Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ήταν η ώρα που στη νύχτα έμπαινε το πρώτο φως. Το φως της νέας μέρας, το φως για ένα νέο ξεκίνημα. Μια νέα μέρα άρχιζε, πολύτιμη στο κάθε της λεπτό…
Αυτό το φως έβλεπε και ο Ορέστης κάθε πρωί από το βουνό της Πεντέλης. Αυτό το φως περίμενε κάθε πρωί και ξυπνούσε από τα χαράματα, θαρρείς και ήθελε να το υποδεχθεί όπως ο φιλόξενος οικοδεσπότης τον επισκέπτη. Νύχτα ήταν ακόμη όταν άνοιγε τα παντζούρια του σπιτιού του. Έπειτα άναβε ένα μικρό γκαζάκι και έφτιαχνε ελληνικό καφέ. Ο καφές ήταν ιεροτελεστία, όπως και ό,τι έκανε. Η φωτιά δεν έπρεπε να είναι ούτε πολύ δυνατή και να υπερχειλίσει το μπρίκι αλλά ούτε και πολύ αδύναμη, γιατί δεν θα πετύχαινε το καϊμάκι. Σε μερικά λεπτά ο καφές ήταν έτοιμος και όλο το σπίτι είχε το άρωμά του.
Ο Ορέστης έμενε σε ένα διαμέρισμα, στον πέμπτο όροφο, μιας παλιάς πολυκατοικίας, στους πρόποδες της Πεντέλης, μαζί με τη Θάλεια. Με τη Θάλεια ήταν μαζί για πάνω από πενήντα χρόνια, είχαν παντρευτεί πριν ακόμη τελειώσουν το Πανεπιστήμιο. Σπούδασαν και οι δύο στο τμήμα της Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας και μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τα ελληνικά γράμματα. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο από βιβλία που αγαπούσαν και οι δύο σαν να ήταν παιδιά τους. Όλη η Ελληνική Γραμματεία στις βιβλιοθήκες του σπιτιού, τακτοποιημένη με σειρά και τάξη. Και οι δύο διάβαζαν συνεχώς. Το φως στο σπίτι έσβηνε όταν έκλεινε το τελευταίο βιβλίο.
Όταν ή Θάλεια έμεινε παράλυτη και δεν μπορούσε πια να μετακινηθεί, τα βιβλία της ήταν τα πνευματικά της ταξίδια. Με αυτά ταξίδευε στον κόσμο, περπατούσε σε μονοπάτια, κολυμπούσε σε θάλασσες και ανέβαινε σε βουνά…
Το άρωμα του καφέ είχε ξυπνήσει και τη Θάλεια. Με τα χρόνια, ο Ορέστης είχε μάθει να αναγνωρίζει και τον παραμικρό ήχο στο σπίτι, για να μπορεί να βοηθήσει. Όπως κάθε πρωί, σήκωσε τη Θάλεια από το κρεβάτι, της φόρεσε τα ρούχα που εκείνη ήθελε και τη βοήθησε να κάτσει στο αναπηρικό αμαξίδιο. Αφού ήπιαν τον καφέ τους άρχισαν να συζητούν για τη νέα μέρα.
«Πού θα πάμε βόλτα σήμερα;», είπε ο Ορέστης στη Θάλεια, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, «όπου θέλεις», του απάντησε εκείνη. Σε λίγα λεπτά είχα βγει από το διαμέρισμα και είχαν επιβιβαστεί στον προαστιακό. Παρότι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι εμπόδια και τα πεζοδρόμια γεμάτα παγίδες, εκείνοι συνέχιζαν τη δική τους πορεία. Κάθε μέρα και μια νέα διαδρομή, κάθε μέρα και κάτι νέο, κάθε μέρα και μια διαφορετική ιστορία. Ένας άγνωστος άνθρωπος στο δρόμο, ένα νέο λουλούδι στο χώμα, μια νέα μυρωδιά από έναν φούρνο, μια νέα εικόνα, ένας νέος ολοκαίνουργιος κόσμος.
