Γράφει η
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Άλλαξε ο χρόνος και το σπίτι γέμισε ευχές, χαρά και αισιοδοξία. Ποιος ξέρει, ο καινούργιος χρόνος που ήρθε απ’ την πόρτα και τον καλοδεχτήκαμε, μπορεί να είναι καλύτερος απ’ τον παλιό που φεύγει βιαστικά από την πίσω πόρτα.
– Άνοιξε τις πόρτες να περάσει ο νέος χρόνος… φώναξε η γιαγιά.
Κι εγώ τις άνοιξα, λίγο μπερδεμένη, από τη βιασύνη όλων να διώξουμε τον παλιό χρόνο, και το ρεύμα του αγέρα ήταν δυνατό και φτερούγισαν οι κουρτίνες επάνω στη ζάχαρη – άχνη που είχαν οι κουραμπιέδες, και έφυγαν οι λευκές νιφάδες του χιονιού απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο, και όταν οι πόρτες χτύπησαν δυνατά, κουνήθηκε όλο το σπίτι, λες και έγινε σεισμός.
Έτσι επεισοδιακά ήρθε ο καινούργιος χρόνος· κι αφού ήρθε και όλοι τον είδαμε να κάθεται με σιγουριά γελαστός στο τραπέζι μας, είπαμε να κόψουμε και τη βασιλόπιτα. Πριν αρχίσει η «τελετή» της κοπής της βασιλόπιτας τα παιδιά είχαν ήδη τσακωθεί μεταξύ τους.
– Σε μένα θα πέσει το φλουρί φέτος… είπε ο μεγάλος.
– Γιατί; φώναξε η άλλη. Σε μένα θα πέσει… το είδα και στον ύπνο μου!
– Σε μένα θα πέσει, που δεν έπεσε πέρσι… ούρλιασε το άλλο. Το πιο μικρό έκλαιγε δυνατά από τη φασαρία που γινόταν, και ο πατέρας συνηθισμένος σε τέτοιες σκηνές, έκοβε σιγά-σιγά τη βασιλόπιτα.
– Του Χριστού, του Άγιου-Βασίλη, του σπιτιού, του…
Για λίγη ώρα έγινε σιωπή και μόλις πήραν όλοι τα πιάτα τους με τα κομμάτια της βασιλόπιτας άρχισε μια άλλη «επανάσταση». Όλα τα μάτια έψαχναν με αγωνία το αφράτο κομμάτι που είχαν μπροστά τους, και μόλις τέλειωσαν το εξωτερικό ξεγύμνωμα προχώρησαν στα βαθιά. Τα παιδιά άρχισαν να κόβουν σε μικρά κομματάκια την πίτα τους, και μετά να ζουλούν με τα δάχτυλα κάθε κομματάκι, μήπως ήταν εκεί το φλουρί και τους ξέφυγε. Οι μεγάλοι δεν ήταν καλύτεροι. Με το μαχαίρι την έκοβαν σε λεπτές φέτες, περιμένοντας με λαχτάρα ν’ ακούσουν τον μεταλλικό ήχο του φλουριού επάνω στο μαχαίρι. Όμως αυτό… πουθενά! Κάθε τόσο έκαναν και αστεία. Έτσι, για να διασκεδάσουν την «εξαφάνιση» του φλουριού που πεισματικά επέμενε να μην εμφανίζεται.
– Νάτο… νάτο… το βρήκα! φώναζε δήθεν χαρούμενος ο ένας, και σε λίγο:
– Εδώ είναι… Εγώ το έχω, φώναζε ο άλλος. Αυτή την «εξυπνάδα» άρχισαν να τη μιμούνται και τα μικρά παιδιά, και σε λίγο όλοι μαζί ξεφώνιζαν κάθε τόσο τα ίδια. Όμως το φλουρί εδώ, το φλουρί εκεί… και φλουρί πουθενά.
Κάποια στιγμή η γιαγιά κουρασμένη από τις φωνές, ρώτησε σιγά-σιγά:
– Μήπως η βασιλόπιτα δεν έχει φλουρί;
– Έχει, έχει, απάντησα το ίδιο σιγά, και περίμενα να δω το αποτέλεσμα της «έρευνας».
