Τρίτη, 2 Ιουλίου, 2024

26 Ιουνίου, Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών Το παιδί της διπλανής πόρτας…

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

Αυτό το παιδί το έβλεπα κάθε μέρα. Και να ήθελα να το αποφύγω δεν γινόταν, αφού η πολυκατοικία που έμενε ήταν απέναντι και λίγο αριστερά από τη δική μου. Είχε περίπου την ηλικία του δικού μου παιδιού, γύρω στα είκοσι πέντε, ψηλό, λεπτό, με μακριά μαύρα μαλλιά, μαζεμένα και δεμένα πίσω σε μια μικρή ουρά. Πάντα ήταν περιποιημένο και καλοντυμένο. Θα έλεγα, ότι ακολουθούσε προσεκτικά τη μόδα, και όπως φαινόταν, πρέπει να είχε και οικονομική άνεση. 

Κάθε πρωί έφευγε με μια μεγάλη μηχανή, παράξενα χαμηλή, με το τιμόνι που άνοιγε στα πλάγια. Έβγαινε σιγά-σιγά στον δρόμο και φτάνοντας στη διασταύρωση, γύριζε το κεφάλι πίσω προς το διαμέρισμά του και σηκώνοντας το χέρι ψηλά, χαιρετούσε την ηλικιωμένη αδύνατη γυναίκα που τον αγκάλιαζε με το βλέμμα της, μέχρι που χανόταν στο πλατύ άνοιγμα του δρόμου. Σίγουρα αυτή θα ήταν η μητέρα του, αν κρίνω από τα υγρά τρυφερά μάτια που τον ακολουθούσαν κι απ’ τη σιωπή της μητρικής αγωνίας, της τόσο φλύαρης, που τα λέει όλα χωρίς ν’ ακούγεται, που τα γνωρίζει όλα, χωρίς ποτέ ν’ αποκαλύπτει λέξη. 

Το παιδί, γύρω στις πέντε το απόγευμα επέστρεφε. Με μια χοντρή κλειδαριά κλείδωνε τη μηχανή και μπαίνοντας στο σπίτι του, έβγαινε αμέσως στη βεράντα κι εκεί καθόταν για λίγο ακίνητος. Έδειχνε σαν να προσπαθούσε να συνέλθει από τις δυσκολίες και την κούραση της ημέρας, κλείνοντας τα μάτια και κρεμώντας τα χέρια του στα χερούλια της πολυθρόνας, έτσι που νόμιζες ότι ακουμπούσαν στα μάρμαρα της βεράντας, σαν να ήθελαν ν’ αντλήσουν δύναμη απ’ τη σκληρή επιφάνεια.

Ύστερα, χανόταν στο εσωτερικό του σπιτιού για αρκετή ώρα, και όταν επέστρεφε ήταν φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος και ντυμένος με άλλα ρούχα, φροντισμένα όπως και το πρωί. Τώρα στεκόταν όρθιος με τα χέρια ακουμπισμένα στ’  άσπρα κάγκελα και κοίταζε κατ’ ευθείαν μπροστά του, στο κενό που άφηναν οι γύρω πολυκατοικίες. Σ’ αυτό το κενό, αυτήν την ώρα, γεννιόταν ό,τι πιο θαυμάσιο θα μπορούσε να σκεφτεί ο νους του ανθρώπου. Γεννιόταν ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα γεμάτο χρώματα και αρμονία. Πορτοκαλί, κόκκινο, χρυσαφί και γκρίζο σε ίσες ποσότητες, που συναγωνίζονταν ποιο θα κυριαρχήσει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, στο γαλάζιο του ουρανού.

Τα μάτια του νέου νομίζω πως αυτήν την ώρα άλλαζαν χρώμα. Από σκούρα μαύρα που ήταν, ξάνοιγαν λίγο, γίνονταν ένα γλυκό γκρίζο, φωτισμένο απ’ τις χρυσές ανταύγειες του ήλιου, που αθόρυβα χάνονταν στον απέραντο ουρανό.

Έτσι όπως τον καμάρωνα όρθιο, ακουμπισμένο στα κάγκελα, μου φαινόταν ότι ψήλωνε. Ψήλωνε πολύ, γινόταν στα μάτια μου ένας ευτυχισμένος γίγαντας. Εκείνη τη στιγμή σκεπτόμουν, άραγε ήταν στ’ αλήθεια; Ήταν η ευτυχία στο μπόι του ή ήταν ψηλότερη; Όμως, μήπως ήταν και χαμηλότερη; Όχι, αυτή τη σκέψη την έδιωχνα αμέσως.

Ο νέος για αρκετή ώρα σιωπηλός παρατηρούσε το ηλιοβασίλεμα. Σπάνια έβγαινε για λίγα λεπτά στη βεράντα η μητέρα του. Δεν του μιλούσε. Στεκόταν μόνο πίσω του. Κάποιες φορές νόμιζες πως καταλάβαινε την παρουσία της στη σκιά της σιωπής και γύριζε προς το μέρος της. Χαμογελούσε αχνά, και ξεκολλώντας το ένα χέρι του απ’ το κάγκελο, την αγκάλιαζε.

 Ίσως και να ζήλευα βλέποντας αυτή την εικόνα. Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα, σχεδόν χανόταν στην πλατιά αγκαλιά του παιδιού, και στο πρόσωπό της άνθιζαν όλα τα λευκά κρινάκια της Παναγίας.

