Γράφει ο Δημήτρης Σουλιώτης
Ο θάνατος αγαπημένων δικών μας ανθρώπων -και έχασα δύο αυτό το καλοκαίρι- είναι σίγουρα ένας οδυνηρός χωρισμός, γιατί χάνονται κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, κάποιοι σηματοδότες στην πορεία της ζωής μας. Όμως όσο κρατάει η καρδιά και το μυαλό, η ύπαρξή τους συνεχίζεται όχι μόνο ως ανάμνηση και νοσταλγία, αλλά ως αμετάβλητο προσδιοριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας. Αυτοί χάθηκαν, όχι όμως για πάντα, γιατί μένεις εσύ και τους περιέχεις… Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους στοχαστές εκείνους, που καθόρισαν την πνευματική μας σκευή και έμμεσα τον χαρακτήρα μας, όπως ο Χρήστος Γιανναράς.
Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη σκέψη του Χρ. Γιανναρά το 1987 μέσω του βιβλίου του «Καταφύγιο ιδεών». Μάλιστα μετά την ανάγνωση του βιβλίου, που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, του είχα αποστείλει και μια σχετική επιστολή, στην οποία μου είχε απαντήσει. Έχω κρατήσει εκείνη τη χειρόγραφη επιστολή του με τη χαρακτηριστική καλλιτεχνική γραφή… Η πνευματική επαφή συνεχίστηκε με κάποια βιβλία του και διαλέξεις και σε εβδομαδιαία βάση με τις επιφυλλίδες του στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Ο Χρ. Γιανναράς σε μια ομιλία του, σχετικά με τη φύση του έργου του, ανέφερε τα ακόλουθα: «Ολόκληρη η δουλειά μου και η ζωή μου είναι ένας διάλογος με τον δυτικό εαυτό μου, μια αναζήτηση, στις ελληνικές εκκλησιαστικές μου ρίζες, σοβαρών (εμπειρικά κοινωνούμενων) απαντήσεων στα αδιέξοδα της νεωτερικής Δύσης, που είναι η σάρκα της καθημερινότητας του βίου μου». Κατά τον Γιανναρά λοιπόν η νεωτερική Δύση και το μοντέλο – παράδειγμά της, που και εμείς ως χώρα ακολουθούμε, οδηγεί σε αδιέξοδα και μόνο ο ελληνικός «τρόπος» δείχνει μια οδό διαφυγής. Πώς ορίζεται όμως από τον Έλληνα στοχαστή το δυτικό παράδειγμα και πώς ο ελληνικός «τρόπος»;
Ο Γιανναράς υποστηρίζει ότι οι βασικοί πνευματικοί πατέρες της Δύσης και του μοντέλου της είναι ο Αυγουστίνος και ο Θωμάς Ακινάτης, οι οποίοι εισήγαγαν τις βασικές έννοιες (μανιχαϊσμός, νομικισμός, ατομοκεντρικός ορθολογισμός, νοησιαρχία) και τις εξ αυτών πηγάζουσες αξίες, χάρις στις οποίες «μεγαλούργησε» το Δυτικό πρότυπο. Πιο αναλυτικά, αυτοί προσέδωσαν στον χριστιανισμό έναν έντονο νομικό (θρησκευτικός νομικισμός) και σχηματικό χαρακτήρα, υποστηρίζοντας τον απόλυτο προορισμό και την ατομική σωτηρία. Ο νομικισμός ως απολυτοποίηση του κύρους των νόμων και των διατάξεών τους περί τιμωρίας των ενόχων, είχε ως συνέπεια τη θεσμοποίηση της αμαρτίας και τη δημιουργία εξ αντανακλάσεως στο άλλο άκρο της φιλοδοξίας – φιλοπρωτίας. Αλλά και ο ολοκληρωτισμός, με πρώτο δείγμα του το αλάθητο του Πάπα και αργότερα τον έλεγχο των σκέψεων (Ιερά Εξέταση), που προϋποθέτει τον καθορισμό μιας αυθεντίας για τον ορισμό του λάθους – σωστού και εφαρμογή – επιβολή του τελευταίου, προέρχεται από την ίδια μήτρα (μανιχαϊσμός – νομικισμός). Κατόπιν ο Καρτέσιος προσπάθησε να αντικειμενοποιήσει την αλήθεια (cogito vs εμπειρίας – σχέσης) και έτσι ο θεός της Δύσης