Γράφει η Πέγκη Φαράντου ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΖΩΓΡΑΦΟΣ
www.pegifarandos.gr
Η ζέστη ήταν έντονη. Παρότι ήταν ακόμη πρωί η θερμοκρασία ήταν υψηλή. Ένας λαμπρός ήλιος φώτιζε την πόλη και μαζί με το φως του θαρρείς και μετέφερε φλόγα φωτιάς. Ούτε ένα σύννεφο δεν εμπόδιζε τον ήλιο, ούτε ένα αεράκι δεν φύσαγε να φέρει λίγη δροσιά. Στους δρόμους, τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν με κλειστά τα τζάμια και τον κλιματισμό σε λειτουργία. Λίγοι ήταν οι άνθρωποι που περπατούσαν και αυτοί κινούνταν γρήγορα για να φτάσουν στον προορισμό τους. Στο κέντρο της πόλης μια ομάδα τουριστών, με μεγάλα σακίδια, καπέλα, γυαλιά ηλίου, κοντά ρούχα και νερά στα χέρια, είχε σταματήσει σε ένα σιντριβάνι και προσπαθούσε να δροσιστεί από το νερό που έτρεχε. Ακόμη και τα ζώα είχαν κρυφτεί από τον δυνατό ήλιο. Όλη η αστική πανίδα ήταν κρυμμένη για να προστατευτεί από τη ζέστη. Ολόκληρη η πόλη ήταν κρυμμένη για να προστατευτεί από τη ζέστη…
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, μια μικρή όαση. Στη διασταύρωση μιας κεντρικής λεωφόρου με έναν στενό δρόμο, ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, ένα μικρό πάρκο. Κάποτε, αυτό το μικρό πάρκο ήταν αιτία μεγάλων διενέξεων, μεταξύ κάποιων κατοίκων που ήθελαν να μείνει ως έχει και κάποιων που ήθελαν στη θέση του μια ακόμη τσιμεντένια κατασκευή. Οι διενέξεις κράτησαν πολύ και οδήγησαν και στις δικαστικές αίθουσες. Μετά από πολύ αγώνα και αντίσταση, οι κάτοικοι κατάφεραν να παραμείνει το μικρό πάρκο, δίπλα στη μεγάλη λεωφόρο. Ο χώρος αυτός ήταν εκεί πολύ πριν χτιστούν τα πολυώροφα κτίρια που τελικά το περικύκλωναν και πολύ πριν τη λεωφόρο. Μεγάλα δέντρα κοντά, το ένα με το άλλο, αγκάλιαζαν τα κλαδιά και τα φύλλα τους και δημιουργούσαν παχύ ίσκιο. Μια πραγματική όαση, όχι μόνο σε ημέρες που η ζέστη ήταν αφόρητη αλλά καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Μέσα στην καταπράσινη φυλλωσιά, πουλιά απολάμβαναν τη δροσιά και μικρά έντομα αναζητούσαν λίγο νερό στο χώμα. Κάτω από τα δέντρα, σε ξύλινα παγκάκια, κάθονταν από νωρίς κάποιοι κάτοικοι της πόλης που γνώριζαν το μέρος και είχαν γνωριστεί μεταξύ τους.
Ο Φάνης είχε φτάσει από νωρίς εκεί, μετά το μάθημά του στη Νομική, που βρισκόταν λίγα στενά πιο ψηλά, στην οδό Σόλωνος. Στα χέρια του κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο και διάβαζε τα νέα της ημέρα. Η Λουκία καθόταν λίγο πιο κει, είχαν βγει με τον μικρό Φίλιππο να αγοράσουν παγωτό. Κρατούσαν και οι δύο από ένα παγωτό χωνάκι στα χέρια τους και καθόντουσαν μέχρι να τελειώσει. Ο Γιάννης, ο πιο μεγάλος σε ηλικία, καθόταν μόνος και διάβαζε αφοσιωμένος ένα βιβλίο. Όρθια η Κική, παρά την προχωρημένη της ηλικία, είχε κατέβει από το σπίτι της, μαζί με ένα σιδερένιο καρότσι, γεμάτο τροφή για γάτες και μικρά μπολάκια. Γέμιζε τα μπολάκια με τροφή και νερό και συνέχιζε να προχωρά μέσα στον καυτό ήλιο. Λίγο πιο κει η Τίνα, σύζυγος του Μανώλη και ιδιοκτήτρια μίνι μάρκετ στη λεωφόρο. Σε άλλο παγκάκι ο Κώστας, χωρίς κινητό, εφημερίδα και καροτσάκι με τροφή για γάτες αλλά με μεγάλη διάθεση για κουβέντα.
