Γράφει ο Αριστοτέλης Ράπτης Ομότιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ
Μια ευχάριστη έκπληξη
Τη στιγμή που η χώρα μας δέχεται κριτικές στις δημόσιες συζητήσεις, αλλά και μέσα από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, για τις αδυναμίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για τα θλιβερά αποτελέσματα των μαθητών στις εξετάσεις της PIZA, αποτελεί ευχάριστη έκπληξη η δημοσίευση από το Πανεπιστήμιο του Stanford της λίστας των επιστημόνων που ανήκουν στην κορυφή του 2% της παγκόσμιας κατάταξης μέχρι το 2023, όπου οι Έλληνες επιστήμονες επιδεικνύουν αξιοσημείωτη παρουσία.
Πρόκειται για 926 επιστήμονες, ανάμεσα στους 210.000 από όλες τις χώρες του κόσμου, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε διάφορα ιδρύματα της χώρας και το ερευνητικό τους έργο τυγχάνει αναγνώρισης με κριτήριο τον αντίκτυπό του στη βιβλιογραφία και την επιρροή του στην εξέλιξη της επιστήμης τόσο γενικά, όσο και ανά τομέα. Από αυτούς, οι 663 είναι μέλη ΔΕΠ ελληνικών πανεπιστημίων.
Η σημασία του επιτεύγματος
Το επίτευγμα αυτό είναι σημαντικό, αν ληφθούν υπόψη τα διαχρονικά εμπόδια και οι προκλήσεις που δοκιμάζει το ελληνικό πανεπιστήμιο και οι παθογένειές του, μεταξύ των οποίων: η υποχρηματοδότηση, ο συντηρητισμός σε πολλά επίπεδα και η υστέρηση σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις, η δυσκαμψία των δομών του και η απομόνωσή του από τον κόσμο της οικονομίας και της εργασίας, η έλλειψη ενδο-πανεπιστημιακών και εξω-πανεπιστημιακών συνεργασιών, η ελλιπής ερευνητική κουλτούρα, φαινόμενα κομματικοποίησης και βιαιοτήτων εκ μέρους μικρών ομάδων φοιτητών, ανοχή στην εξαθλίωση του χώρου και στις καταστροφές με την επίκληση της κατοχύρωσης του πανεπιστημιακού ασύλου κ.ά. (Περισσότερες λεπτομέρειες ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο Α. Ράπτης, «ΚΡΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ – Κριτική Προσέγγιση», 2024, εκδ. Open Line).
Εκείνο που κάνει τη διάκριση των Ελλήνων επιστημόνων ακόμη πιο σημαντική, είναι και το γεγονός ότι είχαν να αναμετρηθούν με ένα πολύ ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον ισχυρών και ανεπτυγμένων κρατών, όπου τα οικονομικά, ακαδημαϊκά και ερευνητικά πλαίσια είναι πολύ πιο ευνοϊκά. Οι επιστήμονες αυτοί εκπροσωπούν τη χώρα μας στον παγκόσμιο χάρτη της επιστημονικής έρευνας, ξεπερνώντας αναλογικά τα ποσοστά ορισμένων πλούσιων χωρών, τα πανεπιστήμια των οποίων έχουν μακρά παράδοση και αποσπούν εξέχουσα θέση στην παγκόσμια κατάταξη.
Κατανομή των ερευνητών ανά πανεπιστήμιο
Τα διαγράμματα που ακολουθούν παρήχθησαν από στοιχεία της δημοσιευμένης βάσης δεδομένων του Πανεπιστημίου του Stanford και αντικατοπτρίζουν τα παραπάνω.
Το πρώτο διάγραμμα αναφέρεται όχι μόνο στον αριθμό των ερευνητών κάθε ανώτατου ιδρύματος που κατατάσσονται στο κορυφαίο 2% παγκοσμίως, αλλά και στη διάμεσο της βαθμολογίας του συνόλου των επιστημόνων ανά ίδρυμα («Διάμεσος» είναι ένας στατιστικός όρος που διαφέρει από τον μέσο όρο και αναπαριστά την αντιπροσωπευτική βαθμολογία των μελών μιας ομάδας ως προς ορισμένα καθορισμένα κριτήρια). (Πίνακας πάνω)
Στην κορυφή της λίστας, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) ξεχωρίζει με 154 ερευνητές, που ανήκουν στο κορυφαίο 2% παγκοσμίως, εμφανίζοντας διάμεσο τιμή βαθμολογίας 105,076 και διατηρώντας έτσι έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ερευνητικό χάρτη της χώρας. Ακολουθούν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με 122 ερευνητές (στους οποίους συγκαταλέγονται 2 επιστήμονες με την υψηλότερη βαθμολογία αυτής της κατηγορίας) με διάμεσο τιμή βαθμολογίας 112,269 και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) με 84 ερευνητές και διάμεσο τιμή 120,827, καταγράφοντας έτσι τη συνεισφορά τους στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και την επιβεβαίωση της εξαιρετικής τους παρουσίας στην προώθηση της ερευνητικής γνώσης. Με την ίδια λογική φαίνεται στο σχεδιάγραμμα η συμβολή και των άλλων πανεπιστημίων.
