Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Πενήντα χρόνια πέρασαν, από την ημέρα που εισέβαλαν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για την ημέρα εκείνη, που η δική μου αναφορά στα αίτια, την αφορμή και τις συνέπειες αυτής της εισβολής περιττεύουν. Γι’ αυτό θα αναφερθώ σε άλλα…
Η 20ή Ιουλίου 1974, ημέρα της εισβολής των Τούρκων και της κήρυξης γενικής επιστράτευσης, με βρήκε στο γραφείο που εργαζόμουν από το τέλος του 1972 και αφού είχα ολοκληρώσει τη στρατιωτική μου θητεία. Ήμουν νέος, φρέσκος και ετοιμοπόλεμος σύμφωνα με το νόμο, τον οποίο μου υπενθύμισαν εκείνο το πρωινό, τα δελτία ειδήσεων.
Μόλις άκουσα «γενική επιστράτευση» έκλεισα τα συρτάρια του γραφείου μου. Κάλεσα αμέσως την αναπληρώτριά μου, της ανακοίνωσα ότι ξαναπάω φαντάρος και ότι από εκείνη τη στιγμή αναλαμβάνει την ευθύνη του λογιστηρίου που με άγχωνε ιδιαιτέρως. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Βγήκε όμως από το γραφείο μου και ανακοίνωσε στο υπόλοιπο προσωπικό την αναχώρησή μου και την αναγόρευσή της σε «προϊσταμένη λογιστηρίου».
Στη διαδρομή μου μέχρι την πόρτα εξόδου, όλες οι κοπέλες του ασφαλιστικού ταμείου, επηρεασμένες από τον πανικό που σκόρπιζαν τα ραδιοφωνάκια τους (και τρανζίστορ, επονομαζόμενα), ήρθαν να με φιλήσουν σταυρωτά και να μου ευχηθούν καλή τύχη. Όλες εκτός από μια.
Εκείνη η μια, έπεσε βουρκωμένη στην αγκαλιά μου και με φίλησε με πάθος στο στόμα. Ειλικρινά, αιφνιδιάστηκα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, σκέφτηκα. Αλλά όταν τελείωσε εκείνο το φιλί, μάς λύθηκαν οι γλώσσες και πρώτα εκείνη είπε: «Θα μου λείψεις. Να προσέχεις». Κι εγώ της απάντησα: «Μην ανησυχείς. Θα σε σκέπτομαι στο μέτωπο».
Μεγάλο ψέμα. Διότι, δεν θα πήγαινα στο μέτωπο, αλλά σε μια μονάδα υγειονομικού κάπου στα μετόπισθεν. Πώς ήμουν τόσο σίγουρος; Διότι, είχα κάνει τη στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος αξιωματικός «φροντιστής Υγειονομικού». Είχα δε, την τύχη να τοποθετηθώ στο Τμήμα Επιστρατεύσεως Κορίνθου, στο οποίο επί δύο χρόνια (η θητεία τότε ήταν 27 μήνες) είχα μάθει τόσα για την επιστράτευση, που αν μου επιτρεπόταν να τα εκδώσω, το βιβλίο θα ήταν μεγέθους «Πόλεμος και ειρήνη» του Ντοστογιέφσκι (για τους παλαιούς) ή «Dune» του Φρανκ Χέρμπερτ (για τους νεότερους).
Αναφέρομαι σ’ αυτά τα δυο έργα για να αντιληφθείτε το μέγεθος των γνώσεων και των εμπειριών που άντλησα από μια Υπηρεσία με μυστικά σχέδια, στην οποία πιστεύω ότι θα έπρεπε να τοποθετούνται μόνιμοι αξιωματικοί. Ήταν αυτές γνώσεις και η οργανωτική εμπειρία που είχα αποκτήσει στο τμήμα επιστρατεύσεως, που με ώθησαν να πω με βεβαιότητα στην κοπέλα που με φίλησε, ότι θα επιστρέψω και να μην ανησυχεί.
Το ίδιο είπα και στην κυρα-Γεωργία τη μάνα μου όταν έφτασα σπίτι, όπου τη βρήκα με δάκρυα στα μάτια, να μου έχει ετοιμάσει κολατσιό για τις πρώτες ώρες μου στο μέτωπο. Ο κυρ-Αντώνης ούτε που κουνήθηκε. Είχε ζήσει το ΟΧΙ, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο. Η γενική επιστράτευση της χούντας δεν του έλεγε τίποτα. Μόνο ειρωνικά μου πέταξε την ατάκα: «Δεν ανησυχώ. Στρατιωτική κυβέρνηση έχουμε… υποτίθεται ότι κάτι ξέρει».
