Γράφει η
Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Διηγηματογράφος
rica@ath.forthnet.gr
Ένα πρωί στις 8, πετάξαμε προς τη Βόρεια Γαλλία. Τα σύννεφα, ψυχρό χιονισμένο τοπίο. Νυσταγμένα βλέμματα και φτωχικός καφές. Κι ύστερα το τρένο ως τη Γάνδη. Και το άλλο τραίνο ως το De Panne. Σκέπασμα, ένας μουχλιασμένος ουρανός που θύμιζε μόνιμα σούρουπο, ως το τέλος της παράδοξης διαδρομής.
Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε καθισμένοι σ’ ένα παλιό τραπέζι της Βαβυλώνας. Δεξιά Ουζμπέκοι και Κοζάκοι. Αριστερά Έλληνες και Γάλλοι.
Τόσοι αταίριαστοι λαοί, θαρρείς παράδοξοι ταξιδιώτες που έσμιξαν σ’ ένα γάμο. Θυμίζουν όλοι μαζί, εξωτικά πουλιά, που στάθηκαν να ξαποστάσουν ανάμεσα στα καταπράσινα τοπία και τα ζωγραφιστά κουκλόσπιτα της επαρχιακής Νορμανδίας.
Κάποτε θα το έλεγες ανήκουστο να συνυπάρχουν πλάι-πλάι όλοι μαζί, στα κολλαριστά τραπεζομάντηλα, το καμαμπέρ με μαρμελάδα και τις ολλανδικές πορσελάνες.
Τα εξωτικά πουλιά κοιτάζονται, μα δεν έχουν κοινή γλώσσα. Μιλούν με το βλέμμα της αποδοχής, με τη γλύκα της προσμονής πως αύριο θα γιορτάσουν μαζί.
«Εν αρχή ην ο Λόγος». Μα απόψε τέλειωσαν οι λέξεις. Χωρίς λόγια μείναμε! Με ξενίζει. Οι λέξεις έχουν αξία στο μυαλό μου. Το χρώμα της φωνής και οι παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις έχουν αξία. Κι όμως, χωρίς λόγια μείναμε απόψε!
Κι αυτό γιατί μιλούν τα βλέμματα, οι αγκαλιές, τα νεύματα, μιλούν τα πλατιά χαμόγελα. Μιλούν και οι ανοιχτές παλάμες στο μέρος της καρδιάς, και οι παλμοί που χτυπούν ένα-ένα τα λεπτά της προσμονής ως το γάμο.
Αυτό το σμίξιμο διαφορετικών ανθρώπων, ηπείρων και φυλών, γεννήθηκε από δυο νέους. Ανθρώπους φωτεινούς που συναντήθηκαν και αγαπήθηκαν σε μια τρίτη ήπειρο, μακριά από τη γη που τους γέννησε. Χωρίς να λογαριάσουν εμπόδιο τη γλώσσα, τις ρίζες, την κουλτούρα, τη νοοτροπία, τη ράτσα. Αυτές οι ψυχές είναι, που μοιράζουν απόψε τόση αγάπη σε όλους μας. Μας πείθουν και μας μονιάζουν σε μια ενιαία οικογένεια, χωρίς λόγια.
Τίποτε δεν τους εμπόδισε να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν, να αγαπηθούν και να ονειρευτούν ένα κοινό μέλλον. Με φίλους και παιδιά, με δέντρα γιορτινά και εκδρομές, με ήσυχες χειμωνιάτικες νύχτες. Σ’ αυτή τη ήπειρο ή σε μιαν άλλη. Σ’ αυτό τον αιώνα ή σ’ ένα μελλοντικό.
Γιατί το παράδειγμά τους έχει φτερά και εμπνέει μικρές και μεγάλες ψυχές.
Είναι βλέπεις, η αγάπη που πείθει, που χτίζει τα όνειρα και εμπνέει την αλήθεια του σεβασμού. Μουρμουριστά, σαν μυστικό που πλανιέται χωρίς λόγια, πάνω από προκαταλήψεις και συντηρητισμό. Και τότε λες «να που γίνεται!», απλά και όμορφα χωρίς λόγια. Ίσως, νιώθεις, πως για όσα πάλλονται τούτη την ώρα γύρω σου, είναι στ’ αλήθεια, περιττά τα λόγια.
Δείχνουν το δρόμο σ’ εμάς όλους, που κάποτε μιλάμε, χωρίς να επικοινωνούμε. Μιλάμε στον αέρα. Σ’ εμάς, που έχουμε σιωπήσει για να πληγώσουμε. Κι άλλοτε, ξεφωνίζουμε τις λέξεις, θαρρείς κύμβαλα από παλιά, για να ζορίσουμε, να επιβληθούμε, κι ας βυθίζουμε τη μοναξιά μας στις ψυχρές οθόνες.
Μας εμπνέουν, δυο νέοι που τα κατάφεραν, μιλώντας σε τρίτη γλώσσα, που δεν είναι καν η μητρική τους.
Απόψε που η ψύχρα παγώνει τ’ αστέρια και τα σύννεφα καλωσορίζουν τη σκοτεινιά, μια διαπίστωση υγραίνει τα μάτια, ζεσταίνει την καρδιά.
Κοίτα να δεις, που τελικά, υπάρχει και αγάπη χωρίς λόγια. Κοίτα να δεις! Ακόμη και για τα εξωτικά πουλιά, που ζουν ανάμεσά μας και δεν σταματούν να ονειρεύονται…