Οι διαδρομές τους έμοιαζαν με μικρά ταξίδια που είχαν πολλές στάσεις και παρατηρήσεις. Επιβίβαση στο μετρό, έξοδος στο Σύνταγμα. Ο κόσμος πηγαίνει και έρχεται. Μια στάση σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο, μια στάση στην παλαιά Βουλή, μια στάση και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Καρύτση. Την αγαπούσαν αυτή την Εκκλησία και οι δύο. Η Θάλεια άναψε ένα κερί και προσκύνησε την εικόνα του Χριστού, καθισμένη στο αμαξίδιο. Δόξα τω Θεώ, ακόμη μια όμορφη μέρα.
Όταν βγήκαν από την εκκλησία, ο Ορέστης πρότεινε να πάνε για ένα γλυκό σε ένα γνωστό καφενείο στην Πανεπιστημίου. Προχώρησαν αρκετά, ανέβηκαν και κατέβηκαν πεζοδρόμια, ξεπέρασαν αυτοκίνητα και μηχανάκια, παρκαρισμένα στον δρόμο, γλάστρες, ταμπέλες, κάδους, που ήταν πάνω στις διαβάσεις. Έφτασαν στο καφενείο. Ο ήλιος έλαμπε στον Αττικό ουρανό. Το καφενείο ήταν γεμάτο κόσμο. Κάθισαν σε ένα ωραίο σημείο και η σερβιτόρα τούς έφερε από ένα γλυκό.
Δίπλα τους καθόταν ένα νέο ζευγάρι. Και οι δύο ήταν αφοσιωμένοι στα κινητά τους τηλέφωνα και αντάλλασσαν κοφτές κουβέντες κοιτάζοντας τις οθόνες των συσκευών. Άθελά του ο Ορέστης κοίταξε προς το μέρος τους. Ξαφνικά άφησε το γλυκό του και είπε στη Θάλεια, «ξέχασα στο σπίτι το κινητό μας τηλέφωνο!». Τότε ήταν που θυμήθηκε, πως πριν φύγει από το σπίτι, άφησε τη συσκευή στο τραπέζι της κουζίνας. Ένα σύγχρονο τηλέφωνο που είχαν αποκτήσει τους τελευταίους μήνες για να μπορούν να επικοινωνούν.
«Δεν πειράζει», είπε η Θάλεια και έφαγε την τελευταία μπουκιά από το ζεστό γαλακτομπούρεκο. «Δίκαιο έχεις», είπε ο Ορέστης, «τόσα χρόνια χωρίς κινητά τηλέφωνα ζούσαμε, όταν θα πάμε σπίτι θα δούμε αν είχαμε κάποιο σημαντικό τηλεφώνημα». Οι δυο τους, έφαγαν το γλυκό και ξεκίνησαν το δρόμο για το σπίτι.
Ο ήλιος ήταν στη δύση του. Τα πουλιά πετούσαν για να βρουν σημείο να κουρνιάσουν για τη νύχτα. Τα αυτοκίνητα είχαν ανάψει τα απογευματινά φώτα και λίγα σύννεφα είχαν εμφανιστεί στον ουρανό.
Ο Ορέστης έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε, κατέβασε τη Θάλεια από το αμαξίδιο και πήγε στο τραπέζι της κουζίνας να πάρει το κινητό του. Αφού φόρεσε τα γυαλιά του, πήρε το κινητό στα χέρια και πήγε κοντά στην Θάλεια· «τέσσερα μηνύματα λάβαμε το πρωί!», της είπε. «Και τι λένε τα μηνύματα αυτά;» είπε η Θάλεια.
Τότε ο Ορέστης διάβασε δυνατά «Προσοχή! Αποφύγετε τις άσκοπες μετακινήσεις!».