Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024

Σημειώματα: Τα δάκρυα της βροχής…

Γράφει η

Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

Χειμωνιάτικο σούρουπο. Από νωρίς το απόγευμα, το σκοτάδι διεκδικεί επίμονα τη θέση του και αργά και πονηρά σέρνεται παντού όπου φτάνει το μάτι. Έξω και μέσα. Μέσα και έξω. Έξω, στους γυαλιστερούς δρόμους από το παγωμένο ψιλόβροχο. Έξω, στο σκούρο θολό ουρανό που νομίζεις πως ανασαίνει βαριά, και φύσημα της ανάσας του γίνεται πάχνη πνιγερή, που αργοσαλεύει σαν πένθιμο πέπλο, όπου υπάρχει φως και μπορείς να το δεις. Έξω στα δέντρα, σκοτεινές σκιές του εαυτού τους, με ανοιχτή μουσκεμένη αγκαλιά τα υγρά κλαδιά που δακρύζουν στοχαστικά κάθε φορά που το ψιλόβροχο δυναμώνει. Τα φώτα του δρόμου κίτρινα κι αρρωστημένα, άναψαν όλα μαζί, χωρίς να μεταβάλουν σε τίποτα καλύτερο την προσωπίδα της θολής εικόνας, που όσο περνά η ώρα γίνεται όλο και πιο μαύρη, όλο και πιο σιωπηλή. Κάποιες σιγανές ομιλίες που ακούγονταν λαχανιασμένα να δραπετεύουν δειλά, κάτω από τις ελάχιστες ανοιχτές ομπρέλες, τώρα έχουν σιγήσει. Αργά και που φαίνεται κάποιος ξεχασμένος περαστικός να διαβαίνει τον άδειο δρόμο, αδιαφορώντας για την ήρεμη βροχή που τον ακουμπά με έναν συρτό τριγμό, σαν να θέλει να κλάψει επάνω του, τώρα που δεν τον βλέπει κανείς.

Νύχτωσε… Έξω ο ουρανός κρέμασε τη δυνατή μπόρα του, και δυνάμωσε το παγωμένο αεράκι για να τη στεγνώσει. Έξω η νύχτα ανάμεσα από γη και ουρανό, κυνηγά θαύματα, σκοντάφτει στο λιγοστό φως, σπέρνει το καλό και το κακό, βογκά και μαγεύει… Μια κόκκινη γραμμή σαν φλόγα που δεν μπορεί να τη σβήσει η βροχή, σφιχτοδένει το «έξω» και το «μέσα».

Μέσα λουφάζει ο τρεμάμενος καρπός της φωτιάς. Είναι ο άνθρωπος που τον γέννησε η παγερή μοναξιά και απόψε μένει πάλι ακίνητος, αναπαμένος στην απαντοχή κάποιου άλλου ανθρώπου, οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου… που ποτέ δε φτάνει για να σπάσει την αβάσταχτη σιωπή με τη φωνή του, σε όποια γλώσσα και να είναι αυτή η φωνή. Αυτή τη φωνή περιμένει υπομονετικά μόνος κι έρημος, οκνός να σηκωθεί από την ξεφτισμένη πολυθρόνα του, που διαμαρτύρεται κι αυτή βογκώντας, έτσι καθώς την έχει κολλήσει στον τοίχο του δωματίου, ακριβώς μπροστά στο ιδρωμένο παράθυρο που βλέπει έξω στο δρόμο.

Ο παππούς είναι το κύμα που άραξε στην ακτή. Με δυσκολία κινείται λίγες φορές μέσα στο δωμάτιο, και επιστρέφει ξανά τρέμοντας στην αγκαλιά της πολυθρόνας του, που ξαφνικά γίνεται καράβι με κάτασπρο γελαστό πανί· τον ταξιδεύει όλη την ημέρα στη δική του χώρα, αυτή την ακίνητη χώρα που τώρα είναι δική του, την έχει κερδίσει και του ανήκει ολοκληρωτικά, αφού έτσι έχει αποφασίσει ο πύρινος χρόνος, που σαν ίλιγγος πέρασε τόσο γρήγορα και χάθηκε…

Αυτή η απέραντη χώρα είναι το κομμάτι του δρόμου, που με πρωτοφανή αρμονία θλίψης και νοσταλγίας σμίγει με την ψυχή του. Όμως σήμερα η ψυχή του δεν μπορεί να σμίξει με τον όγκο του κόσμου που τον περιβάλλει.

Όλη την ημέρα, πίνοντας από την πηγή του χρόνου το υπόλοιπο νερό της ζωής που του απόμεινε, ξεδιψά, δροσίζεται, και απλώνει τα τσακισμένα φτερά του, στην πλάτη της ριζωμένης πολυθρόνας για ξεκούραση. Ύστερα ακουμπά στο νοτισμένο τζάμι του παραθυριού το κουρασμένο του πρόσωπο· νιώθει μέσα από την επαφή αυτής της κίνησης, να χτυπά στο στήθος του ο ζωντανός παλμός της γης, σα να τον καλεί στη δική της καλοκαιριά που πάλλεται από την παρουσία των δικών του ανθρώπων, που του μιλούν για τα περασμένα, γελούν για τις μπόρες που τους χτύπησαν και τις νίκησαν, χαίρονται για το εφήμερο φως της ζωής που τους έλουσε…

Τα μάτια του είναι καρφωμένα έξω στη ζωή, αλλά δεν τη βλέπει. Η μοναξιά που τον πνίγει γίνεται βόγκος. Η ανθρώπινη απουσία, και η ολόγυμνη αδιαφορία που τον σκεπάζει καθημερινά, σκοτεινιάζει τον ήλιο που μεσουρανεί, και έτσι δεν μπορεί να διακρίνει τις στιγμές εκείνες που θεμελιώνουν τη χαρά και φιλεύουν μακάριο φως. Ξέρει ότι, όταν θα φανεί η θαμπή αυγή, θα τον βρει εκεί πάλι μόνο, χλωμό επαίτη της ζωής, να σταλάζει τα δάκρυά του στη φιλόξενη αγκαλιά της πολυθρόνας του, επιμένοντας και ελπίζοντας να ακούσει στο μισοσκότεινο δωμάτιο και άλλη μια ανθρώπινη φωνή, εκτός της δικής του, που την ακούει τις ώρες που συνομιλεί με τον εαυτό του, για όλα αυτά που πέρασαν, πέταξαν, χάθηκαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν…

Και απόψε βρέχει… Βρέχει παντού…

Ζεστά τα δάκρυα αυτής της βροχής!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