Φόρεσα την «αφρικάνα», την καλοκαιρινή μπεζ στολή, με το σακάκι και τη ζώνη στη μέση, το φαιοπράσινο μαντήλι στο λαιμό και τα αστέρια του ανθυπολοχαγού στις επωμίδες. Μου ήρθε κουτί. Δεν είχα πάρει ούτε ένα κιλό αφότου απολύθηκα. Τα δίχρωμα (μοβ+πράσινο) επιρράμματα με το μεταλλικό φιδάκι στα πέτα της στολής ήταν άθικτα. Πήρα και το φύλλο πορείας, από ένα συρτάρι της βιβλιοθήκης και ήμουν έτοιμος. Αποχαιρέτησα τους γονείς μου κι έφυγα.
Δεν χρειάστηκε να περάσω από το αστυνομικό τμήμα, να μου εξηγήσουν πού πρέπει να παρουσιαστώ. Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου, «αποκωδικοποίησα» το φύλλο πορείας μου. Οι γνώσεις που σας έλεγα. Παρουσιαζόμουνα κάπου στην Αττική σε ένα «υπό ανάπτυξη» Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο 1.000 κλινών, που σήμαινε ότι οι αποθήκες με τα υλικά του, βρίσκονταν μεν στην Αττική, αλλά το νοσοκομείο θα αναπτυσσόταν κάπου αλλού. Έφερα την εικόνα στο μυαλό μου, από την εποχή της θητείας μου, που είχα χρεωθεί τα υλικά ενός παρόμοιου Γ.Σ.Ν. και τότε, τρόμαξα.
Για να καταλάβετε τι τρόμο εννοώ, σκεφτείτε τι μπορεί να χρειαστεί ένας τραυματίας πολέμου στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου (με τα μαξιλάρια του, τα σεντόνια κ.λπ.), περιστοιχισμένος μάλιστα από τους κατάλληλους γιατρούς, χειρουργούς, τραυματιοφορείς και νοσοκόμους (με τις στολές τους, γάντια κ.λπ.). Συν τα ιατρικά εργαλεία, τα φάρμακα κ.λπ. καθώς και την οργανωμένη κουζίνα, διότι κάτι πρέπει να τρώνε όλοι αυτοί. Μα το Θεό, δεν υπερβάλλω.
Τότε, συνειδητοποίησα ότι η «γενική επιστράτευση» που είχε κηρύξει η στρατιωτική κυβέρνηση εκείνη την ημέρα, ήταν -επιεικώς- ατυχής.
Υπάρχουν δύο είδη επιστράτευσης: η μερική και η γενική. «Μερική» έχουμε όταν καλούνται «σε μια περιοχή» της χώρας, έφεδροι όλων των ειδικοτήτων (π.χ. στον νομό Έβρου). Ή όταν καλούνται συγκεκριμένοι έφεδροι (π.χ. πεζικού ή τεθωρακισμένων, ή πυροβολικού κ.λπ.) σε όλη τη χώρα. «Γενική» είναι αυτή στην οποία καλούνται ΟΛΟΙ και ΠΑΝΤΟΥ (βλ. 20/7/1974).
Δεν χρειάζεται να είστε στρατηγοί για να καταλάβετε, ότι το να καλούνται έφεδροι που θα στελεχώσουν στρατιωτικά νοσοκομεία (1.000 ή λιγότερων κλινών) σπαρμένα σε όλη την Ελλάδα από την πρώτη ημέρα επιστράτευσης είναι -κάπως- υπερβολικό. Δεν θυμάμαι πόσα υπήρχαν κατά τη θητεία μου, αλλά θυμάμαι ότι σε κάθε παραλιακό τουριστικό θέρετρο θα δημιουργούνταν από μια υγειονομική μονάδα εν καιρώ πολέμου. Πρέπει να υπάρχει πρόσβαση και δια θαλάσσης.
Οι στρατιωτικοί που μας διοικούσαν, θα πρέπει να υπολόγιζαν σε μεγάλη σφαγή του στρατού μας, για να χρειάζονταν όλα τα στρατιωτικά νοσοκομεία στη χώρα. Ίσως, ήταν απαραίτητες μικρότερες νοσοκομειακές μονάδες στα νησιά. Δια παν ενδεχόμενον. Αλλά, επιστράτευση όλων των ιδιωτών γιατρών προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, μαζί με άλλους που θα εκτελούσαν χρέη τραυματιοφορέων, νοσοκόμων, μαγείρων και οπλιτών; Συν την επίταξη των τουριστικών καταλυμάτων που ήταν και γεμάτα λόγω τουριστικής περιόδου; Αδιανόητο.
Αυτές τις σκέψεις έκανα μέχρι να φτάσω, απόγευμα πια, έχοντας αλλάξει τρεις συγκοινωνίες, στη μονάδα επιστράτευσης που αναγραφόταν στο φύλλο πορείας μου.
Η μονάδα ήταν ένα στρατόπεδο νεοσυλλέκτων. Κεντρική πύλη με αψίδα και το όνομα του στρατοπέδου. Φυλάκιο δεξιά στην πύλη, του οποίου ο νεοσύλλεκτος με χαιρέτησε στρατιωτικά (φορούσα τη στολή βλέπεις) και με άφησε να περάσω χωρίς έλεγχο. Ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν ήμουν κατάσκοπος ή σαμποτέρ.
Εννοείται ότι εκείνους που φορούσαν πολιτικά, τους σταματούσε, έβλεπε τα φύλλα πορείας τους και τους εξηγούσε πού να κατευθυνθούν μέσα στο στρατόπεδο. Τους ακολούθησα με τον αέρα μόνιμου αξιωματικού. Η στολή μου, δεν έγραφε πουθενά ότι ήμουν «επιστρατευμένος». Όλοι έβλεπαν έναν εν ενεργεία ανθυπολοχαγό. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσα να είχα κατηγορηθεί για αντιποίηση Αρχής. Αλλά επικρατούσε τόση σύγχυση…
Αυτή προέκυπτε από το γεγονός ότι μέσα σε εκείνο το στρατόπεδο, δεν υπήρχε μόνο μια μονάδα επιστράτευσης, αλλά περισσότερες. Υπήρχαν πινακίδες στη διαδρομή προς αυτές, αλλά οι άλλοι επιστρατευμένοι δεν ήξεραν να «διαβάζουν» (όπως εγώ) τα φύλλα πορείας τους και πήγαιναν ρωτώντας.
Δεξιά και αριστερά μου στο βάθος, έβλεπα αποθήκες υλικών βαμμένες με χρώματα παραλλαγής. Στις εισόδους τους, κάποιοι αξιωματικοί φροντιστές (πεζικού, υγειονομικού και άλλοι) με αποθηκάριους στρατιώτες είχαν αρχίσει να υποδέχονται τα πρώτα επιταγμένα πολιτικά φορτηγά, που μαζί με τα στρατιωτικά θα μετέφεραν το περιεχόμενο των αποθηκών, εκεί που ήξεραν. Υπήρχε σχέδιο και για τα πολιτικά φορτηγά. Απίστευτο, ε; Σχέδιο υπήρχε. Στα χαρτιά και στους χάρτες, αλλά….
Προχωρώντας μέσα στο στρατόπεδο (ήταν τεράστιο), έφτασα μαζί με μερικούς άλλους σε ένα κτήριο, με πινακίδα «Τμήμα Επιστρατεύσεως Υγειονομικού». Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά θα σταθώ στον ταγματάρχη και δυο δόκιμους αξιωματικούς φροντιστές υγειονομικού, που κάθονταν στην είσοδο έχοντας μπροστά τους πάνω σε ένα τραπέζι, μεγάλα βιβλία – ευρετήρια (γνωστά σε μένα), με βάση τα οποία έκαναν έλεγχο στα φύλλα πορείας των πολιτών που κατέφθαναν συνεχώς.
