Γράφει η
Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης
Μεταδιδακτορικό Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστημιο Αθηνών & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
Αν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ήταν ο εικαστικός που απεικόνισε με αινιγματικό τρόπο την ανθρώπινη αντίληψη για το πρόσωπο του Θείου στο χαμόγελο της Μόνα Λίζα και ο Μιχαήλ Άγγελος εκείνος που απέδωσε τον άνθρωπο σαν εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ήταν ο καλλιτέχνης που μετέφερε στον καμβά με πρωτοποριακό και νεωτεριστικό τρόπο καλύτερα απ’ όλους τους συγχρόνους του την ανθρώπινη μεταφυσική αγωνία. Πρόκειται για έναν γίγαντα της παγκόσμιας Ιστορίας της Τέχνης, που έζησε ανάμεσα σε δύο εποχές, στον παρωχημένο κόσμο της τέχνης που χάνεται και στον καινούργιο που ερχόταν. Το σημαντικότερο όμως, ήταν ότι υπήρξε ένας εμπνευσμένος προφήτης των σύγχρονων καιρών, αφού τα έργα του διαπνέονται από κάτι αδιευκρίνιστα ασυνήθιστο, κάτι μυστηριακό που είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευτεί με λόγια, όσο πλούσιο ή ευρηματικό και αν είναι το λεξιλόγιο.
Με αφορμή τη γιορτή των Χριστουγέννων, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε έργο σχετικής θεματολογίας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1541-1614), που αναδεικνύει την ιδιοφυή καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Γνωστός και με το ισπανικό προσωνύμιο El Greco, δηλαδή Ο Έλληνας, υπήρξε Kρητικός ζωγράφος, ο οποίος αρχικά, εκπαιδεύτηκε ως αγιογράφος στην Κρήτη, που αποτελούσε τότε τμήμα της ενετικής κυριαρχίας. Αργότερα, ταξίδεψε στην Ιταλία όπου δέχθηκε επιρροές από τους σημαντικότερους ζωγράφους της ιταλικής τέχνης, όπως τους Τιντορέτο και Τιτσιάνο, υιοθετώντας χαρακτηριστικά της μανιεριστικής τεχνοτροπίας. Το 1577 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Τολέδο, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του και φιλοτέχνησε ορισμένα από τα πιο σημαντικά δημιουργήματά του.
Η περίφημη απεικόνιση της «Προσκύνησης των ποιμένων» (1612-14), αποτελεί πραγματικά ένα παραδοσιακό θέμα της θρησκευτικής εικονογραφίας που αφορά στη γιορτή των Χριστουγέννων (εικ. 1). Στο έργο αυτό, η τέχνη του El Greco, αν και έχει ορισμένα εξωτερικά μανιεριστικά χαρακτηριστικά, όπως τη γνωστή επιμήκυνση του σώματος, είναι ωστόσο απαλλαγμένη από την επιτήδευση και ωραιοποίηση, αφού διαποτίζεται από γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα, πνευματικότητα και ένταση -κληρονομιά από την ασκητική βυζαντινή τέχνη της Κρήτης- και ταυτόχρονα είναι φορτισμένη με ανθρώπινη γλυκύτητα. Το πολύ προσωπικό του στιλ φανερώνεται στην καταπληκτική εκφραστικότητα στα πρόσωπα με την ιδιότυπη φυσιογνωμία, στην αντιθετική χρήση του χρώματος και στην ιδιόρρυθμη χρήση του φωτός που φαίνεται να πηγάζει από μια στιγμιαία και εκτυφλωτική λάμψη που κεραυνοβολεί τα πάντα και δημιουργεί έντονα φώτα και βαθιές σκιές. Ο ζωγράφος επέλεγε για τις μεγάλες θρησκευτικές απεικονίσεις του το παραλληλόγραμμο σχήμα στο οποίο το ύψος ήταν υπερδιπλάσιο της βάσης. Η συγκεκριμένη επιλογή αναδεικνύει την καθετότητα των μορφών και αναπτύσσει τη σύνθεση σε δύο επάλληλα επίπεδα. Στα κατώτερα τμήματα του έργου τα πρόσωπα αποδίδονται με πιο εύρωστη ανατομία, ενώ στο ανώτερο επίπεδο του πίνακα ο χώρος φιλοξενεί τις θεϊκές αποκαλύψεις και τις αγγελικές παρουσίες.
Ο πίνακας που ζωγράφισε το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας αποτυπώνοντας μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα» (εικ.2), αρκούσε για να αποδοθεί στον κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη ο τίτλος «του ζωγράφου των Χριστουγέννων». Το έργο αυτό θεωρείται ως η κορυφαία στιγμή στην ηθογραφική ζωγραφική της Ελλάδας. Είναι προφανές ότι ξεπερνά την απλή απεικόνιση ενός εθίμου, έχοντας προκαλέσει πολλές συζητήσεις για τους συμβολισμούς του. Η παρέα των παιδιών, χαρούμενη, ζωντανή με απόλυτη φυσικότητα και ανεμελιά λέει τα κάλαντα μπροστά από το ανοιγμένο παράθυρο ενός φτωχικού σπιτιού, όπου η μητέρα με το παιδί της παρακολουθεί με αφοσίωση τη χαρούμενη χριστουγεννιάτικη μουσική νότα. Τα σύμβολα που εισάγει πολλά, το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης που δένει το σανδάλι της ειρωνικά τοποθετημένο απέναντι από μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, τα οποία δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών αλλά αυθόρμητες παρουσίες που σκορπίζουν ζωντάνια και δροσιά στο χώρο. Το ξερό, άνυδρο δέντρο στο βάθος δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια των μικρών αυτών παιδιών, ενώ η ολάνθιστη γαρυφαλλιά δίνει τη δική της φωτεινή πινελιά στον άχρωμο τοίχο του φτωχικού σπιτιού.
Ο Σπύρος Βικάτος (1878-1960), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής τέχνης, γεννήθηκε το 1878 στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Άρχισε να ζωγραφίζει σε ηλικία 10 ετών όταν πιάνει δουλειά στο φαρμακείο του νησιού για να μπορέσει να ζήσει. Ήδη από το Γυμνάσιο έδειξε το πηγαίο ταλέντο του στη ζωγραφική, ενώ η πρώτη αίθουσα που φιλοξένησε έργα του ήταν… η βιτρίνα τον φαρμακείου που εργαζόταν! Τα έργα του είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με φανερή την επιρροή του γερμανικού ακαδημαϊσμού, από τον οποίο υιοθέτησε μια ήπια εκδοχή, αλλά και της φλαμανδικής σχολής του 17ου αιώνα. Στο έργο «Το χριστουγεννιάτικο δέντρο» (προ 1932), (εικ.3) συνδυάζει τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου με τις νέες τεχνικές που σχετίζονταν με τη νοηματική εμβάθυνση στο χρώμα, ξεφεύγοντας από τη στατικότητα που χαρακτήριζε τον ακαδημαϊσμό και φλερτάροντας δημιουργικά με το χώρο του ιμπρεσιονισμού, όπου το χρώμα και το φως παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύνθεση.
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
ΕΙΚ. 1. El Greco. H προσκύνηση των ποιμένων (1612-14). Mουσείο Prado
ΕΙΚ. 2. Νικηφόρος Λύτρας. Κάλαντα (1872)
ΕΙΚ. 3. Σπύρος Βικάτος. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο (1932)