Γράφει ο Ευστάθιος Χιώτης
Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους
Εισαγωγή
Η ελεύθερη αγορά ενέργειας στην Ελλάδα, σε καθεστώς ανταγωνισμού υποτίθεται, αλλά στην πράξη ελευθεριάζουσα σε κλειστό ολιγοπώλιο, σε κάθε ευκαιρία αποδίδει ουρανοκατέβατα κέρδη στους καθετοποιημένους παραγωγούς. Η ακρίβεια της ενέργειας κατατρώει εξ ίσου τη λιανική κατανάλωση, αλλά και την εθνική βιομηχανία της οποίας διαβρώνει τον ανταγωνισμό και την οδηγεί σε προχωρημένη αποβιομηχάνιση. Πανθομολογούμενη η ακρίβεια ακόμη και από την Επίτροπο Ενέργειας. Παραδέχθηκε πρόσφατα ότι «οι τιμές της ενέργειας εξακολουθούν να παραμένουν πολύ υψηλές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβαρύνουν τους πολίτες και τις ενεργοβόρες εταιρείες και έχουν αντίκτυπο στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ιδίως έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ». Στη κούρσα αυτή της ακρίβειας η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια με διπλάσιες τιμές, έχει όμως να καυχιέται για τις περιβαλλοντικές επιδόσεις γιατί κλείνει τους λιγνιτικούς σταθμούς.
Κοινός παρονομαστής της κριτικής των ειδικών, όπως τεκμηριώνεται σε πρόσφατη ανάλυση, είναι η αναθεώρηση του ενεργειακού μοντέλου στην Ευρώπη, στόχος στον οποίο αντιτίθενται σθεναρά οι παραγωγοί στην ΕΕ. Αλλά και οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στο ενεργειακό μοντέλο ως φύλλο συκής για να αποσείσουν τις ευθύνες τους, όπως πρόσφατα στην Ελλάδα.
Η επιστολή του πρωθυπουργού
Σε ανοικτή επιστολή του προς την πρόεδρο της Επιτροπής, αντί επιχειρημάτων, ο πρωθυπουργός περιέγραψε στιγμιότυπα και εντυπώσεις για την ακρίβεια στην ενέργεια στη Ν/Α Ευρώπη, χωρίς να προσεγγίσει το πρόβλημα στην ουσία του. Αφετηρία του η παραδοχή ότι όλα γίνονται σωστά στην Ελλάδα, ελαφρυντική έως αθωωτική για όλους, τόσο την «επιτελική διακυβέρνηση», όσο και το ενεργειακό ολιγοπώλιο. Απέδωσε την ακρίβεια, μεταξύ άλλων, στο ενεργειακό μοντέλο, και δικαίως, παρόλο που ήταν κυβερνητική επιλογή η άμεση υιοθέτησή του, χωρίς μεταβατική περίοδο. Επικέντρωσε επίσης την κριτική σε περιφερειακή κρίση λόγω των επιθέσεων της Ρωσίας κατά του ουκρανικού ενεργειακού συστήματος. Υπογράμμισε μάλιστα το πραγματικό γεγονός ότι το έλλειμμα της Ουκρανίας καλύπτεται από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με τάση υπερβολής το θεώρησε ως «ένα ακόμα τίμημα που ο καταστροφικός πόλεμος της Ρωσίας επιβάλλει στις οικονομίες μας». Δεν διανοήθηκε όμως ότι το τίμημα αυτό μπορεί να οφείλεται σε κερδοσκοπία, εις βάρος τόσο της Ουκρανίας όσο και των γειτονικών χωρών.
Η σχετική αναφορά για την Ουκρανία ήταν μάλλον άκομψη δεδομένων των θυσιών των Ουκρανών στον πόλεμο, και θεωρήθηκε υπερβολική από πηγές των Βρυξελλών, αλλά και την ίδια την πρόεδρο. Δεν αξιολογήθηκε επίσης ότι στα χέρια των Ρώσων η επιστολή μπορεί να αξιοποιηθεί ως έμπρακτη ομολογία επιβράβευσης της στρατηγικής τους.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρθηκε διπλωματικά στο θέμα και ουσιαστικά το παρέκαμψε όταν ερωτήθηκε από δημοσιογράφο. Αποδέχθηκε ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για τη μείωση του κόστους της ενέργειας, αλλά υποβάθμισε σε επίπεδο διπλωματικής άρνησης τις ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αναφέρθηκε κυρίως στα μέτρα της ΕΕ για την ενεργειακή κάλυψη της Ουκρανίας τον χειμώνα.