Εκεί έζησα σκηνές απείρου κάλλους και άκουσα διαλόγους απίστευτους, διότι αυτοί που κατέφθαναν για να υπηρετήσουν πάλι την πατρίδα, δεν ήταν μόνο από την Αττική. Έρχονταν και από μακριά, έχοντας χρησιμοποιήσει ακόμα και τρένο, ή και αεροπλάνο. Οι περισσότεροι δε, ήταν γιατροί όλων των ειδικοτήτων, που είχαν κλείσει τα ιατρεία τους χωρίς να ξέρουν και για πόσες μέρες… Δύσκολες καταστάσεις…
Όσοι άκουγαν τον ταγματάρχη ή τους δόκιμους να τους καθοδηγούν «Εσύ θα πας στο κτήριο Α» και «Εσύ στο κτήριο Β», έφευγαν ικανοποιημένοι ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
Κάποιοι γιατροί που άκουγαν «Εσύ φεύγεις για το αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου» αγανακτούσαν. «Μα γιατί; Αφού το φύλλο πορείας μου γράφει να έρθω εδώ! Και έρχομαι από την Πάτρα!» «Κρίμα θα ταλαιπωρηθείς λίγο, αλλά πρέπει να πας στο αστυνομικό τμήμα σου, να παραλάβεις το καινούργιο φύλλο πορείας». Αυτό, ακουγόταν σαν «κακή οργάνωση» του στρατού και πολλοί πριν φύγουν έβριζαν αγανακτισμένοι.
Με αυτά και με άλλα που με πλήγωναν, προχώρησα μπροστά και προσφέρθηκα να βοηθήσω την κατάσταση. Ο ταγματάρχης ξαφνιάστηκε όταν του αποκάλυψα ότι είμαι επιστρατευμένος, αλλά δέχτηκε με ανακούφιση τη βοήθειά μου, όταν τον πληροφόρησα ότι είχα κάνει τη θητεία μου στο Τμήμα Επιστρατεύσεως Κορίνθου (ΤΕΚ).
Ο διοικητής μου στο ΤΕΚ ήταν ένας διάσημος αντισυνταγματάρχης, που είχε πολεμήσει στο Ρίμινι. Ένας εξαίρετος άνθρωπος, τυπικός αξιωματικός, ευφυής, οξυδερκής και οργανωτικός. Μαζί του, με τις οδηγίες των εγκυκλίων του Γ.Ε.Σ. όλοι οι αξιωματικοί του ΤΕΚ, καταρτίζαμε σχέδια για περίπτωση πολέμου και επιστράτευση στο νομό Κορίνθου. Σχέδια, τα οποία κάθε χρόνο -για λόγους ασφάλειας- αλλάζαμε, μαζί με τα φύλλα πορείας που στέλναμε στους επιστρατευόμενους όταν και όπου χρειάζονταν, με βάση την ειδικότητά τους και όχι βάσει της κατοικίας τους.
Την 20ή Ιουλίου 1974 θυμήθηκα πολλές φορές τον διοικητή μου, επειδή κάθε χρόνο όταν στα μέσα Ιουνίου, ερχόταν η εγκύκλιος για την «Αλλαγή του Σχεδίου Επιστρατεύσεως» με ημερομηνία περατώσεως την 30ή Ιουλίου, επικρατούσε τέτοιος χαμός στα γραφεία μας που τον ρωτούσαμε (κάθε φορά): «Εάν κύριε αντισυνταγματάρχα γίνει ένας πόλεμος μέσα στον Ιούλιο, ποιο σχέδιο επιστρατεύσεως θα ισχύσει; Το καινούργιο που ετοιμάζουμε ή το παλιό;» Μας απαντούσε ειρωνικά: «Το ισχύον βεβαίως, αλλά να προσεύχεστε να μη συμβεί τίποτα μέσα στον Ιούλιο. Διότι δεν είναι μόνον τα σχέδια επί χάρτου και η αλληλογραφία, είναι και ο παράγων άνθρωπος».
Πόσο δίκιο είχε και πόσο άτυχος ήταν, που δεν πρόλαβε τη μηχανοργάνωση και το ψηφιακό κράτος… Ξέρετε, εκείνα τα χρόνια, όλα γράφονταν στο χαρτί, με μολύβι – φάμπερ, ώστε να σβήνονται με γομολάστιχα τα παλιά και να γράφονται -πάλι με μολύβι- τα καινούργια. Και δεν μπορώ να αναφέρω πόσα άλλα σχέδια καταρτίζονταν για τη φορτοεκφόρτωση των υλικών (όσων προανέφερα και πολλών άλλων), την πορεία των φορτηγών, τις νέες τοποθεσίες, τις θέσεις των εφέδρων. Σήμερα, με το ψηφιακό κράτος και τη σύγχρονη τεχνολογία, όλα αυτά γίνονται πιο εύκολα, πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ασφάλεια. Και εννοείται, όχι πάντα τον Ιούλιο. Έτσι πιστεύω…