Γράφει η
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Μου φαίνεται ότι σηκώνω στις πλάτες μου τη νοσταλγία όλων των Χριστουγέννων που έχουν περάσει. Και η νοσταλγία αυτή, χρόνο με το χρόνο που περνά μεγαλώνει και βαραίνει. Είναι βλέπεις που τα Χριστούγεννα σήμερα έγιναν ασήκωτο φορτίο. Τόσα πλαστικά πράγματα, τόσα ψεύτικα λαμπιόνια, τόσες ελαφρές συνειδήσεις, τόσα σκληρά λόγια, τόσα ψέματα, τόση κούραση… Όλα ακολουθούν το ένα το άλλο, και ορίστε τα Χριστούγεννα να κάνουν τα πόδια να λυγίζουν, χωρίς ο νεογέννητος Χριστός να μπορεί να βοηθήσει σε τίποτα.
Και τούτη τη δύσκολη ώρα, νάτος στη γωνία και ο Καινούργιος Χρόνος!
– Ήρθα, μου λέει κι εγώ… στάσου να σε ξεφορτώσω…
Στέκομαι και περιμένω να δω τι θα βγάλει από επάνω μου.
– Τι θα πάρεις; τον ρωτώ.
– Ε! Κάτι πιο παλιό… μου απαντά. Ας πάρω τα παιδικά σου Χριστούγεννα. Και αν ακόμα κουράζεσαι, παίρνω και τα εφηβικά. Τότε είναι που πετάγομαι οργισμένη και απομακρύνομαι τρέχοντας.
– Τι είπες; Θα πάρεις τα παιδικά μου Χριστούγεννα; Σίγουρα δεν ξέρεις τι είπε ο Ρίλκε για τα παιδικά του χρόνια. «Θεέ μου, είπε, αν θέλεις να με τιμωρήσεις πάρε ό,τι έχω, εκτός από τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων».
Αυτά τα Χριστούγεννα είναι πούπουλα και δεν με βάρυναν ποτέ, και τώρα ακόμα τις ώρες που θέλω να ελαφρώσω κάτι από το βάρος του «σήμερα», αυτά σκέπτομαι… τα παιδικά μου πουπουλένια Χριστούγεννα, και αμέσως νιώθω ότι μπορώ ακόμα να σκέπτομαι σαν παιδί, και μόνο τότε αισθάνομαι ευτυχισμένη!
Όσο για τα εφηβικά… κι αυτά ξέχνα τα. Έχουν πολλά χτυποκάρδια και θα νομίσεις ότι κουβαλάς επάνω σου μια βόμβα…
– Ε, τότε δώσε μου κάτι απ’ τα επόμενα Χριστούγεννα, αυτά της ενηλικίωσης, ή της οικογένειας με τα παιδιά, ή και από τα πιο πρόσφατα, τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν… Τέλος πάντων δώσε μου ό,τι θέλεις, αρκεί να ελαφρώσεις τη συγκίνηση των ημερών και την απογοήτευση της ψεύτικης χαράς που σε γεμίζουν οι φουσκωμένες εικόνες του πλαστικού Άγιο-Βασίλη .
Κοιτάζω τον καινούργιο χρόνο έκπληκτη, και απορώ πως πίστεψε ότι θα του έδινα κάτι από τη νοσταλγία των περασμένων Χριστουγέννων που με βαραίνει, πιο πολύ, αυτές τις ημέρες. Όσες γιορτές πέρασα, καλές και κακές, είναι όλες δικές μου και η αξία τους είναι ανυπολόγιστη και αδιαπραγμάτευτη. Αυτά είναι τα πλούτη της ζωής και δεν παραχωρώ ούτε μια στιγμή, γιατί όλες έχουν κάτι να μου πουν, κάτι να μου θυμίσουν, κάπου να με ταξιδέψουν…
Καταλαβαίνω πως τώρα που κάποιος επιχειρεί να μου πάρει κάτι από τις πολύτιμες αναμνήσεις των Χριστουγέννων που έχω φυλάξει, αυτόματα πολλαπλασιάζει στην ψυχή μου την αξία τους, και γι’ αυτό τις στερεώνω πεισματικά καλύτερα στους ώμους μου -κι ας λυγίζουν τα πόδια- και πορεύομαι. Βλέπεις, η συναισθηματική φόρτιση των εορτών είναι κι αυτή σαν τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που ασταμάτητα αναβοσβήνουν.
Αναμμένα σ’ ανεβάζουν σε ουρανούς αισιοδοξίας και χαράς, μα όταν σβήνουν σε γκρεμίζουν απότομα εκεί που μόλις χθες πέταξες τον παλιό σου χρόνο… και τον ξέχασες αμέσως.