Γράφει η Δρ. Μαρία Γιαλλούση
Συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Shopping for Love: Για τον έρωτα στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης»
(2024, εκδ ΚΨΜ)
Οι ρομαντικές φαντασιώσεις μας για την αγάπη που συσκευάζονται και πωλούνται με τη μορφή δώρων, παραμένουν αναλώσιμες, ενδεχομένως γεμάτες με κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες. Για τους θεωρητικούς της κατανάλωσης, η κατανάλωση κινείται από την επιθυμία του καταναλωτή. Τα συναισθήματα, ως κοινωνικά, πολιτισμικά -και γλωσσικά- φαινόμενα, μπορούν να εκληφθούν σαν μια κατηγορία εμπορευμάτων, η οποία μάλιστα διαδίδεται ολοένα και πιο πολύ, συνιστώντας το συναισθηματικό εμπόρευμα. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συναισθηματικών εμπορευμάτων. Ένα παράδειγμα είναι τα συναισθήματα που αναδύονται σε έναν χώρο με ρομαντική μουσική, στον οποίο «καταναλώνουμε» την ατμόσφαιρα χαλάρωσης και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το εμπόρευμα της κάθε σχέσης. Αναλογιστείτε την τεράστια βιομηχανία του μικρού δώρου αυτές τις μέρες, που προορίζεται για να εκφράσετε χαριτωμένα συναισθήματα, όπως είναι οι κούπες «Καλή Χρονιά, σ’ αγαπώ».
Η εμπορευματοποίηση της αγάπης εμφανίζεται όλο και περισσότερο συνδεδεμένη και εξαρτημένη από την καπιταλιστική κατανάλωση. Η διαφήμιση και οι ταινίες, οι αναδυόμενες και όλο και πιο ισχυρές πολιτιστικές βιομηχανίες, ανέπτυξαν και προώθησαν, από τον εικοστό αιώνα και μετά, το όραμα αυτής της αγάπης ως ουτοπία. Η βασική ιδέα ήταν ότι η έλλειψη ενθουσιασμού στις σχέσεις αγάπης μπορούσε να αντιμετωπιστεί και ακόμη και να αντιστραφεί μέσω της κατανάλωσης, ειδικά μέσω της αγοράς νέων εμπειριών πληρώνοντας για ρομαντικές δραστηριότητες όπως αποδράσεις και ακριβές διακοπές ή ξοδεύοντας χρήματα για δείπνα στην παραλία και δώρα ή άλλες εκπλήξεις, όπως αυτές που θα ανταλλάξουμε τις γιορτινές μέρες. Με αυτό τον τρόπο ο καπιταλισμός εισέβαλε αμείλικτα στις πιο ιδιωτικές γωνιές της διαπροσωπικής και συναισθηματικής μας ζωής.
Αν και η ρομαντική ουτοπία «καταναλώνεται» παντού, ο αστικός ρομαντισμός είναι πιο «εμποροκεντρικός» από ό, τι οι φτωχές εκδοχές τού ρομαντισμού, με τις τελευταίες πιθανό να παρέχουν μη αγοραία ή μη εμπορικά παραδείγματα ρομαντικής εμπειρίας. Διαπιστώνεται από μελέτες ότι οι άνθρωποι με χαμηλό εισόδημα είναι πιο πιθανό να περιγράψουν το δείπνο στο σπίτι, τις τυχαίες συναντήσεις, το πιάσιμο των χεριών και το να είναι μαζί, ως ρομαντικά. Αντίθετα, οι ερωτηθέντες της μεσαίας έως ανώτερης μεσαίας τάξης είναι πιο πιθανό να επικαλεστούν ταξίδια στη Ρώμη, κρουαζιέρες ή διακοπές έκπληξης και αποκλειστικά δείπνα στον τελευταίο όροφο ως τις πιο ρομαντικές στιγμές. Αυτό επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, διαφορετικούς τρόπους ρομαντικής αγάπης που βασίζονται στην κοινωνική διαφοροποίηση.
Η εμπορευματοποίηση της αγάπης παραμένει προβληματική στη βασική ιδέα της να αντιμετωπίσει την (κατασκευασμένη) έλλειψη ενθουσιασμού στις σχέσεις αγάπης. Το ερώτημα που αναδύεται είναι αν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουμε καταφέρνοντας να παραμείνουμε υγιείς στις συναισθηματικές διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η αμφισβήτηση θα ήταν μια καλή αρχή ώστε κάθε εμπειρία αγάπης που είναι ανόμοια με τις ρομαντικές ουτοπίες των μέσων ενημέρωσης και τις αναπαραστάσεις της αγοράς να μη ματαιώνεται, γεμάτη απογοήτευση. Εμπνέομαι, για άλλη μια φορά, από τα λόγια του Μαρξ ότι τα ανθρώπινα όντα στήνουν την πραγματικότητα πρώτα στη φαντασία τους πριν αυτή υπάρξει και σκέφτομαι ότι αξίζει, αυτές τις μέρες των γιορτών να προσπαθήσουμε, παρέα με άλλα άτομα από τον περίγυρό μας να φανταστούμε και να στήσουμε νέες εμπειρίες αγάπης που δεν αγοράζονται.