Τρίτη, 2 Ιουλίου, 2024

Μητρότητα και Τέχνη

Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου Ιστορικός Τέχνης Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής & Επιμελήτρια Εκθέσεων

H μητέρα κατέχει τον μεγαλύτερο ίσως χώρο της θεματογραφίας στην εικαστική δημιουργία. Για αιώνες υμνήθηκε και αποθεώθηκε, ενώ η δυαδική ταυτότητα της Γυναίκας και της Γυναίκας Μητέρας παραμένει μια συνεχής έμπνευση για τους καλλιτέχνες, οι οποίοι μας αναδεικνύουν πολυμορφικά όλες τις εκδοχές της.

Ο Νικόλαος Γύζης (1842 – 1901), ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου», ζωγραφίζει το 1875 ένα από τα εμβληματικότερα έργα του με τίτλο «Η ψυχομάνα» (εικ.1). Μέσα σε ένα απλό σπίτι, με την εικόνα της Παναγιάς στον τοίχο, κάθεται μια καλοσυνάτη νέα γυναίκα και θηλάζει ένα ορφανό παιδί, ενώ το δικό της έχει ανέβει σε ένα καρεκλάκι και επιχειρεί να την αγκαλιάσει διεκδικώντας το ενδιαφέρον της. Το βλέμμα της είναι στραμμένο στοργικά προς το παιδί που θηλάζει και το πρόσωπό της ήρεμο αποπνέει προσωπική ευτυχία και ικανοποίηση που πηγάζει από την ανιδιοτελή προσφορά της. Η κόκκινη ζακέτα της δίνει αισιοδοξία μέσα στην όλη τραγικότητα και σκοτεινή εικόνα της ζωής. Στο αριστερό τμήμα της εικόνας κάθεται παράμερα στην πόρτα μαυροφορεμένη η δυστυχισμένη μεγάλη ορφανή αδελφή και κρατάει το σκουφάκι του μωρού, με λυπημένο ύφος για την απώλεια της δικής της μητέρας. Στον αριστουργηματικό αυτόν πίνακα η δυστυχία και η ευτυχία μοιράζονται ανάλογα, συνυπάρχουν δραματικά.

Ο πίνακας «Το Τάμα» (εικ.2), φιλοτεχνείται από τον Γύζη το 1886, και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Απεικονίζει μια μητέρα και την κόρη της να βρίσκονται σε ένα απόκρημνο βραχώδες τοπίο. Είναι μαυροντυμένες και οδεύουν προς ένα μικρό ξωκκλήσι για να εκπληρώσουν ένα τάμα. Η κόρη κρατά στα χέρια της μια αλυσίδα με κόκκινη καρδιά, η οποία υπονοεί πως το τάμα αφορά τον χαμένο της αρραβωνιαστικό. Η θλίψη της κοπέλας είναι ξεκάθαρη, ενώ όλο το έργο είναι σκοτεινό, με το πρόσωπό της να λειτουργεί ως αυτόφωτη πηγή. Οι δύο γυναίκες περπατούν ξυπόλητες στο δύσβατο αυτό μέρος, ενώ η μητέρα, κρατώντας αγκαλιά την αγαπημένη της κόρη, ακουμπά στο βράχο και φυλλομετρεί την απόσταση που τις χωρίζει από το μικρό εκκλησάκι και την εκπλήρωση του τάματος.