«Είδατε τι έγινε προχθές στο κέντρο; Πορεία υπερηφάνειας λένε. Άντρες ντυμένοι γυναικεία αγκαλιά με άντρες, εραστές!!! Γυναίκες με αντρική συμπεριφορά, αγκαλιά με γυναίκες. Πόνεσε το κεφάλι μου με όλα αυτά. Όλοι μέσα στη χαρά, χόρευαν και γελούσαν κρατώντας πανό. Είδα και πολιτικούς στην πορεία. Χάλασε ο κόσμος», είπε ο Κώστας. Ο Γιάννης ανέβασε για λίγο τα γυαλιά του, κοίταξε τον Κώστα και είπε: «αυτοί είναι εραστές της εξουσίας, τι περιμένεις, την ψήφο θέλουν, δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο» και φόρεσε ξανά τα γυαλιά του, για να διαβάσει ένα κείμενο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Τότε πήρε τον λόγο η Τίνα, που μέχρι εκείνη την ώρα μιλούσε δυνατά με μια φίλη της στο τηλέφωνο, «μια χαρά είναι τα παιδιά, όλα πελάτες μου στο μαγαζί» και παρότι κανείς δεν απάντησε, η Τίνα συνέχισε να μιλάει: «Τα μάθατε για τον Παναγιώτη; Τον γιο της Κατερίνας και του Αντώνη που μένουν στο εκατόν πέντε;» «Τον γνωρίζω» είπε ο Φάνης, «μαζί είχαμε περάσει στη Νομική αλλά δεν συνέχισε…» «Και αυτός τέτοιος», είπε η Τίνα χαμογελώντας, «έκανε φυλομετάβαση, έγινε γυναίκα, άλλαξε και όνομα! Ο Άρης που έμενε στο ενενήντα τέσσερα;». Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή της η Τίνα, πήρε τον λόγο ο Γιάννης. «Αγαπητή Τίνα, θα ήθελα πριν συνεχίσεις να μου απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις». «Παρακαλώ», είπε η Τίνα. «Πρώτον», είπε ο Γιάννης, «αυτό που θέλεις να μας πεις, είσαι σίγουρη ότι είναι αλήθεια;». Η Τίνα, σκέφτηκε για μια στιγμή και απάντησε, «Το λένε πολλοί στη γειτονιά αλλά όχι δεν είμαι απολύτως σίγουρη ότι είναι αλήθεια». «Δεύτερον», είπε ο Γιάννης, «αυτό που θέλεις να μας πεις είναι κάτι καλό;». Η Τίνα δεν σκέφτηκε πολύ και είπε, «όχι, όχι, καλό δεν είναι σίγουρα, το αντίθετο μάλιστα!». «Τρίτον», είπε ο Γιάννης, «αυτό που θέλεις να μας πεις θα μας φανεί χρήσιμο σε κάτι;». Η Τίνα, σκέφτηκε και μετά από λίγο απάντησε, «όχι δεν είναι κάτι που θα φανεί χρήσιμο…». Όλη η παρέα, που καθόταν κάτω από τον ήσκιο στο μικρό πάρκο, δίπλα στην κεντρική λεωφόρο, άκουγε με προσοχή τη συζήτηση. «Αγαπητή Τίνα», συνέχισε ο Γιάννης, «εν κατακλείδι, θέλεις να μας πεις κάτι, που δεν γνωρίζεις αν είναι αλήθεια, δεν είναι κάτι καλό και δεν θα μας ωφελήσει. Επίτρεψέ μου, αυτό το κάτι, να μη θέλω να το ακούσω!».
Τότε η παρέα χειροκρότησε τον Γιάννη, μαζί και η Τίνα, που είπε, «να αυτά λέτε εσείς οι μορφωμένοι και εμείς δεν ξέρουμε τι να απαντήσουμε…». «Όχι εγώ», είπε ο Γιάννης, «Ο Σωκράτης, αν και κάποιοι το αμφισβητούν ότι το είπε εκείνος. Μέθοδος της τριπλής διύλισης». «Τριπλή διύλιση;», είπε η Τίνα, «ναι!» είπε ο Γιάννης, «πριν μιλήσουμε πρέπει να σκεφτόμαστε, να διυλίζουμε τη σκέψη μας και μετά να μιλάμε…».