Γράφει ο Κωνσταντίνος Γάτσιος Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης τού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Τέως Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2011-2015)
Για ποιον λόγο πρέπει να υπάρχει ένα πολιτικό κίνημα; Πάντως όχι για να μπορούν τα μέλη και οι οπαδοί του να νέμονται την εξουσία και να απολαμβάνουν τα οφέλη της.
Ένα πολιτικό κίνημα δικαιούται να υπάρχει όταν όσοι συμμετέχουν σε αυτό πιστεύουν πως με τις ιδέες τους και, κυρίως, με τις πράξεις τους βοηθούν την πατρίδα τους να προχωρήσει μπροστά στη λεωφόρο της ιστορίας. Αλλά και αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Στην ιστορία έχουν υπάρξει πολλά πολιτικά κινήματα που, παρά το γεγονός ότι κινητήρια δύναμή τους ήταν η ισχυρή πεποίθηση των μελών τους ότι με τις πράξεις τους ευεργετούσαν την πατρίδα τους, στην πραγματικότητα την κατέστρεφαν.
Συνεπώς, εκείνο το οποίο κρίνει τελικά το ιστορικό αποτέλεσμα που δημιουργεί ένα πολιτικό κίνημα είναι το κατά πόσο τα μέλη του και οι οπαδοί του έχουν τη δυνατότητα να δουν την πραγματικότητα καθαρά, όπως είναι στα αλήθεια, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς αγκυλωμένες στο παρελθόν ιδέες και χωρίς τον εγωισμό και την εμμονή της «ιστορικής δικαίωσης». Και ο μόνος τρόπος να καταφέρει κανείς να επιβληθεί στις προκαταλήψεις του, στον εγωισμό του, και στην «τύφλωση» του δογματισμού του είναι να αγαπάει περισσότερο από όλα αυτά την πατρίδα του, την κοινωνία του και τον λαό του.
Ο κόσμος άλλαξε. Όποιος δεν το καταλαβαίνει θα χαθεί.
Το ιστορικό χρέος της πολιτικής
Σήμερα γίνεται πλέον πολύ φανερό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, ότι είναι ελάχιστοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται την αλήθεια προς όφελος των λαών τους. Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές έδειξαν καθαρά την αδυναμία των περισσότερων παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών να σταθούν μπροστά σε ό,τι συμβαίνει, σε ό,τι δηλαδή αναστατώνει, απασχολεί και φοβίζει τους λαούς της Ευρώπης, όπως είναι ο πόλεμος, οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, η υποχώρηση του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, η περιβαλλοντική κρίση, το «μεταναστευτικό». Αυτόν τον καταστροφικό στρουθοκαμηλισμό της η Ευρώπη τον πληρώνει ήδη ακριβά, όχι μόνο σπαρασσόμενη εσωτερικά, αλλά και καθιστάμενη στη διεθνή σκηνή τόσο ουραγός των εξελίξεων όσο και άπραγο θυσίασμα στις συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν (και τούτο προς χαρά τόσο των «φίλων» της όσο και των εχθρών της).
Η Ελλάδα είναι μία παραδοσιακή κοινωνία όπου, κάτω από την επιφάνεια, οι θεμελιώδεις κοινωνικές δομές και λειτουργίες δυστυχώς μένουν, εν πολλοίς, απαράλλακτες επί δεκαετίες. Αυτό μορφοποιείται, μεταξύ άλλων, στη διαχρονική ύπαρξη τριών πολιτικών ρευμάτων, που η διαμόρφωσή τους μπορεί να εντοπισθεί στην εποχή του Εθνικού Διχασμού και της μικρασιατικής καταστροφής. Το πολιτικό κίνημα του αντιβενιζελισμού ήταν αυτό που, δυστυχώς, κυβέρνησε τη χώρα για το μεγαλύτερο διάστημα, φθάνοντας ως τις μέρες μας με τη μορφή της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που ήταν διαχρονικά ο αντιβενιζελισμός, είναι και σήμερα η Νέα Δημοκρατία: μία συμμαχία όλων εκείνων των δυνάμεων που έχουν ως σκοπό τους την απομύζηση πλεονάσματος από την παραγωγική κοινωνία μέσω του ελέγχου του πελατειακού κράτους. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις των κατά καιρούς αρχηγών της περί «φιλελευθερισμού», «κεντροδεξιάς», «ευρωπαϊκής πορείας» κλπ. Η γονιδιακή σύνθεση αυτής της πολιτικής παράταξης μοιραία παράγει τα αποτελέσματα που βλέπουμε και βιώνουμε σήμερα και που μπορούν να περιγραφούν από τις λέξεις «διαφθορά», «στασιμότητα» και «αλαζονεία». Τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή αποχή, απλά δείχνουν, πέραν των άλλων, πως η κοινωνία συνειδητοποιεί με ταχύ ρυθμό και με οδυνηρά αισθήματα την πραγματική ταυτότητα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας: σαν τον σκορπιό του Αισώπειου μύθου, δεν μπορεί να ξεπεράσει τη φύση της και έτσι οδηγεί την χώρα, μαζί με τον εαυτό της, προς τον γκρεμό.
