Επιμέλεια Λία Βαλατα – Τσιάμα
Ιστορικός – Ερευνήτρια
Το 1869 ήρθε διοικητής [στη Θεσσαλονίκη, μέρος τότε ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας] ο Σαμπρί Πασάς, από τη Σμύρνη, όπου είχε πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο εκσυγχρονισμό του λιμανιού. Η στρατηγική του για τη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ παρόμοια: να την ανοίξει, κατεδαφίζοντας τμήματα του τείχους και επεκτείνοντας τις εμπορικές και λιμενικές της εγκαταστάσεις. Έως τότε το παλιό παραθαλάσσιο τείχος είχε σταθεί κάτι σαν φράγμα απέναντι στον έξω κόσμο. «Δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί πόλη τόσο σφιχτά τειχισμένη στο παραθαλάσσιο μέτωπό της», σημείωνε ένας ταξιδιώτης, λίγο προτού αρχίσουν τα έργα.
Σε όλη την Ευρώπη του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα, η αστυφιλία γκρέμιζε τα μεσαιωνικά τείχη: το 1860 στην Αμβέρσα και τη Βαρκελώνη,το 1870 στο Άμστερνταμ και το 1878 στη Βιέννη. Ο Σαμπρί Πασάς επομένως ακολουθούσε κατά πόδας το ρεύμα της εποχής, όταν πήγε με το ασημένιο του σφυρί στο παραθαλάσσιο τείχος κι έριξε την πρώτη πέτρα στο νερό. Τα διατακτικά του χτυπήματα σημάδεψαν την αρχή του πιο φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Για να μεγαλώσει το λιμάνι, ο Σαμπρί Πασάς πρότεινε με τα μπάζα από τα παλιά τείχη να επιχωματωθεί μέρος του κόλπου. Στη συνέχεια η νέα πρόσοψη, πέρα από το ότι θα δημιουργούσε χώρο για νέα δημόσια κτίρια, ακόμη και για ένα δημόσιο πάρκο, θα εκποιούνταν σε εργολάβους, ώστε να χρηματοδοτηθούν διάφορες απόλυτα αναγκαίες βελτιώσεις. Ο πασάς σκεφτόταν επίσης ν’ ανοίξει μια παραθαλάσσια λεωφόρο με τραμ, που θα επέτρεπε στην κυκλοφορία να διασχίζει την πόλη χωρίς να προκαλεί συμφόρηση στον κεντρικό της δρόμο.
Ήταν ένα λαμπρό και γεμάτο όραμα σχέδιο, που επέτρεψε την επέκταση προς τις πιο επίπεδες εκτάσεις και από τις δύο μεριές των τειχών. Με την κατεδάφιση της παλιάς Πύλης του Βαρδάρη και του τμήματος του ανατολικού τείχους που ανηφόριζε ξεκινώντας από τον Λευκό Πύργο, η πόλη για πρώτη φορά στην ιστορία της άνοιξε προς τον έξω κόσμο κι άρχισε τη διαδικασία ανάπτυξης των προαστίων της, η οποία συνεχίζεται χωρίς ουσιαστική διακοπή έως σήμερα.
Η Πύλη ενέκρινε μεν το σχέδιο, αλλά έπρεπε αυτό να αυτοχρηματοδοτηθεί· η επιτυχία του επομένως εξαρτιόταν από τη διάθεση της νέας εμπορικής της πόλης να συμμετάσχει. Μετά από μια διαφημιστική εκστρατεία, μεμονωμένοι επιχειρηματίες και κρατικοί οργανισμοί όπως η νέα Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα και τα Αυτοκρατορικά Ταχυδρομεία, αγόρασαν πολλά οικόπεδα. Ευρωπαίοι απέκτησαν σχεδόν τα μισά.
Η νέα όψη της Θεσσαλονίκης προς τον κόσμο, με το λιμάνι στη μια της άκρη και τον Λευκό Πύργο στην άλλη, περιλάμβανε «ξενοδοχεία και σύγχρονα σπίτια, αποθήκες, στο μη ενδιαφέρον σολ του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Τα ξενοδοχεία Splendid Palace, Olympos και d’Angleterre φιλοξενούσαν τους επισκέπτες, και τα μπαλκόνια τους πρόσφεραν στους μελλοντικούς ρήτορες και πολιτικούς ένα νέο σκηνικό: πλήθη συγκεντρώθηκαν, λόγου χάρη, για ν’ ακούσουν τους λόγους που εκφωνήθηκαν από τον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου Olympos τον Ιούλιο του 1908, όταν άρχισε η επανάσταση των Νεοτούρκων.
Κατά μήκος της προκυμαίας ήταν παραταγμένα τα καφενεία, τα καμπαρέ, οι υπαίθριες μπιραρίες και τα καφωδεία, που θορυβούσαν ως αργά τη νύχτα· «κόκκινες φούστες και διαπεραστική μουσική, τούρκικες κιθάρες, τσιγγάνικα βιολιά, ελληνικές μελωδίες και βρόμικα γαλλικά τραγούδια», σημείωνε ο Μπεράρ, φτάνοντας στην πόλη το 1896. Καΐκια έδεναν σε όλο το μέτωπο πλάι στο νέο μαρμάρινο σημείο επιβίβασης, και από το 1894 ιππήλατα τραμ μετέφεραν τους επιβάτες από τον σιδηροδρομικό σταθμό στον κήπο και στο εστιατόριο που είχε ανοίξει δίπλα στον Λευκό Πύργο.