Δευτέρα, 8 Ιουλίου, 2024

100 Χρόνια από την πρώτη έκδοση Στράτη Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω»

Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη Φιλόλογος

Άνοιξη ζοφερή του 2024, με τις ειδήσεις από την Ουκρανία και τη Γάζα να μας συγκλονίζουν, ένα ξεχωριστό βιβλίο της ευρωπαϊκής, αντιπολεμικής λογοτεχνίας, έκλεισε εκατό χρόνια από την πρώτη του έκδοση: «Η Ζωή εν Τάφω» των Στράτη Μυριβήλη – Αντώνη Κωστούλα. Ο ισχυρός απόηχος του δραματικού καιρού στη Σερβία, σε ένα από τα μέτωπα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου έδινε τον σκληρό αγώνα της Ελλάδας η Νησιωτική Μεραρχία. Ωστόσο, ο Μυριβήλης κατέβαλε το βαρύ τίμημα της συμμετοχής του και στους βαλκανικούς πολέμους και στη μικρασιατική εκστρατεία.

Το 1923 έχει επιστρέψει στη Λέσβο, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, και σύμφωνα με πληροφορίες του, σκαλίζοντας το στρατιωτικό μπαουλάκι του βρίσκει ένα ξεχασμένο δέμα, τακτοποιημένο σε στρατσόχαρτο. Διαβάζει τη σημείωσή του πάνω στο σκληρό περιτύλιγμα: Τα χειρόγραφα του λοχία Αντώνη Κωστούλα. Σε λίγο, απλωμένα πάνω σ’ ένα γραφείο, φέρνουν στη μνήμη του Μυριβήλη τη σεμνή μορφή εκείνου του φοιτητή, του συμπολίτη και συμπολεμιστή του στη Σερβία. Τα χειρόγραφα είναι πυκνογραμμένα τετράδια και χαρτιά, γράμματα για την αγαπημένη αρραβωνιαστικιά του στη Λέσβο, που δεν τα δίνει στο στρατιωτικό ταχυδρομείο, για ευνόητους λόγους.

Ο εθελοντής λοχίας ιστορεί την τυραννία της ψυχής του σε ένα πρόσωπο αγάπης και παρηγοριάς, κι ας μην μπορεί να τον ακούσει. Το σημαντικό είναι ότι υπάρχει. Τα γράμματα από το μέτωπο, ουδέποτε θα φτάσουν στον προορισμό τους. Η φωτιά σκοτώνει τον Κωστούλα μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα και τα χειρόγραφα, από το γέλιό του, που δεν έχει χαθεί, καταλήγουν στα χέρια του υπαξιωματικού Μυριβήλη.

Τώρα, από τις σελίδες ακούγεται η φωνή του άτυχου νέου. Καταγγέλλει τη φρίκη του πολέμου. Με τις λέξεις του μιλά η πολύπαθη ανθρωπότητα. Και ο ακροατής πρέπει να σώσει από τη φθορά αυτή τη φωνή της αλήθειας και του πόνου.

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, στην εφημερίδα «Καμπάνα» της Μυτιλήνης, που εκδίδει, δημοσιεύει 42 επιφυλλίδες με τις πολεμικές εντυπώσεις του Κωστούλα. Την 1η Απριλίου 1924, οι επιφυλλίδες κυκλοφορούν υπό μορφή βιβλίου (μικρού σχήματος) με τίτλο «Η Ζωή εν Τάφω» και τον υπότιτλο: «Χειρόγραφα που βρεθήκανε μες το γυλιό του λοχία Αντώνη Κωστούλα». Ο Μυριβήλης προσθέτει πέντε κεφάλαια στη δεύτερη έκδοση.(1) Η έβδομη και καταληκτική αναθεώρηση του έργου, έτους 1955,(2) οδηγεί και στην παρούσα προσπάθεια.

Από το παρελθόν, στο παρόν

Στο πρώτο γράμμα του ο Κωστούλας, αναπολεί τον ευτυχισμένο καιρό κοντά στην αγαπημένη. Τα πρωινά την βλέπει να πλησιάζει το παρθεναγωγείο της εργασίας της, το μεσημέρι την περιμένει να σχολάσει, στο δασάκι με τα πεύκα ολόχαρες οι μαθητριούλες γύρω της, τα Σαββατόβραδα οι δυο τους καληνυχτίζουν μια λεσβιακή ακρογιαλιά … Και τη Λαμπρή γελούσαν τα μάτια της δίνοντάς του ένα κλαδί πασχαλιάς.