Ουσιαστική τοποθέτηση επί της επιστολής έγινε προς το πρακτορείο ενεργειακών ειδήσεων Montel Group από αξιωματούχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διατήρησε την ανωνυμία της και αρνήθηκε το αφήγημα ότι η Ουκρανία είναι υπεύθυνη για την άνοδο των τιμών στη Ν/Α Ευρώπη, λέγοντας ότι αποτελεί μονάχα μικρό παράγοντα στην όλη εξίσωση. Διευκρίνισε επίσης κατηγορηματικά ότι Κομισιόν δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί πλαφόν στις τιμές χονδρικής και αποδίδει το φαινόμενο στην ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και στην έλλειψη ευελιξίας στο σύστημα, καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς διασυνδέσεις και αποθήκευση, υπονοώντας έμμεσα κενά στην ενεργειακή πολιτική με ευθύνη των κυβερνήσεων. Πρόσθεσε επίσης ότι τα ζητήματα αυτά θα συζητηθούν στη Βουδαπέστη στα τέλη Οκτωβρίου σε σύνοδο των υπουργών Ενέργειας της περιοχής, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Ήδη όμως η Κομισιόν βρίσκεται σε επαφές με την Ελλάδα για την εξεύρεση τρόπων να ενισχυθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά απέναντι στις αυξήσεις των τιμών του ρεύματος.
Η σπουδή της επιστολής εν όψει της επικείμενης συνόδου των υπουργών Ενέργειας και τα επιφανειακά επιχειρήματα για τα αίτια της ακρίβειας μαρτυρούν παρέμβαση εσωτερικής στόχευσης, δυστυχώς όμως καθαγιάζουν επίσης την απληστία του ελληνικού ολιγοπωλίου και το αφήνουν στο απυρόβλητο. Οι ανεξάρτητες Αρχές της χώρας μας γνωρίζουν σε βάθος το πρόβλημα και με τη συμβουλή τους η επιστολή θα ήταν ουσιαστικότερη και καλύτερα τεκμηριωμένη και πάλι όμως θα ήταν πρωθύστερη και επομένως επί της ουσίας άσκοπη. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των ομόφωνων συλλογικών αποφάσεων και της ενιαίας αγοράς ενέργειας, οι ειδικές παρεκκλίσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν μονομερώς.
Διερεύνηση για τα αίτια των υψηλών χρηματιστηριακών τιμών
Ας έρθουμε τώρα στην ουσία του προβλήματος και στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, στο οποίο διαμορφώνονται οι τιμές ενέργειας. Επικρατούν δύο ζώνες υψηλής ζήτησης, η πρωινή και η εσπερινή. Η πρώτη αμβλύνεται από τις ΑΠΕ, ενώ στη δεύτερη οι τιμές εκτοξεύονται, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1, κατά τις ώρες 18.00 έως 22.00 Κεντρικής Ευρώπης (CET), αντίστοιχες ώρες Ελλάδος 19:00 έως 23:00. Για παράδειγμα, στις 29/8/24 με μέση ημερήσια τιμή 194,94 €/MWh την εικοστή ώρα η τιμή εκτινάσσεται στα 756,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Φαινόμενο που εμφανίζεται πολύ συχνά και εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση και αυτό πρακτικά με συγκρίσιμο κόστος παραγωγής και στις ώρες αιχμής.
Σε πρόσφατο άρθρο τεκμηρίωσα με βάση τις ροές ισχύος ότι η ενεργειακή υποστήριξη της Ουκρανίας γίνεται από τη Σουηδία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Πολωνία. Με την έννοια αυτή οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ελλάδα είναι μικρές και έμμεσες. Στο παρόν άρθρο μελέτησα τις τιμές και τις ενεργειακές ροές με τις χώρες που είναι διασυνδεδεμένες με την Ελλάδα, Αλβανία, Βουλγαρία, Ιταλία, Βόρειο Μακεδονία και Τουρκία κατά την περίοδο υψηλών τιμών, δηλαδή από 1η Ιουλίου μέχρι 22 Σεπτεμβρίου 2024 και κατά τις ώρες εσπερινής αιχμής. Οι ενεργειακές ροές προέρχονται από τη βάση δεδομένων της Εuroelectric.