Μπροστά μου στο τραπέζι έμενε ανέγγιχτο το δικό μου το κομμάτι. Δεν έκανα τον κόπο να το «διαλύσω» όπως οι άλλοι, γιατί ήξερα ότι δεν είχα εγώ το φλουρί. Και το ήξερα, γιατί ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε αυτό «καταδεχτεί» να πέσει σε μένα. Έτσι και φέτος, περίμενα με υπομονή να τελειώσει όλη αυτή η φασαρία, να βρεθεί το φλουρί και να ησυχάσουμε όλοι.
Αφηρημένη άπλωσα το χέρι στο κομμάτι μου και τσίμπησα από την άκρη μια μπουκιά, έτσι για να δοκιμάσω τη βασιλόπιτα. Όμως μια δυνατή φωνή απ’ τις πολλές τρύπησε τ’ αυτιά μου, και με τρόμαξε:
– Νάτο… επιτέλους! Εγώ το βρήκα φώναξε γελώντας.
– Κι εγώ… το έφαγα… απάντησα σαν χαμένη.
Και ήταν αλήθεια!
Για πρώτη φορά στη ζωή μου το φλουρί της βασιλόπιτας έπεσε σε μένα και ήταν στη μπουκιά του κομματιού που είχα τσιμπήσει.
Κρατούσα στα δάχτυλά μου το μικρό γυαλιστερό φλουρί κι έλαμπα ολόκληρη.
Για φαντάσου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, φαινόταν η τύχη να μου χαμογελά. Είχα κι εγώ το φλουρί μου! Το δικό μου τυχερό φλουρί!
Όλοι χειροκρότησαν και ευχήθηκαν «Καλή Χρονιά», και τα παιδιά κατσουφιασμένα παράτησαν τα πιάτα τους κάτω με τις μπουκιές της βασιλόπιτας και εξαφανίστηκαν.
Αυτή την ώρα ήταν που χτύπησε δυνατά το τηλέφωνο. Ήταν η ξαδέλφη μου από το νησί που πήρε για τις πρωτοχρονιάτικες ευχές.
– Δεν φαντάζεσαι τι θα σου πω… φώναξα χαρούμενη. Σε μένα έπεσε φέτος το φλουρί! Ακολούθησε σιωπή, και μετά ένα ξέπνοο… Ωχ!
Λίγο ενοχλημένη που ένα… ωχ!, ερχόταν να σκιάσει τη χαρά μου, τη ρώτησα:
– Γιατί άκουσα ένα ωχ; Πρώτη φορά στη ζωή μου βρίσκω κι εγώ το φλουρί της βασιλόπιτας…
– Α! Τότε δύο ωχ! αφού είναι η πρώτη φορά που βρίσκεις το φλουρί. Είστε όλοι καλά; Έγινε μήπως κανένας σεισμός, φωτιά, πλημμύρα; Μήπως είναι κάποιος άρρωστος;
Απόρησα με τα λόγια της και τη ρώτησα γρήγορα:
– Γιατί τα λες αυτά;
– Γιατί πριν λίγα χρόνια, βρέθηκα κι εγώ στη δική σου ευχάριστη θέση όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου πέτυχα το φλουρί της βασιλόπιτας, και μάλιστα σε επίσημη εκδήλωση σε δημόσιο χώρο με πολύ κόσμο, και μόλις ένα παιδάκι τράβηξε με κλήρο το τυχερό όνομα -που κέρδισε το φλουρί της βασιλόπιτας και μαζί ένα ακριβό δώρο- και το όνομα αυτό ήταν το δικό μου… κόμπιασε λίγο αλλά συνέχισε τονίζοντας μια-μια τις λέξεις… τότε, όλο το νησί, μα όλο το νησί σου λέω, βυθίστηκε στο σκοτάδι κι έμεινε έτσι για αρκετή ώρα. Δεν το θυμάσαι; Βούιξαν τότε τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις και μέχρι σήμερα, δεν έχει απαντηθεί ακόμα ποια ήταν η αιτία αυτής της συσκότισης… Ε! Περιττό να σου πω τι ακολούθησε στην εκδήλωση που βρεθήκαμε. Χαμός! Όλοι να φωνάζουν… τα παιδιά να κλαίνε, οι έξυπνοι να μιλούν για δολιοφθορά, οι πιο έξυπνοι να μιλούν για βόμβα, οι αναπτήρες ν’ ανάβουν ο ένας μετά τον άλλον και όλοι αλαφιασμένοι να στριμώχνονται στην έξοδο…
