Οι Γερμανοί παραδίδονται όταν τελειώνουν τα πυρομαχικά τους. 10.000 νεκροί είναι ο απολογισμός των Συμμάχων. Οι απώλειες προκαλούν εντύπωση, αλλά οι επιτελείς δεν είναι δυσαρεστημένοι: είχαν υπολογίσει ότι το προγεφύρωμα θα κόστιζε πάνω από 25.000 νεκρούς. Η γερμανική προπαγάνδα καλλωπίζει το αποτέλεσμα της μάχης.
Στην επίσημη ανακοίνωση αναφέρεται ότι «υπό την πίεση της Μόσχας Αμερικανοί και Βρετανοί έκαναν την αναμενόμενη απόβαση, αλλά αποκρούστηκαν. Οι ακτές είναι γεμάτες με συντρίμμια και πτώματα». Δεν προσδιορίζεται όμως σε ποιους ανήκουν τα συντρίμμια και τα πτώματα. Οι Γερμανοί στρατιώτες πάντως καταλαβαίνουν ότι οδηγήθηκαν στη σφαγή. Με πικρό χιούμορ σχολιάζουν: «Αν δεις γκρίζο αεροπλάνο είναι αμερικανικό, αν δεις μπλε είναι βρετανικό, αν δεν δεις κανένα είναι η Λουφτβάφε».