Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Ποιο το αποτύπωμα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Όσο δίκαια κι αν είναι τα λόγια σου, τα καταστρέφεις όλα, όταν μιλάς με θυμό”.
του Αντώνη Δερνέλλη
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με την παρότρυνση να σκύψουμε το κεφάλι στη μνήμη ενός πολύ μεγάλου άνδρα; Ενός άνδρα με υποδειγματικό κώδικα ζωής (life code) όχι απλά σύγχρονο, αλλά κάτι σημαντικότερο: διαχρονικό! Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τιμάται παγκοσμίως ως επίσκοπος/ιεράρχης, “γιατρός” της Εκκλησίας, αλλά και ως ένας σύγχρονος influencer με συνέπεια λόγων και έργων.

Ενας από τους πρώτους πατέρες της Εκκλησίας, γνωστός για το κήρυγμα και τη δημόσια ομιλία του, ο Άγιος Ιωάννης έλαβε μετά θάνατον το όνομα Χρυσόστομος, λόγω της εξαιρετικής ρητορικής του δεινότητας.

Γεννημένος στην Αντιόχεια το 349, ο Ιωάννης σπούδασε κοντά σε έναν παγανιστή δάσκαλο ρητορικής, ο οποίος του δίδαξε πολλές δεξιότητες της τέχνης αυτής του λόγου και του εμφύσησε την αγάπη για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επίσκοπος, ο Ιωάννης χρησιμοποίησε αυτές τις δεξιότητες με επιτυχία, στις ομιλίες και τις κατηχήσεις του.


Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους της εποχής του ήταν η ικανότητά του να εφαρμόζει τις γραφές στις καθημερινές περιστάσεις, διδάσκοντας στους ανθρώπους πώς να ενσωματώνουν το Ευαγγέλιο σε όλα όσα έκαναν. Η πρακτική του ευαισθησία έδωσε στα λόγια του μια διαχρονική ποιότητα, εμπνέοντας άνδρες και γυναίκες σε όλο τον κόσμο περισσότερα από χίλια χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο Χρυσόστομος θα μπορούσε να γίνει ο διάδοχος του Φλαβιανού στην Αντιόχεια, αλλά στις 27 Σεπτεμβρίου 397, ο Νεκτάριος, επίσκοπος Κωνσταντινούπολης, πέθανε. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, υπήρξε, τότε ένας γενικευμένος ανταγωνισμός, φανερός ή/και κρυφός, με επίκεντρο την κενή έδρα. Μετά από μερικούς μήνες έγινε γνωστό, προς μεγάλη απογοήτευση των ανταγωνιστών, ότι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, με πρόταση του υπουργού του Ευτρόπιου, ειδοποίησε τον έπαρχο της Αντιόχειας να καλέσει τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, χωρίς τη γνώση του λαού στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτόν τον αιφνίδιο τρόπο ο Χρυσόστομος έσπευσε στην πρωτεύουσα και με την παρουσία πλήθους επισκόπων, χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στις 26 Φεβρουαρίου 398, από τον Θεόφιλο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ο οποίος είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί από την ιδέα να εξασφαλίσει τον διορισμό του Ισιδώρου, του δικού του υποψηφίου.
Η αλλαγή για τον Χρυσόστομο ήταν τόσο μεγάλη όσο και απροσδόκητη. Η νέα του θέση δεν ήταν εύκολη, καθώς βρέθηκε σε μια νεόκοπη έδρα, μισή δυτική και μισή ανατολική, δίπλα σε μια αυτοκρατορική αυλή, στην οποία η πολυτέλεια και η ίντριγκα έπαιζαν πάντα τους πιο εξέχοντες ρόλους. Ηταν, επίσης και επικεφαλής ενός κλήρου που αποτελούνταν από τα πιο ετερόκλητα στοιχεία και μάλιστα (αν όχι κανονιστικά, τουλάχιστον πρακτικά) επικεφαλής ολόκληρου του βυζαντινού επισκοπείου. Η πρώτη πράξη του νέου επισκόπου ήταν να επιφέρει συμφιλίωση μεταξύ του Φλαβιανού και της Ρώμης. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη άρχισε σύντομα να αισθάνεται την ώθηση μιας νέας εκκλησιαστικής ζωής.
