Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Ο χορός του χιονιού είχε αρχίσει από το μεσημέρι, και όσο προχωρούσε η μέρα πολλαπλασίαζε τις φιγούρες του, λες και προσπαθούσε να τις πετύχει όλες πριν νυχτώσει και ο λευκός συνοδός χάσει την ανάλαφρη ντάμα του στο σκοτάδι.
Στη θολή από τη ζέστη τζαμαρία του σπιτιού, ακουμπούσαν δύο τρυφερές λευκές παλάμες και μια μυτούλα. Η αθόρυβη αναπνοή του μικρού αγοριού μεγάλωνε τον ιδρώτα του κρυστάλλου και κάθε φορά που ο σιωπηλός αέρας έφερνε τις νιφάδες του χιονιού προς το πρόσωπο του παιδιού, αυτό έκανε ένα βήμα πίσω, και αμέσως πάλι οι τρυφερές παλάμες ακουμπούσαν στο τζάμι και η γλυκιά ανασαμιά του ζέσταινε την παγωνιά του κόσμου.
Το στολισμένο δέντρο ήταν πολύ ψηλό. Σα να είχε φυτρώσει στο πάτωμα, μεγάλωσε γρήγορα, έφτασε η κορυφή του στο ταβάνι, κι αν είχε και άλλο ύψος το σπίτι, θα προχωρούσε ακόμα πιο πάνω. Παράξενο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Έμοιαζε σαν γαλάζιο σύννεφο! Λευκά κλαδιά ξεπηδούσαν μέσα από διάφανη γαλάζια πάχνη. Οι μπάλες, μικρά κομμάτια καλοκαιρινού γαλανού ουρανού, που φωτίζονταν από μικρά σαν σπόρους λαμπάκια, ίδια στο χρώμα με τα μάτια νεογέννητου μωρού, που ανοιγοκλείνουν αβέβαια μόλις συναντήσουν το φως.
Στο σπίτι επικρατούσε ομορφιά και απόλυτη τάξη. Σε λίγες ημέρες ο μικρός Χριστός θα γεννιόταν και σ’ αυτό το σπίτι κι έπρεπε να είναι όλα τακτοποιημένα και χαρούμενα. Η νεαρή μητέρα έβαζε τις τελευταίες και πιο δύσκολες πινελιές στο χώρο με μεγάλη προσοχή, γιατί από αυτά τα Χριστούγεννα το τρίχρονο αγοράκι θα «αποθήκευε» τις πρώτες του εικόνες και μνήμες, που θα τις κουβαλούσε μαζί του σε όλη του τη ζωή. Κάθε τόσο, καθώς πηγαινοερχόταν στο σαλόνι, σήκωνε με λαχτάρα στην αγκαλιά της το παιδί της και με γλυκιά φωνή του σιγοτραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια που γέμιζαν με γλυκές νότες όλο το σπίτι… Εγεννήθηκες, χωρίς μια σκουφίτσα να φορείς… Και ο μικρός γελούσε ευτυχισμένος, και προσπαθούσε με τις μισές λέξεις του, να συμπληρώσει ό,τι έλειπε γύρω του. Και δεν έλειπε τίποτα. Μόνο το Σπήλαιο της Γέννησης με τη Φάτνη… αλλά και αυτό μόλις είχε φτάσει φορτωμένο στα δυνατά χέρια του πατέρα. Ήταν αρκετά μεγάλο και βρήκε αμέσως τη θέση του στη ρίζα του γαλάζιου χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Ο μικρός Χρήστος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του! Άφησε βιαστικά το χορό του χιονιού κι απορημένος ξάπλωσε στο χαλί και στηρίζοντας στους αγκώνες και στις παλάμες του το ξανθό κεφαλάκι του, έμεινε ακίνητος για αρκετά λεπτά με τα μάτια καρφωμένα στη φάτνη, στον Χριστούλη, που γυμνός και γελαστός μέσα στο παχνί των ζώων, περίμενε υπομονετικά την ανασαμιά τους, να ζεστάνει το μικρό του σώμα, χωρίς να κλαίει και να παραπονιέται για τίποτα.
Το παιδάκι εκστατικό παρατηρούσε τον μικρό Χριστό, χωρίς να βγάζει λέξη απ’ το στόμα του, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση, καμιά αταξία. Ήταν φανερό ότι κάτι πολύ σοβαρό το απασχολούσε, που δυστυχώς, δυσκολευόταν να το εκφράσει. Κάθε τόσο σήκωνε δειλά το ένα του χέρι κι έκανε να πλησιάσει τον μικρό Χριστό, αλλά πάλι το τραβούσε πίσω, σα να μετάνιωνε την τελευταία στιγμή. Τα ματάκια του τώρα ήταν λυπημένα. Το σαγόνι του κάθε τόσο έτρεμε, σα να ετοίμαζε δυνατό κλάμα που με δυσκολία το συγκρατούσε.