Σκεπτόμουν την απόσταση που με χώριζε από το παιδί μου. Μου φαινόταν ότι όλα τα ερωτήματα που είχα θέσει στον εαυτό μου, από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, είχαν μείνει αναπάντητα. Μου φαινόταν ότι η γη δεν με χωρούσε… Σίγουρα έπρεπε ή εκείνη να μεγαλώσει ή εγώ να μικρύνω, να λιγοστέψω, για να μπορώ να χωρέσω σ’ αυτήν. Αμερική… σπουδές… ταξίδια . Και ο πόνος πού θα χωρέσει; Και πόσο θα κρατήσει αυτό; Και πόσο θα κρατήσω εγώ; Τα πράγματα ήταν απλά. Τα έβλεπα μπροστά μου μόλις τώρα. Το παιδί αγκάλιαζε τη μητέρα του. Και ήταν ευτυχισμένοι αυτή τη στιγμή και οι δυο. Αυτή ακριβώς η στιγμή ήταν η αιωνιότητα!

Τη νύχτα εξακολουθούσα με τα μάτια της ψυχής -αυτά που δεν βασιλεύουν ποτέ- να βλέπω τη στητή κορμοστασιά του νέου να κοιτάζει το κενό κατ’ ευθείαν μπροστά του, αμίλητος και σκεπτικός, και μου φαινόταν ότι κάτι παράξενο του συνέβαινε. Κάτι που τον ανάγκαζε ν’ ανακατεύει τη χαρά και τη θλίψη σ’ ένα τεράστιο ποτήρι, και να πίνει από αυτό λίγο-λίγο, χωρίς ποτέ να μπορεί να ξεδιψάσει. Είχα την εντύπωση ότι από την εικόνα αυτού του παιδιού που το καμάρωνα κάθε ημέρα, μου έλειπε κάτι το ουσιαστικό, και αυτό το ουσιαστικό που μου έλειπε, ήταν αόρατο στα μάτια μου. 

Έλειψα μόνο για λίγες ημέρες. Ιούλιος ήταν. Τη Δευτέρα το πρωί, η βεράντα του απέναντι και λίγο αριστερά διαμερίσματος ήταν κλειστή και άδεια. Ούτε το τραπέζι, ούτε η πολυθρόνα, ούτε κανείς. Μόνο το φως της βεράντας είχε ξεχαστεί ανοιχτό από τη νύχτα και τώρα καθώς ο ήλιος συναντούσε το αδύνατο χρώμα του, ήταν σαν να γελούσε ειρωνικά για την αρρωστημένη επιμονή του να τον ανταγωνίζεται. Η θέση στην οποία έβλεπα πάντα τη μηχανή, ήταν άδεια. «Διακοπές …σκέφτηκα», και εκείνη την ώρα συνηδειτοποίησα ότι γι’ αυτό το παιδί που το πρόσεχα σαν παιδί μου, δεν ήξερα τίποτα. Και σίγουρα ούτε μ’ ενδιέφερε, ούτε ήθελα να ξέρω. Εγώ χαιρόμουν με το χαμόγελό του. Μελαγχολούσα με τη λύπη του. Και σίγουρα η λύπη αλλά και η χαρά, είναι ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος στη ζωή μας. Είναι ο δάσκαλος που μας διδάσκει να μαθαίνουμε μέσα απ’ τις πράξεις μας και να κοιτάζουμε με λαχτάρα και ελπίδα κάθε πρωί έναν καινούργιο κόσμο, σαν να τον βλέπουμε για πρώτη φορά. 

Τη Δευτέρα το βράδυ η ησυχία της νύχτας έκανε και τους ελάχιστους θορύβους πιο δυνατούς. Ξεκινούσαν σαν το θρόισμα των δέντρων και έφταναν στ’ αυτιά μου σαν βροντές. Στη βεράντα του απέναντι διαμερίσματος, έχει φωλιάσει μια παράξενη σιωπή που με φοβίζει. Νομίζω ότι θα προτιμούσα να δω στη βεράντα όρθιο το νέο παιδί, έστω με μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο, παρά… τίποτα. Ίσως γιατί περίμενα, ότι τη νύχτα θα το έβλεπα να ξεκλειδώνει τη μηχανή και να χάνεται στη στροφή του δρόμου.

Οι ώρες περνούν. Νύχτα Δευτέρας, Ιούλιος μήνας.

Ζέστη και σιωπή, σιωπή και ανησυχία. Άδεια η βεράντα, άδεια και η θέση της μηχανής…

Σιωπή παντού και μόνο οι ψίθυροι από το διπλανό διαμέρισμα φτάνουν απρόσκλητοι στ’ αυτιά μου. Τη συζήτηση την ακούω καθαρά. Βλέπεις, υπερισχύει η συνομιλία στην παγερή ανάσα της νύχτας:

  Πότε; Δεν μπορώ να το πιστέψω…

  Ναι σου λέω. Το είπε και η τηλεόραση. Το πεντηκοστό θύμα από την αρχή του χρόνου. Το σκέπτομαι και με πιάνει τρέλα.Ωραίο παλικάρι, μορφωμένο, πλούσιο… Τι του έλειπε; Και το χειρότερο: Το βρήκε η μάνα του με τη σύριγγα ακόμα καρφωμένη στο χέρι… Έτρεξε, φώναξε, τι να το κάνεις; Ήδη ήταν νεκρό.

– Εγώ το ξέρω το παιδί; Το έχω δει;

– Σίγουρα. Ένα ψηλό αγόρι, μελαχρινό, πολύ όμορφο, με μακριά μαλλιά δεμένα πίσω ουρά. Πηγαινοερχόταν με μια ακριβή μηχανή… Το ξέρεις σίγουρα.

Δηλαδή το ήξερες…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