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση ήταν αναμφισβήτητη. Ο Χρυσόστομος άρχισε να “σαρώνει τις σκάλες αρχίζοντας από την κορυφή”. Κάλεσε τον Οικονόμο του και τον διέταξε να μειώσει τα έξοδα του επισκοπικού προϋπολογισμού, έβαλε τέλος στα συχνά συμπόσια και ως Πατριάρχης ζούσε αυστηρά, όπως, άλλωστε είχε συνηθίσει από παλιά, ως ιερέας και μοναχός. Όσον αφορά στους κληρικούς, ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε στην αρχή να τους απαγορεύσει να διατηρούν στα σπίτια τους συγκατοίκους, δηλαδή γυναίκες Οικονόμους, παρ’ όλο που είχαν δώσει όρκο παρθενίας. Προχώρησε επίσης εναντίον άλλων που, λόγω φιλαργυρίας ή πολυτέλειας, είχαν προκαλέσει σκάνδαλο. Αναγκάστηκε μάλιστα να αποκλείσει από τις τάξεις του κλήρου δύο διακόνους, τον έναν για φόνο και τον άλλο για μοιχεία. Κάποιο από τους μοναχούς, επίσης, οι οποίοι ήταν πολυάριθμοι ήδη από εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη, προτιμούσαν να περιφέρονται δημόσια, άσκοπα και χωρίς πειθαρχία. Ο Χρυσόστομος τους περιόρισε στα μοναστήρια τους. Τέλος, φρόντισε για τις εκκλησιαστικές χήρες. Ορισμένες από αυτές ζούσαν με κοσμικό τρόπο: τις υποχρέωσε είτε να παντρευτούν ξανά είτε να τηρήσουν τους κανόνες ευπρέπειας που απαιτούσε η ιδιότητά τους. Μετά τον κλήρο, ο Χρυσόστομος έστρεψε την προσοχή του στο ποίμνιό του. Όπως είχε κάνει στην Αντιόχεια, έτσι και στην Κωνσταντινούπολη και με περισσότερο λόγο, κήρυττε συχνά κατά της παράλογης σπατάλης των πλουσίων και ιδιαίτερα κατά των ακροτήτων στο τρόπο ένδυσης γυναικών προχωρημένης ηλικίας, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να τεθούν πέρα από τέτοιες ματαιοδοξίες. Ορισμένες από αυτές, οι χήρες Μάρσα, Καστρικία, Eυγραφία, γνωστές για τέτοια εξωφρενικά γούστα, ανήκαν στον κύκλο της αυλής. Φαίνεται ότι οι ανώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης δεν είχαν συνηθίσει προηγουμένως σε μια τέτοια αντιμετώπιση. Αναμφίβολα ορισμένοι υψηλά ιστάμενοι αισθάνθηκαν ότι η επίπληξη απευθυνόταν εν τέλει στους ίδιους και ότι η προσβολή που εισέπραξαν, ήταν βαριά όσο και η επίπληξη.
Από την άλλη πλευρά, ο λαός έδειχνε ενθουσιασμένος με τα κηρύγματα του νέου του επισκόπου και συχνά τον χειροκροτούσε στην εκκλησία. Δεν ξέχασαν ποτέ τη φροντίδα του για τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους και ότι κατά τον πρώτο χρόνο του είχε χτίσει ένα μεγάλο νοσοκομείο με τα χρήματα που είχε εξοικονομήσει μόνος του. Αλλά ο Χρυσόστομος είχε επίσης πολύ στενούς φίλους ανάμεσα στις πλούσιες και ευγενείς τάξεις. Η πιο διάσημη από αυτές ήταν η Ολυμπιάδα, χήρα και διακόνισσα, συγγενής του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ενώ στην ίδια την Αυλή υπήρχε ο Μπρισόν, πρώτος κλητήρας της Ευδοξίας, ο οποίος βοηθούσε τον Χρυσόστομο στην καθοδήγηση των χορωδών του και διατηρούσε πάντα μια αληθινή φιλία γι’ αυτόν. Η ίδια η αυτοκράτειρα ήταν αρχικά πολύ φιλική προς τον νέο επίσκοπο. Ακολουθούσε τις θρησκευτικές πομπές, παρακολουθούσε τα κηρύγματά του και του χάριζε ασημένια κηροπήγια για χρήση στις εκκλησίες.