Οι καλές, αγαπημένες ημέρες και ώρες τους. Καθεμιά με ατομικότητα, τόσο διαφορετικές από τον απαράλλαχτο και τρομερό χρόνο στο στρατόπεδο. Ο Κωστούλας της νοσταλγίας γράφει σελίδες ερωτικής ευτυχίας… Και ονειρεύεται: Κάποτε, στο σπίτι του γάμου τους, θα φυλλομετρούν μαζί αυτά τα γράμματα. Ο αναγνώστης βλέπει το όνειρο του ρομαντικού φοιτητή, ίσως μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Ο πόλεμος δολοφονεί ανθρώπους και όνειρα…

Η ανθρώπινη ψυχή δεν υπάρχει για το αδυσώπητο παρόν. Αυτό κατοικείται από κατασκευασμένες πολεμικές μηχανές, με ανθρώπινη όψη. Και τώρα, η απαραβίαστη «Ημερησία Διαταγή» έχει σχεδιάσει μια πορεία τριακοσίων χιλιομέτρων… Οι στρατιώτες βαδίζουν κατά τετράδες, ολόκληρες εβδομάδες φορτωμένοι τον οπλισμό τους, κάτω από ανελέητο ήλιο ή βροχές. Κάποτε αρχίζουν να ξεβιδώνονται τα μέλη τους από την κούραση. Ο ιδρώτας μουσκεύει και το μυαλό τους. Παύουν να σκέπτονται. Προχωρούν μηχανικά, δεν ξέρουν πού πηγαίνουν και δεν ενδιαφέρονται να το μάθουν. Ο Κωστούλας βλέπει τον εαυτό του «σαν έναν άλλον». «Ηθελα να τον κλάψω, να τον κλάψω». Μετά το «Αλτ» του διμοιρίτη για μια σύντομη ανάπαυση, ο λοχίας σωριάζεται μπρούμυτα στο χώμα. Από τα μάτια του τρέχουν δάκρυα με σκόνη και πικρό ιδρώτα.

Το τέλος της πορείας και η αρχή των άλλων δοκιμασιών γράφονται στα χαρακώματα, στα χαμηλά και στενά υπόγεια καταφύγια. Οι έγκλειστοι, χωρίς χώρο στα αμπριά να στέκονται όρθιοι, είναι πεσμένοι στο χώμα όλη την ημέρα, άπραγοι. Τις νύχτες σκάβουν το χώμα, για να γίνει βαθύτερο· και τους βράχους, προσπαθώντας να σχηματίσουν κάποιες φωλιές για το ταλαιπωρημένο τους σώμα. Καθώς περνούν απαράλλαχτες οι ημέρες και οι νύχτες, θα αρχίσουν να μη διακρίνουν ημερομηνίες και χρονολογίες. Τους τυραννούν η απλυσιά, οι ψείρες, αρρώστιες. Απέναντι, στο βουνό, καραδοκεί ο εχθρός. Από το παρατηρητήριό του, με κάθε ευκαιρία εξαπολύει οβίδες και σκοτώνει.

Κάποιο ξημέρωμα, οι Βούλγαροι για πρώτη φορά, βομβαρδίζουν χαρακώματα με εγκαιροφλεγείς και ασφυξιογόνες οβίδες. Τα δηλητηριώδη αέρια ορμούν σε ένα αμπρί με δέκα στρατιώτες, αλλά δεν μπορούν να διαφύγουν. Έξω πέφτει μολύβι και σίδερο. Και «όλοι τους, μια μάζα, κυλιούντανε με μανία, χλωμοί, τυφλοί και λασπωμένοι. Κυλιούντανε και μούγκριζαν σα να ξεψυχούσαν από προσβολή λύσσας, δάγκαναν με ουρλιαχτά τις μαντύες και τα σκεπάσματα». Έδιναν φριχτό αγώνα να μη τους πνίξουν τα αέρια, που ολοένα γεμίζουν το αμπρί.

Κάποια στιγμή σταματούν, αφού άφησαν έξι νεκρούς στο χαράκωμα «…στάλθηκαν ένα σωρό στα νοσοκομεία. Στραβοί, ξερνοβολώντας και βήχοντας, ώσπου τους πιάνανε σπασμοί… Τα σπλάχνα σάπιζαν παθιασμένα, τα μάτια πρίστηκαν… σα δυο πληγές…». Τα άναντρα πολεμικά μέσα δεν βιάζονται να ολοκληρώσουν το έργο τους.

