Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Διήγημα: Κάποτε κοντά στη θάλασσα…

Γράφει η
Mαρια Mαρη*
θεατρολόγος

Τα καλοκαίρια! Αχ αυτά τα καλοκαίρια!

Κατεβαίναμε με εξοπλισμό στην παραλία. Ομπρέλες, σωσίβια, βαρκούλες, στρώματα θαλάσσης, μπάλες, κουβαδάκια, φτιαράκια. Καθόμασταν εκεί όλη μέρα μέχρι το βράδυ. Ήμασταν δυο ή τρεις οικογένειες, μπορεί και τέσσερις. Θείοι, ξαδέλφια και φίλοι. Ο θείος ο Θέμης με τη Μπέμπα και τα παιδιά τους την Κατερίνα και τη Μαρία, ο κύριος Μιχάλης, κολλητός μας φίλος και οικογενειακός οδοντίατρος, με την Ελενίτσα και τον γιο τους τον Κωνσταντίνο, ο πατέρας και η μητέρα, με εμένα και τον αδελφό μου. Μπορεί ωστόσο να ήταν και κανένας ακόμα φίλος με τα παιδιά του. Εμείς οι τρεις οικογένειες ήμασταν πάντα εκεί, στην παραλία του Ρήχου, έτσι τη λέγαμε, ένα κρυφό μέρος, μια έρημη παραλία, χωρίς κόσμο, έξω από τις Λειβανάτες όπου παραθερίζαμε. Η αμμουδιά ήταν ειδυλλιακή. Περνάγαμε τέλεια εκεί τότε. Δεν είχαμε κινητά, ούτε μας ενδιέφερε αν υπήρχε σήμα.

Το κολύμπι αυτό ήταν μια εμπειρία για όλους μας. Ολημερίς χτίζαμε καστράκια πάνω στην άμμο, κάποιος έκανε τρύπα για να «θάψει» τον άλλο μέσα στην καθαρή άμμο. Κανείς δεν έμενε ανικανοποίητος. Άλλος διάβαζε, άλλος κοιμόταν, όπως ο κύριος Μιχάλης που δεν έχανε ποτέ τη μεσημεριανή του σιέστα. Η Μπέμπα με την Ελενίτσα και τη μαμά έκαναν μπάνιο και ασκήσεις για να χάσουν την κοιλιά. Εγώ έπαιζα λίγο ρακέτες, μετά με τη μπάλα στη θάλασσα, λίγο με την άμμο, αλλά μετά βαριόμουνα. Κυρίως έκανα μπάνιο με τις γυναίκες, και ασκήσεις αεροβικές για ευλυγισία και μυϊκή ενδυνάμωση και μετά στη σκιά διάβαζα το βιβλίο μου. Τρώγαμε φρούτα και πίναμε χυμούς και νερό, που είχαμε κουβαλήσει στα ψυγεία. Κανονικό καραβάνι το μπάνιο στο Ρήχο.

Ο ήλιος ήταν φιλικός, καθόμασταν κάτω από τις ομπρέλες, με αντηλιακό, άλλος διάβαζε πιο πέρα, άλλος ψευτοψάρευε, αλλά αυτός που πραγματικά έκανε την έκπληξη ήταν ο πατέρας. Χανόταν στην θάλασσα και ερχόταν πάντα με μια σακούλα με πείνες, γυαλιστερές και καβούρια. Τα ανοίγαμε εκεί, επί τόπου και τα τρώγαμε στην παραλία, με λεμονάκι. Πίναμε τη θάλασσα στην κυριολεξία. Κοινωνούσαμε το καλοκαίρι. Συζητήσεις, χαρές, τραγούδια και συχνά αυτή η κόπωση πάνω στην ψάθα και ο γλυκός ο ύπνος κάτω από τη βαμβακερή μπλε με λευκά κρόσσια ομπρέλα. Μόνο μια φορά ήταν που είχε αργήσει να γυρίσει ο μπαμπάς από την εξερεύνησή του και εγώ μέσα στον ύπνο μου έβλεπα την παραλία ξαφνικά να φλέγεται. Ο καπνός ήταν πνιγηρός. Μέσα σε αυτή την αντάρα, η μητέρα μου και η γιαγιά μου -τώρα πώς βρέθηκε εκεί η γιαγιά- ανενόχλητες έπαιζαν μπάλα με το μωρουδιακό κορμί μου. Με πέταγε η μια στην άλλη και γέλαγαν, ενώ εγώ έκλαιγα με λυγμούς καθώς φοβόμουνα μήπως δεν με πιάσουν και πέσω μέσα στη φλεγόμενη θάλασσα. Ξύπνησα ταραγμένη και ιδρωμένη από τον εφιάλτη.

Αμέσως με το βλέμμα μου διερεύνησα την παραλία. Στη θέα του ψαρά μου ηρέμησα. Ήρθε όπως πάντα με το διχτάκι γεμάτο θησαυρούς της θαλάσσης…

* Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου έκανε μεταπτυχιακό. Καθηγήτρια γαλλικών και Θεατρολόγος. Διατηρούσε εφηβική θεατρική ομάδα, την @ντίφαση, με παραστάσεις για νέους. Άρθρα της στο περιοδικό Φουαγιέ, στην εφημερίδα Αυγή, στο περιοδικό Διορθώσεις κ.α. Συνεργάτις της τοπικής εφημερίδας Αμαρυσία και των ιστοσελίδων Θεατρομάνια, theatermag, in2life και catisart . Μεταφράσεις της: «Η νύχτα της Βαλόνης» του Eric Emmanuel Schmitt (Εκδόσεις Διορθώσεις 2016), «Δον Ζουάν» του. Milosz (Εκδόσεις Διορθώσεις, 2018). Έργα της: συλλογή διηγημάτων «Η Μάρθα» (Εκδόσεις Διατυπώσεις 2017), «Περιπλανήσεις» (Εκδόσεις Ντουντούμης,2020) το θεατρικό έργο «Εγκατάλειψη» (Εκδόσεις Διατυπώσεις, 2017)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