Δυστυχώς, τα αισθήματα φιλίας δεν είχαν διάρκεια. Στην αρχή ο Ευτρόπιος, ένας πρώην δούλος, που τώρα ήταν υπουργός και ύπατος, καταχράστηκε την επιρροή του. Στέρησε από ορισμένους πλούσιους την περιουσία τους και καταδίωξε άλλους, τους οποίους υποπτευόταν ότι αντιστρατεύονταν τους αντιπάλους. Περισσότερες από μία φορές ο Χρυσόστομος πήγε ο ίδιος στον υπουργό για να του κάνει παρατήρηση και να τον προειδοποιήσει για τα αποτελέσματα των δικών του πράξεων, αλλά χωρίς επιτυχία. Τότε οι προαναφερθείσες κυρίες, οι οποίες ανήκαν στον κύκλο της αυτοκράτειρας, μάλλον δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους για τον αυστηρό επίσκοπο.
Τέλος, η ίδια η αυτοκράτειρα διέπραξε μια αδικία στερώντας από μια χήρα τον αμπελώνα της. Ο Χρυσόστομος παρενέβη για το θέμα αυτό. Αλλά η αυτοκράτειρα Ευδοξία έδειξε προσβεβλημένη. Στο εξής υπήρχε μια ψυχρότητα μεταξύ της αυτοκρατορικής αυλής και του πατριαρχείου, η οποία, αυξανόμενη σιγά-σιγά, οδήγησε σε καταστροφή. Είναι αδύνατον να εξακριβωθεί σε ποια ακριβώς περίοδο άρχισε αυτή η αποξένωση- πολύ πιθανόν να χρονολογείται από τις αρχές του έτους 401. Πριν όμως η κατάσταση αυτή γίνει γνωστή στο κοινό, συνέβησαν γεγονότα ύψιστης πολιτικής σημασίας και ο Χρυσόστομος, χωρίς να το επιδιώξει, ενεπλάκη σ’ αυτά. Αυτά ήταν η πτώση του Ευτρόπιου και η εξέγερση του Γαϊνά.
Τον Ιανουάριο του 399, ο Ευτρόπιος, για έναν λόγο που δεν είναι ακριβώς γνωστός, έπεσε σε δυσμένεια. Γνωρίζοντας τα αισθήματα του λαού και των προσωπικών του εχθρών, κατέφυγε στην εκκλησία. Καθώς ο ίδιος είχε επιχειρήσει να καταργήσει την ασυλία των εκκλησιαστικών ασύλων λίγο καιρό πριν, ο λαός δεν έδειχνε διατεθειμένος να τον λυπηθεί. Όμως ο Χρυσόστομος παρενέβη, εκφωνώντας το περίφημο κήρυγμά του για τον Ευτρόπιο, και ο έκπτωτος υπουργός σώθηκε προς το παρόν. Καθώς, όμως, προσπάθησε να διαφύγει κατά τη διάρκεια της νύχτας, συνελήφθη, εξορίστηκε και λίγο αργότερα θανατώθηκε. Αμέσως ακολούθησε ένα άλλο πιο συναρπαστικό και πιο επικίνδυνο γεγονός. Ο Γαϊνάς, ένας από τους αυτοκρατορικούς στρατηγούς, είχε σταλεί για να υποτάξει τον Τριμπιγκίλντο, ο οποίος είχε εξεγερθεί. Το καλοκαίρι του 399 ο Γαϊνάς ενώθηκε ανοιχτά με τον Τριμπιγκίλντο και, για να αποκατασταθεί η ειρήνη, ο Αρκάδιος αναγκάστηκε να υποβληθεί στους πιο ταπεινωτικούς όρους. Ο Γαϊνάς ορίστηκε αρχιστράτηγος του αυτοκρατορικού στρατού και μάλιστα παρέδωσε στον Τριμπιγκίλντο τους δύο ανώτατους υπό τον αυτοκράτορα αξιωματούχους της Βασιλεύουσας, τον Αυρηλιανό και τον Σατουρνίνο.