Στον Πίνακα 1 συνοψίζονται οι εξαγωγές της Ελλάδας στις γειτονικές χώρες κατά την εξάωρη περίοδο αιχμής μεταξύ των ωρών 18.00 και 23.00 Κεντρικής Ευρώπης. Στο γράφημα της Εικόνας 2 φαίνονται οι συνολικές ημερήσιες εξαγωγές κατά τη περίοδο από 1/7/24 μέχρι 22/9/24. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα ήταν εξαγωγική χώρα στην ενέργεια, ακόμη και κατά την περίοδο υψηλής εγχώριας ζήτησης.
Το φλέγον θέμα είναι πως επηρεάζονται οι τιμές στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας συνεπεία των ανωτέρω ενεργειακών συναλλαγών. Τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι οι τιμές προημερήσιας αγοράς από τη βάση δεδομένων του ΑΔΜΗΕ (δημοσιεύσεις αγορά επόμενης ημέρας) και οι αντίστοιχες τιμές στη Ρουμανία που προβάλλονται στο γράφημα της Εικόνας 3.
Η σύγκριση τιμών γίνεται στον Πίνακα 2, από τον οποίο προκύπτει ότι το Ολιγοπώλιο της Ελλάδας ευθυγραμμίζεται με τις υψηλές τιμές της Ρουμανία.
Ακόμη όμως και όταν οι τιμές Ρουμανίας και Βουλγαρίας είναι χαμηλές, οι τιμές στην Ελλάδα ακολουθούν τις υψηλότερες τιμές γειτονικών χωρών όπως φαίνεται από τον χάρτη τιμών της Εικόνας 4. Είναι επομένως η Ελλάδα, η οποία ρέπει στις υψηλότερες τιμές.
Συμπέρασμα
Οι Βρυξέλλες υπεραμύνονται των πλέον παράλογων κανόνων του ευρωπαϊκού μοντέλου: (α) τη διαμόρφωση των τιμών χωρίς πλαφόν, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής και (β) την επιβολή της οριακής τιμής, της ακριβότερης δηλαδή τιμής που παραχωρείται ακόμη και στις φθηνότερες προσφορές.
Η Ελλάδα χρειαζόταν μεταβατική περίοδο στη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, ώστε να μπορούν να μετριασθούν οι κανόνες του ευρωπαϊκού μοντέλου, όπως εξ άλλου ισχύει ακόμη στη Ρουμανία.
Οι υποδομές στην Ελλάδα, μονάδες παραγωγής και δίκτυα, υπερκαλύπτουν την εγχώρια αγορά και επιτρέπουν σημαντικές εξαγωγές.
Οι νέοι υπό κατασκευή σταθμοί φυσικού αερίου έχουν σαφώς εξαγωγικό προσανατολισμό και θα χρειαστούν επενδύσεις επέκτασης του δικτύου, έμμεσα εις βάρος του Έλληνα καταναλωτή.
Το κόστος για τον καταναλωτή περιλαμβάνει τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις μεταφοράς και διανομής που ανέρχονται στο ήμισυ περίπου του κόστους παραγωγής και αποτελούν δεύτερη συνιστώσα ακρίβειας που περνάει απαρατήρητη και δεν σχολιάζεται. Μέσω του κόστους αυτού οι δαπάνες κατασκευής δικτύων μεταφέρονται στον καταναλωτή, και είναι άγνωστο αν οι δαπάνες επενδύσεων στα δίκτυα είναι ανταγωνιστικές.
Η Αλβανία και η Βόρειος Μακεδονία έχουν ουσιαστική ενεργειακή εξάρτηση από την Ελλάδα.
Η Ελλάδα επιδοτεί την ηλεκτρική παραγωγή της Βόρειας Μακεδονίας εξάγοντας λιγνίτη και εισάγοντας ηλεκτρική ενέργεια, για την οποία η γειτονική χώρα δεν επιβαρύνεται με δικαιώματα διοξειδίου του άνθρακα.