έγινε αντικείμενο της διάνοιας. Ο Χάιντεγγερ όμως υποστηρίζει ότι σ’ ένα θεό που δημιούργησες με τη λογική σου δεν μπορείς να προσευχηθείς, γιατί τον κατέχεις… Αυτές οι δυτικές αξίες οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός τύπου ανθρώπου που δίνει προτεραιότητα στο πρέπον και όχι στο υπάρχειν, στη χρήση (χρήσιμο) και όχι στη σχέση, στο άτομο και όχι στο πρόσωπο, στην κατοχύρωση του Εγώ μέσα από συμφωνημένους όρους (σύμβαση – ατομικό δικαίωμα) και όχι στη χαρά του ανοίγματος προς τον άλλο. Και είναι τελικά αυτές οι αξίες που οδήγησαν στη γέννηση και παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος με την εξειδικευμένη σύγχρονη μορφή του, τον καπιταλισμό – καζίνο και τεχνοφεουδαρχίας. Ενός συστήματος «υπαρκτού καπιταλισμού», που μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποβάλλοντας τα προσωπεία με τα ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού, αρνήθηκε κάθε έλεγχο και περιορισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, με συνέπεια να επικρατήσουν παγκόσμια οι στυγνοί νόμοι της «ελευθερίας των αγορών» και της άτεγκτης ανταγωνιστικότητας, δηλαδή οι νόμοι της φυσικής επιλογής, της επιβίωσης του ισχυρότερου. Με άλλα λόγια, ο Χρ. Γιανναράς υποστηρίζει ότι από τις δυτικές έννοιες – αξίες (μανιχαϊσμός, νομικισμός, νοησιαρχία, σχολαστικισμός, χρησιμοθηρία, ατομοκεντρικός ορθολογισμός) γεννήθηκε και διαμορφώθηκε το απάνθρωπο σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού με τον ανεξέλεγκτο τζόγο, την πλανητική εξουσία άτεγκτων κερδοσκόπων, την υποκατάσταση της πολιτικής από παντοδύναμα ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια», που αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει και ποια θα βυθιστεί στο λιμό και την απόγνωση. Ταυτόχρονα όμως ο Γιανναράς υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός και ο πάλαι ποτέ κραταιός μαρξιστικός «υπαρκτός σοσιαλισμός» έχουν κοινή καταγωγή, προέρχονται από την ίδια μήτρα: τον Ιστορικό Υλισμό. Επομένως τι απομένει; Μόνο ο ελληνικός «τρόπος», η ελληνικότητα, όχι ως υπεροχή, αλλά ως ιδιαιτερότητα.
Ο ελληνικός «τρόπος» του Χρήστου Γιανναρά ξεκινά από πολύ παλιά, από το 1240 π.Χ. όταν εμφανίστηκε η ελληνική γραφή και διαδοχικά περνά από το 1000 π.Χ. όταν είκοσι δύο ελληνικά νομαδικά φύλα από τη σημερινή Κροατία μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο είχαν κοινή γλώσσα, από τον 9ο – 8ο αιώνα π.Χ. (Όμηρος – ομηρικά έπη), όταν αναπτύσσεται και συνείδηση συλλογικότητας. Ο ελληνικός «τρόπος» βυθίζεται στη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων και των μεγάλων Πλάτωνα και Αριστοτέλη και τέλος εμβαπτίζεται στην πνευματική κολυμβήθρα των Πατέρων της ορθόδοξης Ανατολής. Πρόκειται για μια εμπειρική οντολογία, όχι ως συλλογιστική της ψυχής στο πρότυπο της ιδέας, αλλά ως ανάμνηση εμπειρίας (Πλάτων), ως «το ορθώς διανοείσθαι, δια το ορθώς κοινωνείν» (Αριστοτέλης). Ο ελληνικός «τρόπος» του Χρ. Γιανναρά στηρίζεται κατά τη γνώμη μου σε τρεις αλληλοεξαρτώμενους άξονες: σχέση, αλήθεια, αγάπη. Πιο αναλυτικά και σχηματικά για τις τρεις έννοιες – αξίες:
Η σχέση αποτελεί την πηγή κάθε γνώσης και είναι ο μόνος τρόπος να γνωρίσεις την ετερότητα του άλλου, ή διαφορετικά η γνώση είναι η εμπειρική αμεσότητα της σχέσης. Για παράδειγμα, κανένας ορισμός, όσο λεπτομερής και αν είναι, δεν μπορεί να καταστήσει κατανοητή την έννοια της μητρικής αγάπης, η οποία συλλαμβάνεται μόνο μέσω της εμπειρίας – σχέσης μητέρας – παιδιού. Στη σχέση σχετίζονται πρόσωπα και όχι άτομα, τα οποία αυτοπαραιτούνται – απελευθερώνονται από το Εγώ τους. Είναι το σημείο όπου υπεισέρχεται στη σχέση ο έρως, ο έρως ως επιθυμία, πόθος, αγάπη, συνουσία (αλληλομετοχή στο είναι), ο έρως ως εκστατικό γεγονός, που για να τον νιώσεις πρέπει να βγεις έξω από το Εγώ σου, ενώ η αγάπη μπορεί να υπηρετεί το Εγώ. Και παραπέρα η σχέση είναι ένα συνεχές άθλημα, που περιέχει ρίσκο και απρόβλεπτη εξέλιξη και μπορεί να διολισθήσει στην κυριαρχία – κατοχή και γι’ αυτό η αμαρτία είναι αποτυχία και όχι παράβαση νόμου. Η σχέση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη, δηλαδή πρώτα υπάρχω και μετά σχετίζομαι, αλλά υπάρχω μόνο σε σχέση (και Λακάν), για να υπάρξω έχω ανάγκη τη σχέση. Το μωρό που κλαίει -όταν δεν πεινάει ή δεν πονάει- φοβάται την ανυπαρξία – μη σχέση. Όσον αφορά την αλήθεια, ο Γιανναράς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες πάντα απέβλεπαν στην αλήθεια και όχι στη χρεία – χρήση. Στόχευαν στην πόλη ως συλλογικότητα και τρόπο αληθείας, ως συλλογικότητα σχέσεων αληθείας. Η αλήθεια, ως η σύμπτωση του πράγματος με την έννοια, συνεπάγεται τον αποκλεισμό της εγωτικής αυτάρκειας. Η αλήθεια δεν κατορθώνεται ατομικά, αλλά κοινωνείται – μετέχεται, δηλαδή η εμπειρία της αλήθειας είναι κοινωνική και ως εκ τούτου προϋποθέτει τη σχέση. Με τον ελληνικό «τρόπο» αληθεύει η ύπαρξη ενώ με το δυτικό παράδειγμα ο άνθρωπος είναι συνεπής σε νόμους.
Τελικά ο ελληνικός «τρόπος», η οντολογική ηθική του Γιανναρά αναζητά το δέον όχι στη σύμβαση, αλλά στο αληθές, δηλαδή κριτήριό του αποτελεί η πραγμάτωση του αληθούς, που κατά μία έννοια είναι μια κατάσταση κοσμιότητας, αρμονίας, τάξης, κάτι ανάλογο με το αρχαιοελληνικό κάλλος. Υπηρετώ τον ελληνικό «τρόπο» όταν υπάρχω επειδή ελεύθερα θέλω να υπάρχω και θέλω να υπάρχω ελεύθερα, γιατί θέλω να αγαπάω, ή διαφορετικά είμαι επειδή θέλω να είμαι και θέλω να είμαι, επειδή αγαπάω. Ο τρόπος του αληθούς είναι ο τρόπος της αγάπης (η αλήθεια ως σχέση και η σχέση ως αγάπη) και έτσι προσεγγίζουμε τον τρίτο άξονα του ελληνικού «τρόπου», την αγάπη.
Στην πεζή ελληνική πραγματικότητα, ο Χρήστος Γιανναράς έχει κατηγοριοποιηθεί ως δεξιός – συντηρητικός, αλλά και ως αριστερός – προοδευτικός, ανάλογα με την οπτική γωνία των σχολιαστών του έργου του. Τελικά πού ανήκει ο Γιανναράς; Μια προσωπικότητα, ένας διανοούμενος του επιπέδου Γιανναρά δεν ανήκει πουθενά, δεν περιορίζεται σε ιδεολογικά κλειστά συστήματα, δεν κατηγοριοποιείται· είναι μια κατηγορία από μόνος του, είναι μια πνευματική πηγή που αναβλύζει νερό της γνώσης και της αλήθειας και όποιος είναι διψασμένος γι’ αυτά μπορεί να τις αναζητήσει πλέον στα περισσότερα από εξήντα βιβλία του…