Φαίνεται ότι ο Χρυσόστομος ανέλαβε μια αποστολή προς τον Γαϊνά και ότι, χάρη στην παρέμβασή του, ο Αυρηλιανός και ο Σατουρνίνος γλίτωσαν και τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι. Λίγο αργότερα, ο Γαϊνάς, ο οποίος ήταν Αρειανός Γότθος, απαίτησε να διαφεντέψει μία από τις καθολικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Και πάλι ο Χρυσόστομος προέβαλε τόσο σθεναρή αντίσταση ώστε ο Γαϊνάς υποχώρησε. Εν τω μεταξύ ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε αναστατωθεί και σε μια νύχτα σκοτώθηκαν αρκετές χιλιάδες Γότθοι. Ο Γαϊνάς όμως διέφυγε, ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τους Ούννους. Εκείνη, λοιπόν την εποχή, τέτοιο τέλος είχαν, μέσα σε λίγα χρόνια, υψηλότατοι αξιωματούχοι Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς ο Χρυσόστομος ηγείτο της εκκλησίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κύρος του Χρυσοστόμου είχε ενισχυθεί σημαντικά από τη μεγαλοψυχία και τη σταθερότητα του χαρακτήρα που είχε επιδείξει κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ταραχών. Ίσως αυτό να ήταν που αύξησε τη ζήλια εκείνων που κυβερνούσαν τώρα την αυτοκρατορία – μια κλίκα αυλικών, με επικεφαλής την αυτοκράτειρα. Σε αυτούς προστέθηκαν και νέοι σύμμαχοι που προέρχονταν από τις εκκλησιαστικές τάξεις και περιελάμβαναν ορισμένους επαρχιακούς επισκόπους – τον Σεβεριανό της Γκαμπάλα, τον Αντίοχο της Πτολεμαΐδας και, για κάποιο διάστημα, τον Ακάκιο της Βέροιας – οι οποίοι προτιμούσαν τα θέλγητρα της πρωτεύουσας από τις πόλεις τους.
Ο πιο ραδιούργος από αυτούς ήταν ο Σεβεριανός, ο οποίος αυτοεπαινείτο ότι ήταν αντάξιος του Χρυσοστόμου στην ευγλωττία. Αλλά μέχρι κάποια στιγμή τίποτα δεν είχε συμβεί δημοσίως. Μια μεγάλη αλλαγή συνέβη κατά τη διάρκεια της απουσίας του Χρυσοστόμου για αρκετούς μήνες από την Κωνσταντινούπολη. Η απουσία αυτή ήταν αναγκαία λόγω μιας εκκλησιαστικής υπόθεσης στη Μικρά Ασία, στην οποία είχε εμπλακεί. Μετά από ρητή πρόσκληση αρκετών επισκόπων, ο Χρυσόστομος, τους πρώτους μήνες του 401, είχε έρθει στην Έφεσο, όπου διόρισε νέο αρχιεπίσκοπο και με τη συγκατάθεση των συγκεντρωμένων επισκόπων καθαίρεσε έξι επισκόπους για σιμωνία (σημαντικό αδίκημα που αφορά ξεπούλημα εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιερών αντικειμένων). Αφού επέβαλε την ίδια ποινή στον επίσκοπο Γερόντιο της Νικομήδειας, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Εν τω μεταξύ είχαν συμβεί δυσάρεστα πράγματα εκεί. Ο επίσκοπος Σεβεριανός, στον οποίο ο Χρυσόστομος φαίνεται να είχε αναθέσει την εκτέλεση ορισμένων εκκλησιαστικών λειτουργιών, είχε έλθει σε ανοιχτή έχθρα με τον Σεραπίωνα, τον αρχιδιάκονο και οικονόμο του καθεδρικού ναού και του πατριαρχείου. Όποιος και αν ήταν ο πραγματικός λόγος, ο Χρυσόστομος, θεώρησε την υπόθεση τόσο σοβαρή ώστε κάλεσε τον Σεβαστιανό να επιστρέψει στη δική του έδρα. Μόνο χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ευδοξίας, την εμπιστοσύνη της οποίας κατείχε ο Σεραπίων, του επετράπη να επιστρέψει από τη Χαλκηδόνα, όπου είχε αποσυρθεί.