Στα υπόγεια μνήματα, στη «Ζωή εν Τάφω» εξουσιάζουν ο βασανισμός και διαρκής, η τρομερή απειλή του θανάτου.

Το απόλυτο κακό αλλά και η διεκδίκηση της ομορφιάς

Ο πόλεμος είναι συλλογική τραγωδία, αλλά υπάρχουν και προσωπικά δράματα. Πολλοί υποφέρουν με τη σκέψη της πεινασμένης οικογένειάς τους, άλλοι από τη βάρβαρη συμπεριφορά ορισμένων αξιωματικών, δεν λείπουν εκείνοι, που παραμένουν στρατιώτες, παρά τα σοβαρά προβλήματα της υγείας τους. Ωστόσο, ανάμεσά τους τραγικότερος είναι ο Βασίλειος Αλιμπέρης, ο απλός, αλλά άριστος μαραγκός, που πρέπει να ζήσει τη μάνα και τις τέσσερις ανύπαντρες αδελφές του.

Τυπικά, η ιστορία του αρχίζει την ημέρα, που σε ένα μεγάλο αμπρί, ο λοχαγός ανακοίνωσε σε διακόσιους στρατιώτες, ότι στη μεγάλη επίθεση, που έχει οργανωθεί εναντίον του εχθρού, ακόμη και ένας δειλός μπορεί να προξενήσει πανικό και να παρασύρει μέχρι την αποτυχία και το θάνατο των συντρόφων του. Στη συνέχεια παρακαλεί, όποιος αισθάνεται δειλός να το πει αμέσως. Ωστόσο, μόνο ο Αλιμπέρης καταφέρνει να ομολογήσει: – Εγώ είμαι «δειλός». Σας παρακαλώ πολύ να μ’ αφήσετε πίσω… Δεν έχω το κουράγιο να σκοτώσω. Κάθε φορά που ακούγω οβίδα, θαρώ πως θα βγει η ψυχή μου…».

Ο λοχαγός διατάζει έξι άνδρες να δέσουν τον Αλιμπέρη σε ένα σιδερένιο πάσσαλο των συρματοπλεγμάτων και να μείνει δεμένος εκεί όλη τη νύχτα, για να συνηθίσει τις οβίδες…

Ούτε ο Θεός δεν θα είδε την τραγωδία εκείνης της ολοσκότεινης νύχτας στα συρματοπλέγματα. Την αυγή, βρίσκουν τον Αλιμπέρη δεμένο στον πάσσαλο «και είχε γερμένο το κεφάλι στο ζερβή ώμο»… Όταν τον έλυσαν, άρχισε να σφυρίζει σιγανά, έκοβε τα κουμπιά του και τραβούσε τις κλωστές. Τα ίδια έκανε και στο χαράκωμα. Στο δρόμο προς το νοσοκομείο, οι συνοδοί του δύσκολα «τον κατάφεραν να σκύψει και να τρέξει. Οι οβίδες που περνούσανε στριγγλίζοντας πανωθέ τους, ήτανε πράματα», που ούτε τον ενδιέφεραν ούτε τα φοβόταν.

Ο φτωχός Αλιμπέρης δεν είχε συνηθίσει τις οβίδες… Εκείνη τη μαύρη νύχτα, ο λοχαγός σκότωσε την τυραννισμένη ψυχή του… Γιατί ο πόλεμος πρώτα τσακίζει τις ψυχές και ύστερα τις παραδίδει στον οριστικό θάνατο.

Όμως, και μέσα στην κόλαση, η ομορφιά διεκδικεί πάντα την ύπαρξή της. Ο Κωστούλας την βλέπει ξαφνικά ένα βράδυ, στο φεγγαρόφωτο, κοντά στα συρματοπλέγματα. Έχει τη μορφή ενός λουλουδιού. «Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους… Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα… ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα». Από μέσα του αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Ο Θεός τού αποκαλύπτεται αυτή τη νύχτα. Τα τρυφερά πέταλα είναι χαρά της αφής. «Είναι σα να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα αγαπημένης γυναίκας». Είπα σιγά-σιγά. – Καληνύχτα … καληνύχτα και να ‘σαι βλογημένη». Γυρίζει στο αμπρί. Θέλει να κάμει μια μεγάλη φωταψία. Να κρεμάσει παντού σημαίες και στεφάνια. Είδε μια κόκκινη σημαιούλα. Ήταν μια υπόσχεση. Το μυστικό λουλούδι, την παπαρούνα, του την έστειλε η ζωή σαν μήνυμα.

Θα τον θυμηθεί ξανά η Ζωή. Ένας φαντάρος φέρνει γράμματα από το νησί. Απαντά ο Κωστούλας: «Είμαι βαριά χτυπημένος από τη λαχτάρα του γυρισμού». Μέσα στα γράμματα που ήλθαν, βλέπει την αγαπημένη και την πατρίδα του.

Ξεχειλίζει από την καρδιά του το τραγούδι της Λέσβου: Θαλασσινός μπάτης. Η ανάσα του πεύκου, της βάγιας και της αρίγανης. Καράβια αρμενίζουν. Οι βάρκες της Μυτιλήνης είναι αραγμένες. Τα βουνά της Ανατολής πυραμίδες από μενεξέδες. Τα μάτια της αγαπημένης βλέπουν τα λεσβιακά ηλιοβασιλέματα να φεύγουν σιγά-σιγά, υποβλητικά. Ο ουρανός βρέχει κυκλάμινα. Από τον ουρανό πιο θαυμαστή η θάλασσα… Ο Κωστούλας, τραγουδώντας την πατρίδα του είδε ξανά την ομορφιά της Ζωής…

Τέλος και αρχή

Το τέλος των χειρογράφων, έρχεται πριν από τις δυο και τέταρτο μιας νύχτας. Πριν από την ώρα που θα αρχίσει η μεγάλη επίθεση. Η μεραρχία πρέπει να καταλάβει ολόκληρο το φρουριακό, γερμανο-βουλγαρικό συγκρότημα, που είναι δεξιά της. Δεν θα πολεμήσουν τριάντα χιλιάδες Ελληνες εναντίον τριάντα χιλιάδων αντιπάλων τους. Θα παλέψουν «Εξήντα χιλιάδες μαλακά ανθρώπινα κορμιά με αμέτρητες ατσαλένιες μηχανές… Και η νίκη γι’ αυτές θάναι». Πλησιάζουν οι δυο και τέταρτο. Ο λοχίας κλείνει το γράμμα: «Ες αύριον, λοιπόν, και ως τότε γεια σου. Αγαπημένη, γεια σου».

Δεν ξημέρωσε ένα αύριο για το λοχία. Χάθηκε κάποια στιγμή της επίθεσης. Ύστερα από χρόνια, τα γράμματά του θα αρχίσουν την εκδοτική τους πορεία.

Ο Μυριβήλης (Συκαμιά της Λέσβου 1890 – Αθήνα 1969), εκτός των άλλων μας άφησε τα μυθιστορήματα «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Η Παναγιά η Γοργόνα». Ωστόσο η «Ζωή εν Τάφω»(3) δεν διαβάζεται ως μυθιστόρημα. Είναι αφήγημα – αφήγηση μιας πολεμικής πραγματικότητας, με δύναμη περιγραφής και τον πλούτο της λαϊκής μας γλώσσας. Τον ωμό ρεαλισμό κάποτε διακόπτει ο λυρισμός της ψυχής.

Στις σελίδες ηχεί συγκλονιστική η καταγγελία του πολέμου. Υποβλητικό το αίτημα της ζωής με ομορφιά. Το δυνατό, αντιπολεμικό έργο καταγράφει και το εφιαλτικό παρόν μας. «Ζωή εν Τάφω» έχει οριστεί σήμερα για εκατομμύρια ανθρώπους. Επίγεια κόλαση. Δελτία ειδήσεων: Ο αριθμός των χιλιάδων νεκρών κάθε μέρα ανεβαίνει… Και τη μεγαλύτερη τραγωδία συνιστά το γεγονός, ότι ο άνθρωπος γράφει την ιστορία των πολέμων επί χιλιετίες, χωρίς να διδάσκεται από αυτήν…

Ας ανταποκριθούμε στην ανάγκη των αφανών θυμάτων του ανείπωτου παραλογισμού: «Να μας αγαπάτε από μακριά…». Ναι. Αλλά η αγάπη μας είναι τραγικά ανίσχυρη…

Παραπομπές

(1) Αριστείδης Καλάργαρης, «Η Ζωή εν Τάφω», Εφημερίδα των Συντακτών, Νησίδες, 3-5 Μαΐου 2024.

(2) Μυριβήλη, «Η Ζωή εν Τάφω», με εικονογράφηση Σπύρου Βασιλείου. Η 44η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Δεκέμβριος 2020.

(3) Στράτης Μυριβήλης. «Η Ζωή εν Τάφω». Επιμέλεια, πρόλογος και επίμετρα Νίκης Λυκούργου. Περιλαμβάνει την Α’ και Β’ έκδοση του βιβλίου. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2024.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