Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

ΠΑΝΑΓΙΑ: Η Μάνα όλου του κόσμου!

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

Μία ιστορία

Ήταν ένα παιδί που ποτέ δεν είχε γνωρίσει γονείς. Σπίτι του ήταν το Ορφανοτροφείο, και αδέλφια του τα άλλα παιδιά που ζούσαν μαζί του. Κάθε φορά που βρισκόταν σε δύσκολη θέση και τα προβλήματα δεν είχαν λύσεις και οι στεναχώριες δεν είχαν τέλος, απευθυνόταν στη «Μητέρα» του, και μητέρα του ήταν η Παναγία μας. Εκείνη, άκουγε τα παράπονά του και τον παρηγορούσε και Εκείνη μόνο εμπιστευόταν. 

Στο Ορφανοτροφείο έμαθε λίγα γράμματα, αλλά από μικρό παιδί έδειξε το ταλέντο του. Έκανε ακροβατικά, μιμήσεις, μπορούσε να κλαίει επάνω στη σκηνή για το τίποτα, να γελά αμέσως, να κάνει τούμπες στον αέρα, να παίζει αστεία θεατρικά και άλλα πολλά παρόμοια, που έκαναν τον κόσμο να γελά αλλά και να θλίβεται με την ίδια ευκολία. Ο Θεός, του είχε στείλει αυτά τα χαρίσματα και επάνω σ’ αυτά εργάστηκε όλη τη ζωή του. Έγινε ένας πολύ καλός ακροβάτης, και αυτό το επάγγελμα το έκανε σαράντα ολόκληρα χρόνια με επιτυχία. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε ότι οι δυνάμεις του λιγόστευαν, οι αντοχές του τον πρόδιναν, τα μάτια του θόλωναν και δάκρυζαν, αλλά αυτό δεν το καταλάβαινε κανείς, όπως είδαμε και στην αρχή.

Όταν συμπλήρωσε τα εξήντα του χρόνια τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ, και από το τσίρκο που εργαζόταν τον ενημέρωσαν «ότι ήρθε η ώρα να βγει σε σύνταξη και να ξεκουραστεί…». Τότε ήταν που κυριολεκτικά μπερδεύτηκε. Μέρα και νύχτα ρωτούσε τον εαυτό του: «Και τώρα τι θα κάνω; Από το τσίρκο, πρέπει να φύγω. Πού θα πάω; Σπίτι δεν έχω. Ούτε οικογένεια. Τη δουλειά που έκανα, τώρα δεν μπορώ να την κάνω, γιατί οι αντοχές μου τελείωσαν. Πού θα μένω, με ποιόν θα μιλώ;» Μετά από βαθιά περισυλλογή, σαν ανέλπιστο φως μια παρήγορη σκέψη έλαμψε στο μυαλό του. Και το αποφάσισε: «Αυτό θα κάνω: Θα πάω στο Άγιον Όρος…Εκεί θα με δεχτούν, γιατί η Παναγία δεν με έδιωξε ποτέ όταν στα δύσκολα της ζωής μου Την παρακαλούσα να με βοηθήσει και να με στηρίξει». 

Έτσι και έγινε. Ο ακροβάτης του τσίρκου πήρε τη σύνταξή του, πήρε την παλιά βαλίτσα του με τα ελάχιστα υπάρχοντά του, πήρε και «των ομματιών του», και έφυγε για το Άγιον Όρος βέβαιος ότι εκεί θα τον περιμένει η Παρθένος Μαρία. Και έφτασε εκεί με γαλήνια συνείδηση, ότι για όλα είχε πράξει το καλύτερο. 

Ο Ηγούμενος της Μονής τον καλοδέχτηκε, του μίλησε εγκάρδια και προστατευτικά, και εκείνος ευχαρίστησε την Παναγία μέσα από την καρδιά του, γιατί όλα ήρθαν καλά. Ο Ηγούμενος απορημένος τον ρώτησε: «Τι δουλειά μπορείς να κάνεις εδώ, μαζί με τους άλλους αδελφούς σου; Ξέρεις να μαγειρεύεις; Ή να φροντίζεις τα κηπευτικά; Ή να βοηθάς στην αγορά των τροφίμων; Ή, ή, ή…» Τον ρώτησε χίλια δυο πράγματα κι εκείνος απαντούσε σε όλα το ίδιο, μονολεκτικά: «όχι», «όχι», «όχι».