Η συμφιλίωση που ακολούθησε δεν ήταν, τουλάχιστον από την πλευρά του Σεβεριανού, ειλικρινής, και το δημόσιο σκάνδαλο είχε προκαλέσει πολλά άσχημα αισθήματα. Τα αποτελέσματα έγιναν σύντομα ορατά. Όταν την άνοιξη του 402, ο επίσκοπος Πορφύριος της Γάζας πήγε στην Αυλή της Κωνσταντινούπολης για να ζητήσει μια χάρη για την επισκοπή του, ο Χρυσόστομος απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν, αφού ο ίδιος βρισκόταν σε δυσμένεια με την αυτοκράτειρα. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα των δυσαρεστημένων δεν ήταν πραγματικά επικίνδυνο, εκτός αν μπορούσε να βρει κάποιον εξέχοντα και αδίστακτο ηγέτη. Ένα τέτοιο πρόσωπο παρουσιάστηκε νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Ήταν ο γνωστός Θεόφιλος, Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας. Εμφανίστηκε κάτω από μάλλον περίεργες συνθήκες, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν προδιέγραφαν το τελικό αποτέλεσμα. Ο Θεόφιλος, προς το τέλος του έτους 402, κλήθηκε από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί ενώπιον μιας συνόδου, στην οποία θα προήδρευε ο Χρυσόστομος, για διάφορες κατηγορίες, τις οποίες του απηύθυναν ορισμένοι Αιγύπτιοι μοναχοί, ιδίως οι λεγόμενοι τέσσερις “ψηλοί αδελφοί”. Ο πατριάρχης, πρώην φίλος τους, είχε στραφεί ξαφνικά εναντίον τους και τους είχε διώξει ως Ωριγενιστές.
Ωστόσο, ο Θεόφιλος δεν φοβήθηκε εύκολα. Είχε πάντα πράκτορες και φίλους στην Κωνσταντινούπολη και γνώριζε την κατάσταση των πραγμάτων και τα συναισθήματα στην αυλή. Αποφάσισε τώρα να τους εκμεταλλευτεί. Έγραψε αμέσως στον Άγιο Επιφάνιο στην Κύπρο, ζητώντας του να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να πείσει τον Χρυσόστομο να καταδικάσει τους Ωριγενιστές. Ο Επιφάνιος πήγε. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο Θεόφιλος τον χρησιμοποιούσε απλώς για τους δικούς του σκοπούς, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα και πέθανε κατά την επιστροφή του το 403. Εκείνη την εποχή ο Χρυσόστομος εκφώνησε ένα κήρυγμα κατά της μάταιης πολυτέλειας των γυναικών. Αναφέρθηκε στην αυτοκράτειρα σαν να είχε γίνει προσωπική αναφορά σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο προετοιμάστηκε το έδαφος.
Ο Θεόφιλος εμφανίστηκε τελικά στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 403, όχι μόνος του, όπως είχε διαταχθεί, αλλά με είκοσι εννέα από τους βοηθούς επισκόπους του και, όπως μας λέει ο ιστορικός Παλλάδιος, με πολλά χρήματα και κάθε είδους δώρα. Κατέλυσε σε ένα από τα αυτοκρατορικά ανάκτορα και έκανε συσκέψεις με όλους τους αντιπάλους του Χρυσοστόμου. Στη συνέχεια αποσύρθηκε με τους υποτακτικούς του και άλλους επτά επισκόπους σε μια βίλα κοντά στην Κωνσταντινούπολη, που ονομαζόταν “Επί Δρυν”. Ένας μακρύς κατάλογος με τις πιο γελοίες κατηγορίες συντάχθηκε εναντίον του Χρυσοστόμου, ο οποίος, περιστοιχισμένος από σαράντα δύο αρχιεπισκόπους και επισκόπους που είχαν συγκεντρωθεί για να κρίνουν τον Θεόφιλο, σύμφωνα με τις εντολές του αυτοκράτορα, κλήθηκε τώρα να παρουσιαστεί και να απολογηθεί. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε φυσικά να αναγνωρίσει τη νομιμότητα μιας συνόδου στην οποία δικαστές ήταν οι φανεροί εχθροί του. Μετά την τρίτη κλήση ο Χρυσόστομος, με τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα, κηρύχθηκε έκπτωτος. Προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία, παραδόθηκε την τρίτη ημέρα στους στρατιώτες που τον περίμεναν. Όμως οι απειλές του ενθουσιασμένου λαού και ένα ξαφνικό ατύχημα στο αυτοκρατορικό παλάτι τρόμαξαν την αυτοκράτειρα. Φοβήθηκε κάποια τιμωρία από τον ουρανό για την εξορία του Χρυσοστόμου και διέταξε αμέσως την ανάκλησή του.
