Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος (*)
O Μαξ Μπέκμαν / Max Beckmann γεννήθηκε το 1884 στη Λειψία. Αποφοίτησε το 1903 από την Ακαδημία Τέχνης της Βαϊμάρης. Τότε τον θεωρούσαν ως το σημαντικότερο νέο ζωγράφο της Γερμανίας. Εμπνεόταν τα θέματα του από τα σύγχρονα γεγονότα, όπως το ναυάγιο του «Τιτανικού» και ο σεισμός που έγινε στην Μεσσήνη. Το 1914 κατατάχτηκε εθελοντικά στο Στρατό, πιστεύοντας ότι θα αποκόμιζε εμπειρίες οι οποίες θα ήταν χρήσιμες για την εικαστική δημιουργία του. Υπηρέτησε ως νοσοκομειακός στρατιωτικός στη Φλάνδρα και επηρεάστηκε έντονα από την ωμότητα και τη βιαιότητα του πολέμου. Το έργο του η «Νύχτα» που χρονολογείται από το 1919 παρουσιάζει ακριβώς αυτή την σκληρότητα. Το 1921, ολοκλήρωσε ένα άλλο έργο με τίτλο «Αναχώρηση», το οποίο ήταν ένα αλληγορικό επίκεντρο. Με ανάλογες τρίπτυχες συνθέσεις ασχολήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος τον επηρέασε βαθιά και έφυγε από τον στρατό με σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές. Μετά από την τραυματική του εμπειρία, το ζωγραφικό του ύφος άλλαξε πολύ. Επιλέγοντας θρησκευτικά, μυθολογικά και θεατρικά θέματα άσκησε έντονη κριτική στην κοινωνία της εποχής του. Το 1932 οι ναζιστές χαρακτήρισαν την τέχνη του «εκφυλισμένη» και τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από την Σχολή Καλών Τεχνών της Φραγκφούρτης, ενώ παράλληλα απομακρύνονται τα έργα του από τα μουσεία. Μέχρι το 1937 κατασχέθηκαν συνολικά πάνω από 500 πίνακες. Το 1937 παράμεινε στο Άμστερνταμ, καθόλη την διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το 1947 έφυγε στις ΗΠΑ. O καλλιτέχνης βρέθηκε σ’ ένα περιβάλλον που ενθάρρυνε την ιδιότυπη καλλιτεχνική δημιουργία και που εκτιμούσε την δουλειά του. Όμως η επάνοδoς του στο καλλιτεχνικό προσκήνιο ήταν μικρής διάρκειας. Τρία χρόνια αργότερα, πέθανε από καρδιακή προσβολή, καθ’ οδόν προς το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, που είχε εκτεθεί στη συλλογή του μια από τις συγκλονιστικές αυτοπροσωπογραφίες του.
Στα πρώτα του βήματα, ο Μαξ Μπέκμαν συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα «Νέος Πραγματισμός» μαζί με τον Γκέοργκ Γκρος και τον Ότο Ντιξ. Από την αρχή μέχρι το τέλος της καλλιτεχνικής πορείας του, στο έργο του φυσούσε υποβλητικά ένας αέρας αποκαλυπτικής οδύνης. Οι πρώτες μεγάλες συνθέσεις του, στις αρχές του 20ού αιώνα, φανερώνουν την γοητεία που του ασκεί το δράμα και του πρόσφεραν τις πρώτες του επιτυχίες. H εμπειρία του πολέμου ενίσχυσε τις τραγικές τάσεις της φαντασίας του, παράλληλα με την συμβολή της ανάγνωσης των έργων του Φρειδερίκου Νίτσε. Καταπιάστηκε να αναπαραστήσει θεματογραφικά την πραγματικότητα της οποίας είναι μάρτυρας, μια πραγματικότητα όμως που παρουσιάζεται μέσα στους πίνακές του υπερβολική, σαν σε παροξυσμό. Τα σχέδια του, καταγγελία της βαρβαρότητας, δείχνουν οπτικά το ανείπωτες εικόνες- μαρτυρικά κορμιά που κείτονται στο χειρουργικό τραπέζι, ακρωτηριασμένα από έκρηξη οβίδας- προβάλλοντας καταστάσεις οδύνης και τρόμου, με τρόπο ωμό που απωθεί και σαγηνεύει ταυτόχρονα. Όταν αποστρατεύθηκε το 1915, ύστερα από σοβαρό νευρικό κλονισμό, ο Μπέκμαν εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη. Επιστρέφει