Πέρασε στο Άγιον Όρος ένας μήνας απορίας και πολλών ερωτήσεων, που έμειναν αναπάντητες. Ο παλιός ακροβάτης με πίστη και υπομονή εκτελούσε το πρόγραμμα της Μονής στην οποία τον τοποθέτησε ο Ηγούμενος. Ήταν πρόθυμος, ευσεβής, προσηλωμένος σε όποια δουλειά του ανέθεταν, και ιδιαίτερα ευτυχισμένος γιατί βρισκόταν ημέρα και νύχτα δίπλα στην αγαπημένη του Μάνα, την Παναγιά,

 Όμως, κάθε βράδυ που το πρόγραμμα της Μονής προέβλεπε κάποιες ώρες ηρεμίας και προσευχής, απομακρυνόταν σ’ ένα μικρό παρεκκλήσι, κι εκεί μέσα έμενε για αρκετές ώρες. Για το τι γινόταν εκεί, και τι έκανε μακριά απ’ όλους, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Και ο καιρός περνούσε με παράξενη σιωπή και πολλές απορίες. Μέχρι που:

 Ένα απόγευμα του Χειμώνα, ο πιστός, πλέον μοναχός και παλιός ακροβάτης, απομακρύνθηκε από την Μονή με κατεύθυνση προς το παρεκκλήσι, όπως έκανε σχεδόν κάθε βράδυ. Φτάνοντας στην πόρτα κοίταξε γύρω του με προσοχή, την έσπρωξε, μπήκε μέσα, και την έκλεισε πίσω του αθόρυβα. Τι έκανε όμως εκεί, και χρειάστηκε να μείνει τόση ώρα;

Προχώρησε με τα χέρια ανοιχτά σε μια μεγάλη αγκαλιά και στάθηκε μπροστά στην εικόνα της γλυκιάς Παναγιάς που θαρρείς πως τον περίμενε από ώρα. Γονάτισε μπροστά Της, έσκυψε το κεφάλι, και προσευχήθηκε για αρκετή ώρα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπο να το ξεπλένει ο ιδρώτας της ολοζώντανης πίστης, του φόβου, και της δύναμης που τον κατέβαλε. Τώρα τα λόγια μπερδεύονταν στα παγωμένα του χείλη, καθώς μιλούσαν αργά και διστακτικά, αλλά γεμάτα ανακούφιση: 

«Παναγία μου, Αγαπημένη μου Μάνα, σ’ ευχαριστώ για όλα τα τόσο σπουδαία πράγματα που μου χάρισες στη ζωή μου. Μου έδωσες Τέχνη να μπορώ να εργάζομαι και να ζω καλά, μου έδωσες συνεργάτες – αδελφούς που δεν είχα, οικογένεια που δεν γνώριζα, υγεία, προστασία, σ’ ευχαριστώ για όλα, σ’ ευχαριστώ, αλλά περισσότερο απ’ όλα, γιατί στάθηκες πάντα δίπλα μου. Εσύ Πολύμνητη Παναγία, ήσουν για μένα η Μάνα που δεν είχα ποτέ. Εσύ, με απλόχερη αγάπη, με παρηγόρησες, και με προφύλαξες από κάθε κίνδυνο…». Σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα, και συνέχισε κουρασμένος: «Όμως, Μάνα Παναγιά, εγώ, εγώ, ο φτωχός δούλος σου, για όλα όσα έκανες για μένα, δεν έχω να σου δώσω τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα άλλο να κάνω, και γι’ αυτό σου προσφέρω ταπεινά, μόνο αυτό που έμαθα να κάνω στη ζωή μου πολύ καλά, Παναγία μου!»

Αυτά είπε. Μετά σηκώθηκε από το δάπεδο, και προχώρησε αδύναμα στη μέση της Εκκλησίας χοροπηδώντας σαν γερασμένο πρόβατο. Ακροβατούσε όσο μπορούσε στις μύτες των παπουτσιών του -ο άλλοτε διάσημος ακροβάτης-, έκανε αστείες γκριμάτσες, γελούσε και έκλαιγε σιωπηλά.

Τέλος, πλησίασε την Αγία Εικόνα της Παρθένου, γονάτισε κάτω και χάιδεψε απαλά το γλυκύτατο Πρόσωπό της. 

Και τότε η Παναγία, σαν από θαύμα, απλώνοντας από την Εικόνα το χρυσόδετο χέρι Της, σκούπισε τρυφερά τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, ενώ ένα φωτεινό χαμόγελο λαμπύριζε στο Άγιο Πρόσωπό Της!

Σημείωση: Για την παραπάνω ιστορία, αντλήσαμε στοιχεία από τα Κείμενα των Παραδόσεων του Αγίου Όρους.

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης που εορτάζεται στις 15 Αυγούστου, είναι η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΌΚΟΥ. Είναι Θεομητορική Γιορτή τόσο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσο και των λοιπών Χριστιανικών Ομολογιών. Στην Κοίμηση της Θεοτόκου, γιορτάζουμε τον Θάνατο της Θεοτόκου, την Ταφή, την Ανάσταση, και την Μετάστασή Της, στους ουρανούς.

Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον  Φιλάνθρωπον  Θεόν,

Μη  μου  ελέγξει  τας  πράξεις  ενώπιον  των  Αγγέλων.

Παρακαλώ  σε  Παρθένε,   βοήθησον  μοι  εν  τάχει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