Μετά από κάποιο δισταγμό ο Χρυσόστομος έκανε ξανά την είσοδό του στην πρωτεύουσα, εν μέσω μεγάλων πανηγυρισμών του λαού. Ο Θεόφιλος και η ομάδα του σώθηκαν φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη. Η επιστροφή του Χρυσοστόμου ήταν από μόνη της μια ήττα για την Ευδοξία. Όταν έληξε ο συναγερμός, η οργή της αναζωπυρώθηκε. Δύο μήνες μετά, ένα ασημένιο άγαλμα της αυτοκράτειρας αποκαλύφθηκε στην πλατεία ακριβώς μπροστά από τον καθεδρικό ναό. Οι δημόσιοι εορτασμοί που ακολούθησαν αυτό το γεγονός και διήρκεσαν αρκετές ημέρες, έγιναν τόσο θορυβώδεις που προκλήθηκε μεγάλη ενόχληση στα πατριαρχικά γραφεία. Ο Χρυσόστομος παραπονέθηκε γι’ αυτό το γεγονός στον έπαρχο της πόλης, ο οποίος ανέφερε στην Ευδοξία ότι ο επίσκοπος είχε διαμαρτυρηθεί για το άγαλμά της.Αυτό ήταν αρκετό για να διεγείρει την αυτοκράτειρα πέρα από κάθε όριο. Κάλεσε τον Θεόφιλο και τους άλλους επισκόπους να επιστρέψουν και να καθαιρέσουν ξανά τον Χρυσόστομο. Ο Θεόφιλο, ωστόσο, δεν επιθυμούσε να διατρέξει τον ίδιο κίνδυνο για δεύτερη φορά. Διεμήνυσε, μόνο, προς την Κωνσταντινούπολη ότι ο Χρυσόστομος θα έπρεπε να καταδικαστεί επειδή επανήλθε στην έδρα του σε αντίθεση με ένα άρθρο της Συνόδου της Αντιόχειας που πραγματοποιήθηκε το έτος 341 (μια αρειανική σύνοδος). Οι άλλοι επίσκοποι δεν είχαν ούτε την εξουσία ούτε το θάρρος να εκδώσουν επίσημη απόφαση. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να παροτρύνουν τον αυτοκράτορα να υπογράψει ένα νέο διάταγμα εξορίας. Μια διπλή απόπειρα κατά της ζωής του Χρυσοστόμου απέτυχε. Την παραμονή του Πάσχα του 404, όταν όλοι οι κατηχούμενοι επρόκειτο να λάβουν το βάπτισμα, οι αντίπαλοι του επισκόπου, με αυτοκρατορικούς στρατιώτες, εισέβαλαν στο βαπτιστήριο και διασκόρπισαν όλο το εκκλησίασμα. Τελικά ο Αρκάδιος υπέγραψε το διάταγμα και στις 24 Ιουνίου 404 οι στρατιώτες οδήγησαν για δεύτερη φορά τον Χρυσόστομο στην εξορία.

Μόλις που είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη, όταν μια τεράστια πυρκαγιά κατέστρεψε τον καθεδρικό ναό, το συγκλητικό μέγαρο και άλλα κτίρια. Οι οπαδοί του εξόριστου επισκόπου κατηγορήθηκαν για τις καταστροφές και διώχθηκαν ποινικά. Βιαστικά ο Αρσάκιος, ένας ηλικιωμένος άνδρας, διορίστηκε διάδοχος του Χρυσοστόμου, αλλά σύντομα τον διαδέχθηκε ο πανούργος Αττικός. Όποιος αρνιόταν να συνεργαστεί μαζί τους τιμωρούνταν με δήμευση της περιουσίας και εξορία. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος οδηγήθηκε στον Κουκουσό, ένα απομονωμένο και δύσβατο μέρος στα ανατολικά σύνορα της Αρμενίας, που ήταν συνεχώς εκτεθειμένο στις επιδρομές των Ισαύρων. Τον επόμενο χρόνο χρειάστηκε μάλιστα να καταφύγει για κάποιο χρονικό διάστημα στο κάστρο της Αραβησσού για να προστατευτεί από τους βαρβάρους αυτούς. Εν τω μεταξύ διατηρούσε πάντοτε αλληλογραφία με τους φίλους του και δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα επιστροφής.