Κατάλαβες τώρα γιατί ρώτησα -στ’ αστεία βέβαια- αν είστε όλοι καλά και γιατί τα δύο ωχ! και συνέχισε γελώντας. Αυτό έγινε τότε σε μένα, όταν κέρδισα το φλουρί της βασιλόπιτας για πρώτη φορά. Όμως, αλήθεια σου λέω, είναι το μόνο πράγμα που έχω κερδίσει στη ζωή μου και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Μόνο που ο άνδρας μου μ’ έχει «φοβηθεί» από τότε, και κάθε φορά που κάτι τυχερό βρίσκεται στο δρόμο μου, ας πούμε ένα κέρμα, και σκύβω να το πάρω, με τραβά βιαστικά μουρμουρίζοντας τα αστεία του:
– Άστο… άστο καλύτερα. Η δική σου τύχη, μπορεί να βουλιάξει και ολόκληρο το νησί…
Όση ώρα άκουγα αυτή την αστεία ιστορία, από μέσα μου έλεγα ότι το φλουρί της βασιλόπιτας, μόνο χαρά και ευλογία μας φέρνει. Τουλάχιστον εγώ έτσι ένιωθα, γιατί είχα στο μυαλό μου αυτά που λέει η θρησκεία και η παράδοσή μας για τη βασιλόπιτα και το φλουρί της. Και αυτά που γράφουν, όπως τα έχω διαβάσει, με συγκινούν βαθιά!
Όλα έγιναν στην Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία πριν 1.500 περίπου χρόνια, όταν ήταν δεσπότης ο Μέγας Βασίλειος. Ήταν τότε που ο τύραννος της περιοχής, ένας αιμοσταγής στρατηγός, απείλησε ότι θα λεηλατήσει την πόλη και θ’ αφανίσει τον δεσπότη και τους κατοίκους της Καισαρείας, αν δεν του παραδώσουν όλα τα χρυσαφικά τους. Έντρομοι οι κάτοικοι για να γλιτώσουν την Καισαρεία από τη λεηλασία και τον δεσπότη τους που υπεραγαπούσαν από τον θάνατο, παρέδωσαν όλον τον θησαυρό τους στον Μέγα Βασίλειο για να τον παραδώσει στον τύραννο και προσευχήθηκαν μαζί του με δάκρυα για να τους σώσει ο Θεός. Και έτσι έγινε. Μόλις ο τύραννος πλησίασε με τους στρατιώτες του για να πάρει τον θησαυρό, μια θεόσταλτη λάμψη από τον ουρανό αφάνισε τον ίδιο και τους στρατιώτες του.
Έτσι σώθηκε η Καισαρεία και οι κάτοικοί της και ο δεσπότης τους. Ο Μέγας Βασίλειος, μη έχοντας άλλον πιο εύκολο τρόπο να ξεχωρίσει και να επιστρέψει στον καθένα τα χρυσαφικά που είχε φέρει, τους ζήτησε να ζυμώσουν μικρά ψωμάκια, κι έβαλε μέσα στο καθένα και από ένα χρυσαφικό. Όπως τότε το ψωμάκι έτσι σήμερα η βασιλόπιτα καθιερώθηκε για να δίνει χαρά και ευλογία ξεχωριστή στους ανθρώπους, και το νόμισμα που βάζουμε στη βασιλόπιτα -σύμφωνα με την παράδοση- μας γυρίζει 1.500 χρόνια πίσω στην Καισαρεία της Καππαδοκίας και στα χρυσαφικά που περιείχαν τα ψωμάκια του Μεγάλου Βασιλείου.
Σήμερα, λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά, η χαρά που μου έδωσε το φλουρί της βασιλόπιτας είναι ίδια και ανέγγιχτη από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Λάμπει σαν χρυσό, αν και δεν είναι, και με γεμίζει πίστη και θάρρος για ν’ αρχίσω τον νιογέννητο χρόνο. Και αυτό μου φτάνει γιατί όπως είπε ο σοφός:
«Ό,ΤΙ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ, ΠΑΝΤΑ ΜΑΣ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ !»