Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Γιάννης Τσαρούχης: 35 χρόνια μετά

Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος 

 Η καλλιτεχνική πορεία του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου, ο οποίος έχοντας συνδέσει το όνομά του με το Μαρούσι, έφυγε από τη ζωή στις 20 Ιουλίου 1989.

«Ήταν άνθρωπος ασκητικός, απλός και σοφός. Δίδασκε ακόμη και με τη σιωπή χωρίς να έχει τίποτα το δασκαλίστικο. Κι αυτό γιατί είχε εκείνο το καταλυτικό χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό και την κατεδαφιστική ειρωνεία. Ήταν ένας σύγχρονος Διογένης, που αντί για φανάρι κρατούσε χρωστήρα και έψαχνε μέσα στα χρώματα τον αυθεντικό άνθρωπο, την οικεία χειρονομία και την εσωτερική ομορφιά».

Με αυτά τα λίγα -αλλά τόσο μεστά- λόγια περιγράφει τον Γιάννη Τσαρούχη, ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, προλογίζοντας, μεταξύ άλλων, το επίτομο έργο «Ο Γιάννης Τσαρούχης του Κώστα Κλεφτόγιαννη», με έργα, σχέδια, σκηνικά και κοστούμια που είχε σχεδιάσει (Έκδοση Δήμου Αμαρουσίου, 2002). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία.

Φέτος έκλεισαν 35 ακριβώς χρόνια από το θάνατό του (20 Ιουλίου 1989) που ήρθε αναπάντεχα, στη διάρκεια των παραστάσεων του έργου «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, το οποίο παιζόταν τότε στο κινηματοθέατρο «Διάνα» του Αμαρουσίου από τη θεατρική ομάδα «Αθμόνιο Θέατρο» των Κώστα Κλεφτόγιαννη και Αταλάντης Κλαπάκη. Η «Στέλλα» Βιολάντη» έμελλε να είναι το τελευταίο έργο που ο ίδιος είχε τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία και τα κοστούμια.

Το 1980 ο μεγάλος και γενναιόδωρος Μαρουσιώτης καλλιτέχνης, είχε δωρίσει στον ελληνικό λαό το σπίτι του, που βρίσκεται στο Μαρούσι, με τα καλύτερα έργα του, ιδρύοντας το πρώτο Μουσείο Αμαρουσίου με την επωνυμία: «Μουσείο Αμαρουσίου – Γιάννη Τσαρούχη».

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, όντας ο δεύτερος υιός του εμπόρου εξ Αρκαδίας Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη, με καταγωγή από τα Ψαρά. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη, δεν υφίσταται πια. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), το πέρασε στην έπαυλη της οικογένειας Μεταξά, κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια.

Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο Άσυλο Τέχνης. Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου κατά τα έτη 1929-1935, με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα, κατά το διάστημα 1931-1934, μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Αγγελική Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.

Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού, καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ανρί Ματίς και ο Αλμπέρτο Τζακομέττι.

Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα, με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα τα οποία εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης.

Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι [10], όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, αλλά και η Ροζίτα Σώκου.

Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη Ρέτφρη Γκάλερυ, ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με την γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1977, διακόπτοντας την παραμονή του στο Παρίσι, ήρθε στην Ελλάδα για να ανεβάσει τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση, με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία.

Τέλος, το 1982 εγκαινίασε το Μουσείο στο Μαρούσι, στο σπίτι του, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο, παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα Εθνικό (πρώην Βασιλικό), Κοτοπούλη, Δημοτικό Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέττα που ανέβηκε το 1954 στον τότε Βασιλικό Κήπο.

Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες.

Οι πίνακές του, περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία, όπως το εικονιζόμενο «Κουρείο στο Μαρούσι» (Υδατογραφία του 1947, με την υπογραφή του πάνω αριστερά) (φωτό πάνω αριστερά).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