Όταν έγιναν γνωστές στη Δύση οι συνθήκες της εκθρόνισής του, ο Πάπας και οι Ιταλοί επίσκοποι τάχθηκαν υπέρ του. Ο αυτοκράτορας(της Δυτικής Αυτοκρατορίας) Ονώριος (αδελφός του Αρκάδιου της Ανατολικής Αυτοκρατορίας) και ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ προσπάθησαν να συγκαλέσουν νέα σύνοδο, αλλά οι λεγάτοι τους φυλακίστηκαν και στη συνέχεια στάλθηκαν στην πατρίδα τους. Ο πάπας διέκοψε κάθε επικοινωνία με τους πατριάρχες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας (όπου ένας εχθρός του Χρυσοστόμου είχε διαδεχθεί τον Φλαβιανό) και της Κωνσταντινούπολης, μέχρις ότου (μετά τον θάνατο του Χρυσοστόμου) συγκατατέθηκαν να δεχθούν το όνομά του στα δίπτυχα της Εκκλησίας.
Τελικά όλες οι ελπίδες για τον εξόριστο επίσκοπο είχαν εξανεμιστεί. Προφανώς, για τους αντιπάλους του, ήταν πολύ και που ζούσε. Το καλοκαίρι του 407 δόθηκε η εντολή να τον μεταφέρουν στο Πύθιον, στα ακραία όρια της αυτοκρατορίας, κοντά στον Καύκασο. Ένας από τους δύο στρατιώτες που έπρεπε να τον οδηγήσουν του προκάλεσε όλα τα δυνατά μαρτύρια. Αναγκάστηκε να κάνει μεγάλες πορείες, ήταν εκτεθειμένος στις ακτίνες του ήλιου, στις βροχές και στο κρύο της νύχτας. Το σώμα του, ήδη εξασθενημένο από διάφορες σοβαρές ασθένειες, κατέρρευσε τελικά. Στις 14 Σεπτεμβρίου η ομάδα βρισκόταν στα Κόμανα του Πόντου. Το πρωί ο Χρυσόστομος είχε ζητήσει να ξεκουραστεί εκεί λόγω της κατάστασης της υγείας του. Μάταια υποχρεώθηκε να συνεχίσει την πορεία του. Πολύ σύντομα αισθάνθηκε τόσο αδύναμος που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα Κόμανα. Μερικές ώρες αργότερα ο Χρυσόστομος πέθανε. Τα τελευταία του λόγια ήταν: “Δόξα τω Θεώ δια τα πάντα”.
Ενταφιάστηκε στα Κόμανα. Στις 27 Ιανουαρίου του 438, το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλη λαμπρότητα και τοποθετήθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου είχε ταφεί και η Ευδοξία το έτος 404.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έδωσε το στίγμα του – από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ετσι (πρέπει) να μετριέται ο άνθρωπος – “μηδένα προ του τέλους μακάριζε”. Είναι ένα στίγμα διαχρονικό, πανανθρώπινο. Είναι ένας ανθρώπινος κώδικας αξιών (man code of values) τόσο αναγκαίος, τόσο ωφέλιμος, που συνάμα μοιάζει – από μια πρώτη, επιπόλαιη, μη ολιστική σκοπιά – απόμακρος, δύσκολα επιτεύξιμος, ιδανικός. Κι όμως, εκείνος απλά έκανε πράξη ό,τι δίδασκε. Δε δείλιασε μπροστά σε αυτοκράτορες δεν έκανε πίσω από τις ιδέες που υπηρετούσε. Προσπάθησε να διδάξει στους ανθρώπους πώς εφαρμόζονται οι αρχές του Ευαγγελίου στην καθημερινή ζωή. Νηφάλια – ο θυμός μας αδικεί όπως έλεγε σε μία από τις πιο εμπνευσμένες φράσεις του – αλλά με επιμονή και υπομονή χειρίστηκε τις υποθέσεις του, δημόσιες, που είχαν σχέση με το αξίωμά του αλλά και ιδιωτικές, που αφορούσαν, κυρίως, τις άδικες διώξεις και εν τέλει την εξόντωσή του. Δεν είναι προφανής ο κώδικας αυτού του σπουδαίου ανθρώπου; Το αποτύπωμα της εξαιρετικής προσωπικότητας του είναι, για πάνω από μία χιλιετία τώρα, αναγνωρίσιμος και σεβαστός παγκοσμίως, καθώς ο Χρυσόστομος τιμάται ως Αγιος σε Ανατολή και Δύση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