Οι γαλάζιες ακτίνες του χριστουγεννιάτικου δέντρου φώτιζαν απαλά το λευκό πρόσωπο του Χριστού και ο μικρός Χρήστος ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια του προσπαθούσε ν’ απομακρύνει τα δάκρυα. Έμεινε εκεί ακίνητος κι αμίλητος αρκετή ώρα. Η μητέρα είχε από την πρώτη στιγμή παρατηρήσει τον προβληματισμό και την αγωνία του παιδιού, αλλά υπομονετική, το άφηνε να εκδηλωθεί μόνο του και να εκφράσει τη σκέψη του. Όμως όταν είδε ότι η ώρα περνούσε κουβαλώντας ένα απροσδιόριστο φορτίο σιωπής που κάθε τόσο έκανε τα φωτεινά μάτια του παιδιού της να σκοτεινιάζουν, το πλησίασε σχεδόν αδιάφορα, και γονάτισε δίπλα του.
– Τι έχει ο Χρήστος; ρώτησε γλυκά. Βλέπεις τον Χριστούλη στη φάτνη; Καμιά απάντηση. Μόνο ένας πνιγμένος λυγμός που μόλις ακούστηκε.
– Βλέπεις την Παναγίτσα; Κοίτα εδώ και τα ζωάκια… Θυμάσαι Χρήστο που σου έλεγα ότι ο Χριστούλης που γεννήθηκε ήταν ένα φτωχό παιδάκι που δεν είχε ρουχαλάκια; Θυμάσαι και το τραγουδάκι που λέγαμε; «Εγεννήθηκες χωρίς μια σκουφίτσα να φορείς»… Όμως δεν πρέπει να στεναχωριέσαι που ο Χριστός είναι γυμνός. Κοίτα πόσα ζωάκια σκυμμένα επάνω του τον ζεσταίνουν… Κοίτα πως φυσούν, φου, φου, φου, την αναπνοή τους επάνω του κι εκείνος δεν κρυώνει καθόλου. Καμιά απάντηση. Μόνο ένα δάκρυ, αθώο μικρό διαμάντι, ξεκίνησε από την πηγή του, κατηφόρισε αθόρυβα στο μάγουλο και κρύφτηκε στον τρυφερό λαιμό. Και η μητέρα συνέχισε:
– Βλέπεις ότι ο Χριστός είναι ένα μικρό παιδάκι σαν κι εσένα; Βλέπεις…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Το μικρό αγόρι κατέβηκε βιαστικά από την αγκαλιά της και χώθηκε στο δωμάτιό του. Θόρυβοι ακούγονταν κάθε τόσο και σύρσιμο στο πάτωμα. Πέρασε λίγη ώρα γεμάτη απορίες και ερωτηματικά. Δεν μιλούσε κανείς, ούτε και τον ακολούθησε κανείς για να δει τι κάνει. Σίγουρα όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις η μαμά τα ξέρει όλα, χωρίς να τα δει. Τα προβλέπει όλα χωρίς να μιλά. Δεν τα διακόπτει γιατί πρέπει να γίνουν. Ξέρει ότι δεν ωφελεί να σταματήσει ή ν’ αναβάλει τη φωνή της ψυχής του παιδιού της. Μπορεί να είναι μικρό, αλλά η ψυχή του έχει λόγο και μάλιστα λόγο δυνατό που μόνο αυτόν τον λόγο ήθελε ο ίδιος ο Χριστός ν’ ακούει όταν προέτρεπε τα παιδιά να πάνε κοντά του.