στη ζωγραφική και, παραδόξως, το ύφος του είχε κάπως απαλύνει. Ζωγραφίζει τότε εικόνες της πόλης, απρόσμενα γραφικές, που θυμίζουν λίγο το ναΐφ στυλ του «ντουανιέ» Ρουσώ. Όμως οι δαίμονές του εξακολουθούν να τον διώκουν. Εξακολούθησε να μεταφέρει την βαναυσότητα των πεδίων μάχης μέσα στη γερμανική μεταπολεμική κοινωνία. Το 1925 ο Μπέκμαν έγινε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φρανκφούρτης. Το φάσμα του πολέμου είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, η κοινωνική κριτική υποχωρούσε και η Ευρώπη άνοιγε τις πόρτες της σε όσους ήθελαν να ταξιδέψουν. O καλλιτέχνης πέρασε τους χειμώνες του 1929-32 στο Παρίσι. Τα χρώματά του έγιναν πιο ζωηρά, τα θέματά του λιγότερο σκοτεινά. Μετά την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, ο Μπέκμαν εγκατάλειψε τον ρεαλισμό για να καταφύγει στη μυθολογία και στον συμβολισμό. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ζωγράφος από το 1930 περίπου διάβαζε πολύ ελληνική και ινδική μυθολογία και προσπαθούσε να βρει σχέσεις και αναλογίες με τα χριστιανικά σύμβολα. Οι συνθέσεις του, οι οποίες συχνά παίρνουν τη μορφή μνημειακών αφηγημάτων, φέρνουν στο προσκήνιο ένα αινιγματικό σύμπαν, όπου συνυπάρχουν κλόουν και θεατρίνοι, τέρατα, ήρωες και αλλόκοτα ζώα. Τα έργα του επικαλούνται την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης που την κυβερνά αμείλικτα ένα σκληρό πεπρωμένο. Στον πίνακα «H πτώση», που ο Μπέκμαν ζωγράφισε στην Αμερική το 1950, την χρονιά του θανάτου του, ανακεφαλαιώνει επιλογικά την όλη φιλοσοφία του.
Ο Μαξ Μπέκμαν, κατά περίεργο τρόπο, παραμένει απομονωμένος τόσο στη γερμανική τέχνη των αρχών του 20ού αιώνα όσο και στην ιστορία του Μοντερνισμού. Γιατί παρά την στυλιστική και θεματική του συγγένεια με τον εξπρεσιονισμό και τον «Νέο πραγματισμό / Νέα αντικειμενικότητα», η ιδεολογική του άποψη ήταν ριζικά διαφορετική: Έδρασε κυριολεκτικά μόνος ανάμεσα στους ρεαλιστές ζωγράφους της γενιάς του, πίστευε στο χρέος του καλλιτέχνη να απεικονίσει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. O ίδιος έγραψε επηρεασμένος από την εμπειρία του πολέμου: «Πρέπει να μοιραστούμε όλη τη δυστυχία που έρχεται. Να δώσουμε την καρδιά και τα νεύρα μας στις φοβερές κραυγές πόνου των φτωχών, απελπισμένων ανθρώπων…Να τους δώσουμε μια εικόνα της μοίρας τους, κι αυτό μπορεί κανείς να το κάνει μόνον όταν τους αγαπά…». Μέσα σ’ αυτό το χαοτικό τοπίο, ο Μαξ Μπέκμαν, σφυρηλάτησε ένα έργο με τραγική δύναμη. Πέρα από την άμεση αναφορά μιας διαδρομής που ήταν γεμάτη σκοτάδι και τρόμο, η ζωγραφική του στόχευε στο μεταφυσικό πεδίο, θέτοντας ερωτήματα για τον άνθρωπο, και το πεπρωμένο του. Παρόλο που η έμπνευση και η τεχνοτροπία του τρέφονταν από τον φουτουρισμό, τον κυβισμό, ακόμη και από τον σουρεαλισμό, παρόλο που αξιοποιεί τα φωβιστικά μαύρα περιγράμματα του Ματίς και του Ρουώ ή τις καμπύλες φόρμες του Πικάσο, το έργο του παραμένει αταξινόμητο. Παραδόξως και στη Γαλλία, όπου ευδοκίμησαν όλα τα μεγάλα ρεύματα της πρωτοπορίας. Συμπερασματικά ο Μπέκμαν χρησιμοποίησε ιδιόμορφα την εκφραστική δύναμη της τέχνης του στην κοινωνική κριτική της οδυνηρής εποχής του.
(*) Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης