Γράφει η
Κωνσταντίνα Στεφανάκου
Φοιτήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης – ΕΚΠΑ
Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο ενός πολύ αγαπημένου μου καλλιτέχνη, μπήκα σε αρκετές σκέψεις για τον θάνατο, τη ζωή που ζεις μέχρι τον θάνατο, τα όνειρα που (δεν) εκπληρώνονται.
Και τον θρήνο.
Η αλήθεια είναι πως από μικρή ηλικία υπήρξα εξοικειωμένη με την έννοια του θανάτου, λόγω της απώλειας των παππούδων μου. Δεν κατάλαβα και πολλά τότε, δεν ήξερα πολλά. Κατάλαβα πως δεν θα ξαναδώ τους παππούδες μου.
Κατάλαβα πως είναι φυσιολογικό, όπως μου έλεγαν οι γονείς μου, και ότι από κάποια ηλικία και μετά συμβαίνει αυτό.
Κατάλαβα πως δεν άξιζε να κλάψω, άλλωστε δεν ήξερα γιατί κλαίω.
Κατάλαβα επίσης, ότι δεν ήξερα πολλά.
Νόμιζα, βαθιά μέσα μου, πως ήταν λίγο νωρίς για να το ζω αυτό. Αλλά δεν ρώτησα.
Μεγαλώνοντας λίγο, άρχισα να καταλαβαίνω περισσότερα.
Νομίζω πως πρώτο και μεγαλύτερο σοκ ήταν όταν στο Δημοτικό ο δάσκαλος μάς είπε επί λέξει: «Ας σηκώσουν τα χέρια τους όσοι έχουν και τους τέσσερις παππούδες».
Τα περισσότερα παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Πάγωσα.
«Ας σηκώσουν το χέρι τους όσα παιδιά έχουν τρεις παππούδες».
Κι άλλα παιδιά σήκωσαν το χέρι τους.
Εγώ ακόμη κοίταζα. Και υπολόγιζα.
«Όσα παιδιά έχουν δυο παππούδες».
Λίγα παιδιά ανταποκρίθηκαν. Εγώ κοίταζα ανήσυχα δεξιά και αριστερά.
«Έναν παππού».
Ένα κορίτσι σηκώνει το χέρι του…
«Και κανέναν».
Και οι υπολογισμοί μου είχαν βγει σωστοί.
Σήκωσα δειλά το χέρι μου – μόνο εγώ.
Ένιωσα πάρα πολύ άσχημα βλέποντας γύρω μου βλέμματα συμπόνιας από παιδιά της ηλικίας μου.
Άκουσα χαρακτηριστικά από την κοπέλα που είχε μια γιαγιά: «Μην ανησυχείς, η γιαγιά μου δεν είναι καλά. Θα είμαστε δυο σε λίγο καιρό».
Δεν ήθελα αυτό. Ήθελα όλοι οι παππούδες, όλων των παιδιών να ζουν.
Αυτό που ζητούσα ήταν απλά να μη βρεθώ στη θέση που βρέθηκα. Να μην αισθανθώ έτσι, χωρίς να φταίω ούτε εγώ, ούτε οι παππούδες μου.
«Αφού οι γονείς μου, μου είπαν ότι είναι κάτι φυσιολογικό, γιατί το κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα;».
Αυτό θυμάμαι να σκέφτομαι εκείνη την ημέρα.
Όπως και ότι, μάλλον τελικά ήταν όντως νωρίς για να το ζω αυτό.
Όλα αυτά βέβαια είναι αναμνήσεις ενός μικρού παιδιού, που δεν ήξερε ούτε γιατί πεθαίνουμε, ούτε τι είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
Τις θυμάμαι με πολλή αγάπη, αλλά και πολύ πόνο.
Λένε πως ο θρήνος ξυπνάει παλιότερες μνήμες θρήνου· και πόσο μάλλον ενός μικρού παιδιού που δεν ήξερε πώς να θρηνήσει σε εκείνη την ηλικία.
Αν κάτι με δίδαξε ο θάνατος του Liam Payne, περισσότερο λόγω της ηλικίας μου και της ηλικίας του καλλιτέχνη (31 ετών), είναι να ζούμε τη στιγμή.
Νομίζω πως αρκετοί βρισκόμαστε σε μια φάση ζωής που δουλεύουμε, ζούμε για να δουλεύουμε – εμείς οι φοιτητές να σπουδάζουμε παράλληλα. Είμαστε τόσο απορροφημένοι στη ρουτίνα μας, που ξεχνάμε να ζούμε για εμάς, για το όνειρό μας, για τον λόγο που ξυπνάμε και κοιμόμαστε.
Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί τίποτα – πολλώ μάλλον την αθανασία. Το μόνο που είναι σίγουρο με το που ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, είναι πως θα πεθάνουμε.
Αξίζει να ζούμε μια ζωή, στην οποία θα μετανιώνουμε για όσα δεν κάναμε, στην οποία δεν έχουμε παλέψει για όσα και όσους θελουμε; Που το μόνο που θα έχουμε να θυμόμαστε είναι οι δουλειές μας, τα to-do lists, οι προθεσμίες και οι έγνοιες;
Η ζωή έχει αποδείξει πολλές φορές πως είναι σκληρή. Δεν περιμένει, δεν γυρίζει πίσω. Μόνο κυλάει, και παίρνει μαζί της όσους την προλαβαίνουν.
Καλύτερα λοιπόν να συμβαδίζουμε με τη ζωή, και να πάμε ένα ταξίδι, να δούμε μια παράσταση, να δούμε, επιτέλους, αυτούς τους φίλους. Αυτούς, που συνεχώς κανονίζουμε αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουμε. Αυτούς, που τώρα που τους σκέφτεσαι χαμογελάς, καθώς όποτε βρίσκεσαι μαζί τους έχεις τις καλύτερες αναμνήσεις.
Γι’ αυτό δες τους, πριν να είναι αργά.
Πριν όλες σας οι στιγμές να αποτελούν πλέον αναμνήσεις, λόγω κάποιου που άργησε.
Πριν όλες αυτές οι όμορφες στιγμές γίνουν λόγος για να θρηνείς.
Ο θρήνος βέβαια μπορεί να μεταφραστεί και αλλιώς.
Νιώθουμε μεν πόνο, θλίψη, αδικία· ωστόσο, πόσο τυχεροί είμαστε που είχαμε κάτι τόσο δυνατό στη ζωή μας, ώστε να πονάμε τόσο που το χάσαμε;
Τόση αγάπη, τόση λατρεία.
Άλλωστε, αυτό είναι ο θρήνος.
Θρηνούμε όσα ζήσαμε, αλλά και όσα δεν προλάβαμε να ζήσουμε με κάποιον.
Ο θρήνος είναι αγάπη.
Μη εξωτερικευμένη αγάπη.
Η αγάπη που δεν προλάβαμε να δώσουμε.