Το να έρχονται στο φως της δημοσιότητας αυτές οι επιτυχίες μέσα από διεθνείς φορείς αξιολόγησης είναι σημαντικό για την ενίσχυση του κινήτρου των ίδιων των επιστημόνων, αλλά και για τις μελλοντικές γενιές. Στη χώρα μας εξάλλου δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κρίσεων για την επιλογή ή προαγωγή μελών ΔΕΠ στην επόμενη βαθμίδα, στις οποίες παρεισφρέουν κομματικά, ή ακόμα και προσωπικά και ταξικά κριτήρια αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να υποτιμάται το επιστημονικά καταξιωμένο έργο στη διεθνή βιβλιογραφία ενός υποψηφίου και ο κρινόμενος να αδυνατεί να αντιμετωπίσει τυχόν μεροληπτικές κρίσεις. Μια τέτοια απογοητευτική εμπειρία έχω βιώσει προσωπικά παλαιότερα, όταν κατά τη διαδικασία της κρίσης μου για επόμενη καθηγητική βαθμίδα στο ίδρυμα που υπηρετούσα υπήρξαν κριτές, που έβγαζαν αυθαίρετα άχρηστο το ίδιο ερευνητικό έργο, που σήμερα η λίστα του Stanford τοποθετεί στο κορυφαίο ποσοστό του 2% της παγκόσμιας κατάταξης όλων των επιστημών και το AD Rankings for Scientists 2024 στο ποσοστό 3% στην επιστήμη των υπολογιστών παγκοσμίως, γεγονός που με ώθησε να αλλάξω ίδρυμα και γνωστικό αντικείμενο.
Επιτεύγματα που επισκιάζονται από την αίγλη άλλου είδους «διασημοτήτων» στον δημόσιο βίο
Παρατηρώντας την εν λόγω λίστα του 2022-23, εντύπωση μού προξένησε η επίτευξη της Θεώνης Αλεξούδη (στη φωτογραφία), μιας νεαρής μεταδιδακτορικής ερευνήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει καταγράψει έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό (990,351 σκορ C), τη στιγμή που η διάμεσος (median) των βαθμολογιών παγκοσμίως έχει την τιμή 116,548 για το σκορ C.
Έχοντας επιτύχει ένα τόσο σημαντικό σκορ σε τόσο νεαρή ηλικία, που την τοποθετεί στην κορυφή της ελληνικής λίστας, αλλά και της παγκόσμιας, η Θεώνη είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα νέας επιστήμονος με ξεχωριστή συνεισφορά στον επιστημονικό κόσμο (αφού έρχεται πρώτη στην Ελλάδα ως προς το σκορ C και κατατάσσεται στην 804η θέση ανάμεσα σε 210.000 κορυφαίους επιστήμονες παγκοσμίως). Το γεγονός όμως ότι η ερευνήτρια αυτή δεν έχει κάποια θέση ΔΕΠ σε ελληνικό πανεπιστήμιο ενδέχεται να αποτελεί μια ακόμη ένδειξη των προκλήσεων που μπορεί να αντιμετωπίζουν στην πατρίδα μας αξιόλογοι νέοι επιστήμονες στον ακαδημαϊκό χώρο, γι’ αυτό και μεταναστεύουν. Και είναι απορίας άξιο πώς δεν βρέθηκε ούτε ένα περιφερειακό πρώην ΤΕΙ να επωφεληθεί από τη δράση και τη δυναμική που διαθέτει αυτή η νεαρή επιστήμονας παρόλο που έχει υποβάλει υποψηφιότητα. Όπως αναφέρει ο επιστημονικός υπεύθυνος του project των κορυφαίων επιστημόνων παγκοσμίως 2% του πανεπιστημίου του Stanford κ. Ιωαννίδης «μια αξιοθαύμαστη μειοψηφία των Ελλήνων επιστημόνων παραμένει στην Ελλάδα και βρίσκεται σε κατάσταση διωγμού. Είναι ο συνεχής, απηνής, αμείλιχτος, ανελέητος διωγμός που κατατρέχει ανέκαθεν όποιον πιστεύει στην αριστεία και στην ουσιαστική προσφορά. Αυτές οι πραγματικές δυνάμεις της χώρας, χαρισματικοί νέοι φεύγουν από τη χώρα τους γιατί δεν αντέχουν την αλαζονεία της τοπικής μετριοκρατίας».
Η Θεώνη είναι μια από τις πολλές μαρτυρίες που επαληθεύουν τα λόγια του κ. Ιωαννίδη.
Η θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Το δεύτερο διάγραμμα δείχνει τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας και της γείτονας χώρας, της Τουρκίας), ως προς τον αριθμό των διακεκριμένων επιστημόνων του κορυφαίου 2% παγκοσμίως ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού της κάθε χώρας. (Πίνακας κάτω)
Παρατηρούμε ότι η Ελλάδα κατέχει τη 12η θέση και μάλιστα προηγείται της Γαλλίας και της Ισπανίας, παρόλο που τα πανεπιστήμιά τους υπερέχουν κατά πολύ και ως προς την ακαδημαϊκή παράδοση και ως προς την παγκόσμια κατάταξη. Το Λουξεμβούργο είναι ιδιαίτερη περίπτωση, αφού το πρώτο πανεπιστήμιό του ιδρύθηκε πριν από μόλις 20 χρόνια.
Αυτή η επιτυχία μάλλον αποτελεί ένδειξη του «πατριωτισμού» ορισμένων ικανών, ανήσυχων και εμπνευσμένων μελών του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων μας, που έχουν διακριθεί διαχρονικά για το ερευνητικό τους έργο, σε πείσμα των δυσκολιών και των δυσμενών συνθηκών στην περιρρέουσα ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα και παράδοση του ελληνικού πανεπιστημίου.
Αποφυγή ενίσχυσης μύθων
Με τις πιο πάνω επισημάνσεις, βέβαια, δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι όλα τα τμήματα των πανεπιστημίων είναι εξίσου παραγωγικά στον τομέα της επιρροής στην επιστήμη τους, ούτε και ότι οι δραστηριοποιούμενοι στην Ελλάδα κορυφαίοι επιστήμονες είναι αποκλειστικά προϊόν του εκπαιδευτικού μας συστήματος, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές τους σπουδές έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και σε συνθήκες αρκετά διαφορετικές.