Το θέμα της μητρότητας αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο και ο σημαντικός ζωγράφος της «Σχολής του Μονάχου», Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), ο οποίος δημιουργεί το έργο, Μητρική στοργή (1889), μετά τη γέννηση του μοναχογιού του στο Μόναχο (εικ.3). Αποδίδει το θέμα μέσα από μια ιδιαίτερα τρυφερή εκδοχή, αποκαλύπτοντας ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων και στοργικής επικοινωνίας της μητέρας και του παιδιού της. Δίνει έμφαση στις χειρονομίες ή τις στάσεις των προσώπων, αναδεικνύοντας έτσι την τρυφερότητα των σχέσεων. Είναι εμφανές ότι δεν τον απασχολεί η απεικόνιση του μωρού αλλά η ανάδειξη του μεγαλείου και της ομορφιάς της μητρότητας. Φωτίζει όμως, αριστοτεχνικά τη μάνα και το παιδί τονίζοντας, μέσω της εικαστικής γλώσσας, την αλληλεξάρτηση σ’ αυτές τις πρώτες μέρες της ζωής του.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938), ο σπουδαίος εκπρόσωπος της ελληνικής γλυπτικής στη χώρα μας, προσανατολισμένος πάντα στο πλάσιμο συνθέσεων εμπνευσμένων από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, δημιουργεί το σύμπλεγμα με τίτλο: Μήδεια (Πινακοθήκη Κουβουτσάκη) (εικ.4). Οι μορφές του παρουσιάζουν τέτοια πληρότητα στην τρισδιάστατη απόδοσή τους, ώστε δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει πλήρως την αξία τους κοιτάζοντάς τες από μια μόνο οπτική γωνία. Η αντίληψή του για την ανθρώπινη μορφή ξεπερνάει κατά πολύ την απλή γυμνότητα. Γι’ αυτόν, το ανθρώπινο σώμα είναι ένας απεριόριστα πολύπλοκος και εύπλαστος οργανισμός, πάντα μεταβαλλόμενος ποτέ ακίνητος. Στο σύμπλεγμα αυτό, η Μήδεια στέκει σαν βράχος αγέρωχη και ρωμαλέα, με βλέμμα κενό, αδιάσπαστα προσηλωμένο στις φρικτές παιδοκτόνες σκέψεις της, χωρίς κανένα οίκτο και δισταγμό μπροστά στην απάνθρωπη πράξη που ετοιμάζεται να εκτελέσει. Από την άλλη, τα παιδιά της, συσπειρωμένα πάνω της, κρατούν το σώμα της σε μια απέλπιδα προσπάθεια να νιώσουν στοργή και μητρική φροντίδα από την παρουσία της. Όμως, η ψυχρή και απόμακρη στάση της, στα ανώτερα τμήματα της σύνθεσης, αποδεσμεύει τα παιδιά της από το βασικό της κορμό. Σαν να αισθάνονται τα ίδια μια απροσδιόριστη απειλή θανάτου πάνω στα αθώα παιδικά κορμιά τους.

Στο τέλος της παρουσίασης του θέματος της μητρότητας, εστιάζουμε στον Δημήτρη Κατσικογιάννη (1915-1991), τον σημαντικό Έλληνα δημιουργό ο οποίος είναι βαθιά επηρεασμένος από το έργο έντονα πολιτικοποιημένων δημιουργών, όπως του Πικάσο και του Γκόγια, που ήταν οι πρώτοι που «ανάγκασαν» την τέχνη να αντικρύσει κατάματα τη σκληρότητα της ζωής και του πολέμου. Στο έργο του Κραυγή (εικ.5), εμπνευσμένο από τις τραγωδίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, παρουσιάζει τον αγώνα της αρχετυπικής ηρωίδας μητέρας που λυσσαλέα αγωνίζεται, μέσα στις αντιξοότητες του πολέμου, για να σώσει την οικογένειά της και να την οδηγήσει ενωμένη έξω από τη δίνη των τραγικών γεγονότων που ζει. Με πρόσωπο αποστεωμένο από τις κακουχίες η Ελληνίδα μάνα, με μάτια διογκωμένα από την οδύνη και στόμα που βρυχάται από τον πόνο, κραυγάζει με απόγνωση. Ακόμα και τα ταραγμένα από τη δυνατή κραυγή μαλλιά που αποκαλύπτονται κάτω από το μαντήλι της ενισχύουν την ένταση και το μέγεθος του πόνου της. Με λαιμό ψηλό σαν κορμό δέντρου και με χέρια τραχιά, κρατά σφιχτά με γροθιές το μικρό της παιδί σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το προστατεύσει από τον επερχόμενο κίνδυνο… και εκείνο… κρύβεται στο στήθος της γαντζωμένο από το λαιμό της… πιστεύοντας ότι η αγκαλιά της είναι η μοναδική του σωτηρία…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