Όμως, η Νέα Δημοκρατία είχε στη διάθεση της μία εξαιρετικά ευνοϊκή περίοδο τετραετίας στην οποία πραγματικά θα μπορούσε να είχε εφαρμόσει έστω και κάποια μέτρα εθνωφελούς πολιτικής. Αυτήν την τετραετή περίοδο χάριτος της την προσέφερε ως δώρο, ένα άλλο διαχρονικό πολιτικό ρεύμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Είναι εκείνο το οποίο αποτελείται από τις διάφορες μεταπλάσεις και μεταλλάξεις του σταλινικού ολοκληρωτισμού. Η τελευταία μετάλλαξη αυτού του φαινομένου ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατέλαβε, ευτυχώς, μόνο την κυβέρνηση και όχι και την εξουσία, από το 2015 έως το 2019. Υπήρξε τόσο φαιδρός, τόσο ανόητος και γι’ αυτό τόσο τραγικά επικίνδυνος, ώστε κάποια στιγμή οι Έλληνες, στην απελπισία τους, είδαν τη Νέα Δημοκρατία σαν έναν κολοφώνα σοβαρότητας, υπευθυνότητας και αποτελεσματικότητας που θα τους απάλλασσε από τον τρόμο και τη γελοιότητα. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα από τα τρία πιο σημαντικά αποτελέσματα που είχε η ανάληψη της κυβέρνησης της Ελλάδας το 2015 από την τελευταία μετάλλαξη του ελληνικού σταλινισμού. Τα άλλα δύο ήταν, πρώτον, ότι διέσυρε όχι μόνο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης αλλά και ενώπιον της ιστορίας, τον ελληνικό λαό και τη χώρα μας (όσο δε θα μπορούσε να την έχει διασύρει και ξεφτιλίσει κανείς άλλος, εχθρός ή φίλος) και, δεύτερον, ότι έδειξε με τον πιο πειστικό τρόπο πως δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτε θετικό από τις δυνάμεις του ελληνικού σταλινισμού σε οποιαδήποτε μορφής μετάλλαξη φαιδρότητας, ανευθυνότητας και δημαγωγίας. Έτσι, σήμερα τουλάχιστον, όλη η κοινωνία ξέρει και καταλαβαίνει πως αν η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί μία φορά να αντιμετωπίσει το πραγματικά προβλήματα που βρίσκονται μπροστά μας, η ελληνική παραδοσιακή και νεοπαραδοσιακή αριστερά δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει δέκα φορές. Μία ενδεχόμενη νέα έλευσή της στην εξουσία θα σήμαινε την εξασφαλισμένη πορεία προς την απόλυτη καταστροφή. Και αυτή η συνειδητοποίηση είναι, πράγματι, ένα κέρδος για την συλλογική μας αυτογνωσία και σοβαρότητα.
Έτσι, μόνο ως αστειότητα μπορεί να σκεφθεί κανείς το ενδεχόμενο πως ένα δημοκρατικό κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσε να συμμαχήσει σε ένα «προοδευτικό μέτωπο κυβερνητικής προοπτικής» με τον σταλινικό, τυχοδιωκτικό μηχανισμό που ασχημόνησε εις βάρος της αλήθειας και εις βάρος της χώρας για μία ολόκληρη δεκαετία, φέρνοντάς την, με την ανοησία του, μπροστά στο χείλος της καταστροφής. Η πρόκληση και η ευθύνη για το ΠΑΣΟΚ είναι πολύ σοβαρή και πολύ κρίσιμη για να αναλώνεται σε παρόμοιες φαιδρές συζητήσεις.