Επιτέλους η σιωπή θρυμματίστηκε απότομα, παίρνοντας μαζί της τις απορίες, τα ερωτηματικά και τις αγωνίες των μεγάλων. Στην πόρτα του σαλονιού παρουσιάστηκε το μικρό παιδάκι γελαστό, με το πρόσωπό του ν’ ακτινοβολεί σαν νεογέννητος ήλιος. Δεν είπε τίποτα. Έσερνε όμως πίσω του μια πάνινη σακούλα σφίγγοντας γερά στα τρυφερά του δάκτυλα τα χοντρά κορδόνια…
Πέρασε αμίλητος μπροστά απ’ όλους με ύφος νικητή που απολαμβάνει τον θρίαμβό του και αθόρυβα γονάτισε μπροστά στη μεγάλη φάτνη. Άπλωσε δειλά το δεξί του χέρι και το ακούμπησε επάνω στο γυμνό κορμάκι του Χριστού, σα να ήθελε να διαπιστώσει αν ήταν παγωμένος ή ίσως για να τον χαϊδέψει. Μετά άνοιξε την πάνινη σακούλα, άδειασε το περιεχόμενό της στο χαλί, και με μεγάλη προσοχή και υπομονή άρχισε να γεμίζει το σπήλαιο που γεννήθηκε ο Χριστός. Σε λίγη ώρα όλα τα πάνινα και πλαστικά ζωάκια που είχε στο δωμάτιό του για να παίζει, είχαν τοποθετηθεί με αγάπη γύρω-γύρω στον μικρό Χριστό, για να τον ζεστάνουν με την ανάσα τους. Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε γελαστός και ικανοποιημένος και τράβηξε από το χέρι τη μαμά. Εκείνη, γεμάτη δήθεν «έκπληξη» φώναξε:
– Μπράβο… μπράβο Χρήστο. Τώρα ο Χριστούλης δεν κρυώνει. Είναι ζεστός με τόσα ζώα να κάνου… φου… φου επάνω του… Ο μικρός χτύπησε τα χεράκια του χαρούμενος και ύστερα από λίγη ώρα απόλυτα ήρεμος και γαλήνιος αγκάλιασε το μαξιλάρι του και παραδόθηκε στον γλυκό ύπνο της χριστουγεννιάτικης νύχτας που ολοένα πλησίαζε λευκή από το χιόνι που όλο δυνάμωνε.
Τώρα, η μεγάλη σπηλιά της Γέννησης, ήταν γεμάτη ζώα που «συνωστίζονταν» ποιο θα ζεστάνει πρώτο το Θείο Βρέφος. Βέβαια είναι σίγουρο ότι ποτέ και κανένας υμνογράφος δε θα μπορούσε να φανταστεί πάνω από τον μικρό Χριστό, εκτός από τα πρόβατα, τα άλογα και τα γαϊδουράκια της στάνης, να ζεσταίνουν τον Θεάνθρωπο, και: Δύο λιοντάρια, μια λεοπάρδαλη, ένας ελέφαντας, ένας κροκόδειλος, ένα δελφίνι, δύο πάπιες, ένας τάρανδος, δύο βατράχια, και πολλά ακόμα άγρια και ήμερα ζώα, γιατί μόνο η αγνή και καθαρή ψυχούλα ενός παιδιού μπορεί να εξαφανίσει κάθε ίχνος αγριότητας, σκληρότητας και βίας απ’ όλα τα όντα και να διδάξει έτσι απλά την αγάπη, την καλοσύνη και τον πόνο για τον συνάνθρωπο .
Η νύχτα των Χριστουγέννων φάνηκε ότι δεν είχε τέλος… Καθώς ανηφόριζαν οι ώρες της Γέννησης του Θεανθρώπου, το χιόνι έξω από την πόρτα, είχε σχηματίσει μικρά γυαλιστερά βουναλάκια. Όταν η μητέρα σηκώθηκε το πρωί και πήγε κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι του μικρού παιδιού για να το σκεπάσει, όπως έκανε συνήθως αυτήν την ώρα, βρήκε το κρεβάτι άδειο. Στην αρχή πάγωσε και ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει έξω απ’ το στήθος. Ασυναίσθητα έκλεισε με την παλάμη της το στόμα, καθώς μια υπόκωφη κραυγή πάσχιζε να ελευθερωθεί από μέσα της και να ταξιδέψει στον χριστουγεννιάτικο αγέρα που μοσχομύριζε λιβάνι και σμύρνα.
Χωρίς ανάσα έτρεξε στο σαλόνι.
Πλησίασε αθόρυβα το γαλάζιο δέντρο, το σπήλαιο της Γέννησης, και τη φάτνη. Ήταν άδεια… Ο νεογέννητος Χριστός έλειπε.
Επάνω στο χαλί κοιμόταν βαθειά και γαλήνια ο μικρός Χρήστος τυλιγμένος ολόκληρος, σαν στρογγυλή μπάλα, στην αγαπημένη του κουβερτούλα!
Στην αγκαλιά του έσφιγγε στα ζεστά τον μικρό Χριστό, ντυμένο τώρα με τα δικά του ρούχα και φορώντας στο κεφάλι του τη δική του μάλλινη σκουφίτσα!