Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Oμπάρμπα Πέτρος ζούσε μόνος, σε ένα από τα βουνά της Μακεδονίας. Ζούσε εκεί από τότε που ήταν παιδί, σε ένα μικρό σπίτι μέσα στο δάσος. Από το σπίτι αυτό, το πιο κοντινό χωριό ήταν τόσο μακριά που διακρινόταν μετά βίας με γυμνό μάτι και αυτό μόνο όταν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Το πιο κοντινό σημείο πολιτισμού ήταν κάποιες ώρες μακριά. Καμία πρόσβαση σε τεχνολογικά μέσα, καταστήματα, σούπερ μάρκετ, τηλέφωνο, καφενείο, θέατρο, κινηματογράφο. Το μόνο που είχε στο σπίτι ήταν ένα μικρό ραδιόφωνο, με τη βελόνα κολλημένη στο πρόγραμμα της Εκκλησίας, που άνοιγε την ώρα της Λειτουργίας. Όταν η ανάγκη ήταν μεγάλη και έπρεπε να κατέβει στο χωριό, ακολουθούσε ολόκληρη διαδικασία. Έβαζε βενζίνη στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου με ένα παλιό μπιτόνι, καθάριζε τις λάσπες από την καμπίνα με το λάστιχο και αφού προσπαθούσε για ώρα να ανάψει τη μηχανή, ανέβαζε στην καρότσα τον σκύλο και ξεκινούσε.
Ο μπάρμπα Πέτρος ζούσε αποκομμένος από τον πολιτισμό και τον κόσμο και η ζωή του ακολουθούσε τον δικό της ρυθμό. Το πρόγραμμά του άρχιζε από νωρίς το πρωί. Πριν καλά καλά ξημερώσει, είχε ξεκινήσει η μέρα για εκείνον. Η φύση ξυπνούσε μαζί του την ίδια ώρα. Τα πουλιά έβγαιναν από τα σημεία που κούρνιαζαν τη νύχτα και άρχιζαν να κελαηδούν και να πετούν στον ουρανό. Πρώτα πήγαινε στο κοτέτσι να βάλει τροφή στις κότες. Μετά άνοιγε την πόρτα από το μαντρί να βγουν έξω τα πρόβατα να βοσκίσουν. Ο μπάρμπα Πέτρος γνώριζε κάθε ζωντανό, γνώριζε τις ανάγκες του, τις αρρώστιες του και τον χαρακτήρα του. Ο μπάρμπα Πέτρος μιλούσε και στα ζώα και στα φυτά σαν να ήταν άνθρωποι. Ήταν η δική του οικογένεια. Κάποτε που πέθανε ένα γέρικο γαϊδουράκι, αρρώστησε από τη στεναχώρια του και έκανε μέρες να συνέλθει.
Μια μέρα του Νοέμβρη άλλαξε το πρόγραμμά του. Μόλις είχε ανατείλει ο ήλιος. Από το βουνό διακρινόταν το πρώτο φως. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και ένας ήπιος βόρειος άνεμος χάιδευε τα λιγοστά φύλλα που είχαν μείνει στα φυλλοβόλα δέντρα. Στον ουρανό πετούσαν πουλιά προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες γάτες απολάμβαναν τον ήλιο και καθάριζαν το τρίχωμά τους.
Ο μπάρμπα Πέτρος ανακάτευε τον καφέ του στο μπρίκι. Πριν πάρει βράση ο καφές, έριξε λίγο στο φλιτζάνι μέχρι να φτιάξει το καϊμάκι που ήθελε. Πήρε τον καφέ του και κάθισε στην αυλή. Δίπλα του ένα μεγάλο δέντρο, μια Φουντουκιά. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τον κορμό της, «γέρασες και εσύ, όπως και εγώ», είπε, καθώς θυμόταν το δέντρο από την εποχή που ήταν παιδί. «Τι όμορφα που τα έχει πλάσει όλα ο Θεός, να συνυπάρχουν όλα αρμονικά. Στα κλαδιά σου να φωλιάζουν ζώα, πουλιά, έντομα, να γεννάς τόσο νόστιμους καρπούς, κάθε χειμώνα να ρίχνεις όλα σου τα φύλλα και να τα αποκτάς ξανά ένα ένα την άνοιξη, να χαρίζεις ομορφιά, δροσιά και οξυγόνο. Τη αρμονία! Τη γαλήνη! Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, Πάντα εν Σοφία εποίησας» και έκανε τον σταυρό του.
Ο μπάρμπα Πέτρος έφερε το ραδιόφωνο στην αυλή να ακούσει τη Λειτουργία της Εκκλησίας. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Πριν ακόμη τελειώσει η Λειτουργία το σήμα χάθηκε, καθώς μετακίνησε το ραδιόφωνο στην αυλή. Πήρε το ραδιόφωνο στα χέρια του και άρχισε να μετακινεί αργά τη βελόνα. Το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει το δελτίο ειδήσεων της ημέρας. «Αγαπητοί ακροατές καλημέρα σας. Ο Πούτιν συναντήθηκε στο Κρεμλίνο με την ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας και των κατασκευαστών πυραύλων. Ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι ξεκινάει τη μαζική παραγωγή των νέων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων Oreshnik, πρόκειται για ένα από τα πιο εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα που έχει αναπτύξει η Μόσχα. Ο πύραυλος αυτός δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με κανένα μέσο, σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν αποτελεί εκσυγχρονισμό παλαιών συστημάτων αλλά είναι αποτέλεσμα νέας τεχνολογίας. Ένα όπλο υψηλής ακρίβειας. Οι δημιουργοί του πυραύλου θα προταθούν για κρατικά βραβεία. Ο διοικητής των στρατιωτικών πυραυλικών δυνάμεων ανέφερε ότι ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος Oreshnik αναπτύσσει ταχύτητα έως δύο χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, κάτι που τον καθιστά υπερηχητικό και αόρατο στα συστήματα αεράμυνας. Ο πύραυλος Oreshnik πήρε το όνομά του από τη λέξη που στα ρωσικά σημαίνει Φουντουκιά».
Ο μπάρμπα Πέτρος, πήρε το ραδιόφωνο στα γερασμένα χέρια του, το έκλεισε και δεν το άνοιξε ξανά ποτέ…