Είμαστε σήμερα, θα μπορούσε να πει κάποιος, ως χώρα εγκλωβισμένοι μεταξύ μίας κατάστασης που δεν μας αρέσει και μίας κατάστασης στην οποία δεν επιθυμούμε να επιστρέψουμε. Πώς βγαίνουμε από αυτό το θανάσιμο δίλημμα; Αυτό είναι κάτι που μόνο η αναβίωση του τρίτου πολιτικού διαχρονικού ρεύματος μπορεί να το επιτύχει. Το τρίτο αυτό πολιτικό ρεύμα, το οποίο όμως δεν είχε σταθερή, αλλά σποραδική, μόνο, παρουσία και έκφραση στην ελληνική κοινωνία, είναι ο βενιζελισμός, δηλαδή η σύνθεση ενός φιλολαϊκού εκσυγχρονισμού με τον πατριωτισμό (αλλιώς, τον δημοκρατικό εθνικισμό). Μία πολιτική απόπειρα, δηλαδή, για την πρόοδο της χώρας με παράλληλο σεβασμό της εθνικής της ταυτότητας και του ιστορικού της χαρακτήρα. Και αν κάποιος που διαβάζει αυτές τις γραμμές και γνωρίζει ότι ο συγγραφέας τους είναι μέλος του ΠΑΣΟΚ, περιμένει να διαβάσει εδώ ότι το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι ο φορέας του βενιζελικού προτάγματος στην εποχή μας, θα διαψευστεί. Γιατί το σημερινό ΠΑΣΟΚ φυσικά και δεν είναι ο εκπρόσωπος του βενιζελικού οράματος στις μέρες μας. Δεν είναι η πρωτοπορία στη μάχη για την αντιμετώπιση των καινοφανών προβλημάτων και απειλών που αντιμετωπίζει η χώρα. Αλλά πρέπει να γίνει, γιατί δεν υπάρχει άλλη ελπίδα για την Ελλάδα.
Η ιστορική πρόκληση και η πατριωτική ευθύνη του ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες ευρωεκλογές, παρά την οριακή αύξηση των ποσοστών του, δεν πέτυχε στους στόχους που είχε θέσει. Αν και, αντικειμενικά, αυτό συνιστά ήττα, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία καταστροφική ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Μπορεί, όμως, να καταστεί τέτοια εάν συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο.
Κατ’ αρχάς, η εκλογική αποτυχία του ΠΑΣΟΚ ήταν απευκταία μεν, αναμενόμενη δε. Αναμενόμενη διότι δεν είχε τίποτα καινούργιο και ουσιαστικό να πει στην ελληνική κοινωνία. Σε όλη την προηγούμενη περίοδο, ασχέτως του εκπεσμού και της ολικής αβελτηρίας από την πλευρά της κυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ άσκησε μία άνευρη, και εν πολλοίς άγονη και ανούσια πολιτική χωρίς να προσφέρει μία εναλλακτική πρόταση ουσίας στα πραγματικά και υφιστάμενα πολιτικά διλλήματα. Δεν είχε τίποτα να πει ούτε για το κατ’ εξοχήν αντικείμενο των εκλογών που ήταν η περαιτέρω πορεία της Ευρώπης. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα μιλάει με γλώσσα της δεκαετίας του 1980, εκφράζοντας ιδέες του αντιστοιχούν στην δεκαετία του 1970.
Εκτός, όμως, από αναμενόμενη, η εκλογική του αποτυχία υπήρξε και «σωστή», υπό την έννοια ότι προσφέρει το έναυσμα για τη συζήτηση που θα πρέπει να ξεκινήσει για την αναζήτηση μίας νέας ταυτότητας η οποία, ας ελπίσουμε, θα το μετατρέψει από έναν εσωστρεφή και καθυστερημένο μηχανισμό, του οποίου πολλά στελέχη ζούσαν μέχρι πρόσφατα με τις μάλλον φρούδες ελπίδες της επαναφοράς τους στην εξουσία, σε ένα ηγεμονικό πολιτικό κίνημα με ένα ρωμαλέο και ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα, που θα θέτει εθνικούς στόχους και που θα ενεργεί με στρατηγικό βάθος. Ένα πολιτικό κίνημα, κοντολογίς, που μπορεί να αλλάξει την πορεία της Ελλάδας προς το καλύτερο.
Και αυτή η αλλαγή πορείας μπορεί να μην είναι μία εν είδει θαύματος μεταστροφή «στον δρόμο για την Δαμασκό». Είναι, όμως, κάτι που πρέπει να συμβεί και, μάλιστα, όχι με «μικροδιευθετήσεις κορυφής» που δεν οδηγούν πουθενά, αλλά σε διάλογο με την κοινωνία στη βάση των προβλημάτων που αυτή η ίδια βιώνει. Και αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως ένα ισχυρό πολιτικό κίνημα δεν μπορεί να εκκινήσει εκ του μηδενός, από παρθενογένεση. Θα πρέπει να εκκινήσει από το πιο συναφές προς την τελεολογία τής πορείας του σημείο, εκείνο δηλαδή που προσδιορίζει, κατά το μάλλον ή ήττον, τους λόγους της διαχρονικής του ύπαρξης. Και αυτό, φυσικά, είναι το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε την πολιτική δύναμη που εμπέδωσε τη δημοκρατία και την ισοπολιτεία στη μεταπολιτευτική (και μεταπολεμική) Ελλάδα. Ο δεύτερος λόγος είναι πως εκεί όπου βρίσκεται η πραγματική ιστορική ισχύς του ΠΑΣΟΚ δεν είναι ο κομματικός μηχανισμός του (ποτέ δεν ήταν, άλλωστε) αλλά οι οπαδοί του, η κοινωνική του βάση (που είναι πολύ μεγαλύτερη των σημερινών ψηφοφόρων του). Οι οπαδοί του αποτελούν ένα από τα πλέον ευαίσθητα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο όσον αφορά στις αλλαγές και στους μετασχηματισμούς της, αλλά και όσον αφορά στη συμμετοχή τους ως πολιτών στην υλοποίησή των μετασχηματισμών αυτών. Οι οπαδοί, λοιπόν, είναι που μπορούν να δώσουν και θα δώσουν τον παλμό και την ορμή για την αφύπνιση και μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Γιατί οι οπαδοί και η κοινωνική βάση είναι εκείνοι που βιώνουν και αγωνιούν για τα σημερινά προβλήματα της κοινωνίας: για την σοβαρή διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και τον κίνδυνο αλλοίωσης της δημογραφικής και εθνικής ταυτότητας από το «μεταναστευτικό», για τη στασιμότητα και την παραγωγική απογύμνωση της οικονομίας, για την παντελή έλλειψη ενός λειτουργικού κράτους δικαίου που είναι η ουσία της Δημοκρατίας, και για τη διαφαινόμενη αδυναμία συνειδητοποίησης και αντιρρόπησης των απειλών που συσσωρεύονται για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας.
Τα θέματα που βρίσκονται σήμερα στην «επικαιρότητα ΠΑΣΟΚ» και συζητούνται, δηλαδή για παράδειγμα ποιος θα γίνει πρόεδρος, έχουν μόνο σχετική σημασία. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικό το ποιος ηγείται. Είναι. Πλην όμως, πρώτα και κύρια, η επιλογή του επικεφαλής ενός πολιτικού οργανισμού εκφράζει σε κάθε περίοδο την πνευματική και ιδεολογική κατάσταση των μελών και των στελεχών του. Όσο πιο αδύναμη και επιφανειακή είναι αυτή η κατάσταση, τόσο η εκλογή αρχηγού μετατρέπεται σε μία μάχη «εικόνας», σε ένα είδος πολιτικής «πασαρέλας» χωρίς ουσιαστικό πολιτικό διακύβευμα, τόσο ευκολότερα επηρεάζεται η έκβασή της από εξωθεσμικούς παράγοντες που έχουν τη δυνατότητα να φιλοτεχνήσουν αυτήν την «εικόνα» κατά το δοκούν, και τόσο περισσότερο οξύνονται οι τυφλές, αδιέξοδες, απολιτικές και, τελικά, διαλυτικές αντιπαλότητες μεταξύ των μελών και στελεχών αυτού του πολιτικού οργανισμού. Αυτός είναι ένας δρόμος που οδηγεί στην παρακμή και όχι σε μία νέα ανάταση, μία νέα ανθοφορία. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να τον αποφύγει με κάθε τρόπο. Τούτο είναι ευθύνη όλων, κυρίως όμως εκείνων που φιλοδοξούν να ηγηθούν.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το νέο ΠΑΣΟΚ, δεν θα πρέπει να είναι ένα αρχηγικό κίνημα, ένα κίνημα του αρχηγού και των περί αυτόν, διότι αν είναι αρχηγικό τότε δεν θα είναι το κίνημα που χρειάζεται η Ελλάδα για να βρει τον δρόμο της. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι ένα κίνημα αρχών και ορθολογισμού στην υπηρεσία του λαού και του έθνους. Συνεπώς, εκείνο που προέχει είναι ένα αφυπνιστεί ο πολιτικός/κομματικός οργανισμός του ΠΑΣΟΚ, ενστερνιζόμενος τις ανησυχίες και τα ερωτηματικά της ελληνικής κοινωνίας και των οπαδών του, που είναι τελείως διαφορετικά από τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα των περισσότερων εκ των σημερινών στελεχών του, και να προχωρήσει στον διάλογο με την πραγματικότητα. Ο κόσμος, πλέον, είναι αλλιώς και το ΠΑΣΟΚ επίσης πρέπει να είναι αλλιώς. Οφείλει να είναι ένα σύγχρονο, ηγεμονικό πολιτικό κίνημα του 21ου αιώνα, να καταστεί η συνείδηση του έθνους σε μία χώρα που πρέπει να αποβάλει τα ελαττώματα του 19ου αιώνα τα οποία φέρει στον κορμό της, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις απειλές που ορθώνονται σήμερα μπροστά της και να ατενίσει ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.