Οι εξαγωγές από τους Έλληνες παραγωγούς γίνονται με επιδίωξη τη μεγιστοποίησης της τιμής εξαγωγής και οι τιμές αυτές μεταφέρονται και επικρατούν και στο Ελληνικό Χρηματιστήριο.
Στην προημερήσια αγορά δεν επιβάλλεται προτεραιότητα κάλυψης της ελληνικής αγοράς πριν από τις εξαγωγές. Έτσι, τα επαρκή δίκτυα της Ελλάδας είναι πλεονέκτημα για τους παραγωγούς να εξάγουν και μειονέκτημα για τους καταναλωτές να διαμορφώνονται οι τιμές στο επίπεδο χωρών με ενεργειακό έλλειμμα. Οι εξαγωγείς επωφελούνται και χρησιμοποιούν το εθνικό δίκτυο και παράλληλα επιτυγχάνουν υψηλότερες χρηματιστηριακές τιμές στην ελληνική αγορά.
Στο τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, οι ακριβές τιμές στη Ρουμανία μεταφέρονται και στην Ελλάδα και το πρόβλημα θα συνεχίζεται όσο διαρκεί το ενεργειακό έλλειμμα της Ρουμανίας. Ακόμη όμως και όταν οι τιμές σε Βουλγαρία και Ρουμανία πέφτουν, οι τιμές στην Ελλάδα ευθυγραμμίζονται με τις ακριβότερες τιμές στις γειτονικές χώρες, όπως για παράδειγμα στις 28/9/24, με τιμές στην Ελλάδα τριπλάσιες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Η εξήγηση είναι απλή. Όλα συγκλίνουν στο συμπέρασμα που έχουν επανειλημμένα επισημάνει οι βιομηχανίες κατανάλωσης ενέργειας «ότι η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζει δομικά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, καθώς συμμετέχουν μόνο 4 καθετοποιημένοι παίκτες, με αποτέλεσμα την παντελή έλλειψη συνθηκών ανάπτυξης έστω και στοιχειώδους ανταγωνισμού».
Συνεπώς, οι αιτιάσεις για τον πόλεμο της Ουκρανίας είναι προσχηματικές. Μια βασική ανορθολογική στρέβλωση είναι η έλλειψη ανταγωνισμού με στο ολιγοπώλιο καθετοποιημένων παραγωγών. Η άλλη έχει να κάνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φαίνεται αμετακίνητη στους ακραίους όρους του ενεργειακού μοντέλου.
Και αυτά με προσχεδιασμένο ουσιαστικότερο ρόλο του φυσικού αερίου στην Ανατολική Ευρώπη. Με τις τρέχουσες τιμές ο λιγνίτης συμφέρει από πλευράς κόστους μεγαβατώρας, αλλά επίσης πλεονεκτεί από πλευράς ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού αποφεύγεται η δαπάνη εισαγωγής φυσικού αερίου. Εν τούτοις, στην Ελλάδα κινούμεθα ολοταχώς σε επικράτηση του φυσικού αερίου, όχι μόνο εις βάρος του λιγνίτη, αλλά και ανταγωνιστικά προς τις ΑΠΕ.
Τη στιγμή που επικρατεί στην Ευρώπη η τάση αντικατάστασης ορυκτών καυσίμων από ΑΠΕ, στην Ελλάδα οι μεσοπρόθεσμοι σχεδιασμοί επιβάλλουν το φυσικό αέριο, με όλους τους κινδύνους, με πλήρη ανάπτυξη του νέου ενεργειακού τοπίου μέχρι το τέλος του έτους. Ο προγραμματισμένος κάθετος άξονας από την Ελλάδα προς την Ανατολική Ευρώπη αφορά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από τους υπό κατασκευή σταθμούς φυσικού αερίου, καθώς και τη μεταφορά φυσικού αερίου από τον κόμβο Αλεξανδρούπολης, ως εναλλακτική λύση στη διακοπή εισαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία στο τέλος του 2024. Και αυτά σε υψηλό επίπεδο τιμών φυσικού αερίου επί του παρόντος, παρόλο που οι αποθήκες στην Ευρώπη είναι γεμάτες.