Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Λίγες μέρες είχαν περάσει από τη γιορτή των Χριστουγέννων. Σε μια πόλη της Γερμανίας, κοντά στο Βερολίνο, το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Χοντρές νιφάδες έπεφταν για μέρες από τον ουρανό, σχηματίζοντας ένα χοντρό στρώμα χιονιού στο έδαφος. Το θερμόμετρο παρέμενε για μέρες κάτω από το μηδέν. Η απουσία του αέρα έκανε τις νιφάδες να κινούνται αργά στην ατμόσφαιρα και να σχηματίζουν ένα όμορφο λευκό πέπλο που αγκάλιαζε τα πάντα. Όλα έμοιαζαν πιο ήσυχα μέσα στο λευκό τοπίο.
Παρότι το κρύο ήταν έντονο, ο κόσμος εξακολουθούσε να κινείται στους δρόμους. Με βαριά ενδυμασία, που κάλυπτε σχεδόν όλο το σώμα, οι άνθρωποι είχαν βγει από νωρίς στην πόλη, για να ολοκληρώσουν τις ετοιμασίες για την πρωτοχρονιά. Με χοντρά πανωφόρια, μπότες, κασκόλ, γάντια και σκούφους, άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, περπατούσαν στο πυκνό χιόνι. Στην κεντρική πλατεία, παρότι ήταν ακόμη πρωί, προσφερόταν ζεστό κρασί με φρούτα και μπαχαρικά, ψητά λουκάνικα και πολλών ειδών γλυκίσματα. Τα αρώματα από τα εκλεκτά εδέσματα υπερίσχυαν του κρύου και θαρρείς πως τραβούσαν τον κόσμο από τη μύτη κοντά στους πλούσιους πάγκους.
Τα μικρότερα παιδιά είχαν πιάσει σειρά στον πάγκο με τα γλυκίσματα. Καραμελωμένα μήλα, μπανάνες βουτηγμένες σε σοκολάτα, αρτοσκευάσματα με κανέλα, σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα, μέλι, γιορτινές φιγούρες από σοκολάτα και ξηρούς καρπούς. Οι μεγαλύτεροι περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους στον πάγκο με τα ψητά. Τα λουκάνικα ψήνονταν στα κάρβουνα και προσφέρονταν μέσα σε φρέσκο ψωμί με ή χωρίς συνοδευτικά. Ακόμη και κάποια σκυλάκια ακολουθούσαν με το βλέμμα τους την έντονη μυρωδιά από το ψητό κρέας και περίμεναν.
Η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική και η κίνηση στην πόλη χαρμόσυνη. Τα βήματα μέσα στο ανάλαφρο χιόνι βούλιαζαν και έκαναν έναν χαρακτηριστικό ήχο. Ο κόσμος περπατούσε κρατώντας και από κάτι. Άλλος ένα δώρο, άλλος κάποια γλυκίσματα, άλλος μια εφημερίδα, ένα βιβλίο. Όλοι πήγαιναν κάπου. Όλοι είχαν κάποιο προορισμό.
Πολύ κοντά στην πλατεία, ένα από τα μεγάλα πανεπιστήμια της πόλης. Ένα άρτια διατηρητέο κτίριο από την εποχή της βασιλείας. Πολλά είναι τα κτίρια στη χώρα, που ήταν κάποτε βασιλικά ανάκτορα, παλάτια ή βοηθητικοί χώροι τους, που παραχωρήθηκαν στο κράτος και έγιναν πανεπιστήμια ή χώροι πολιτισμού. Ένας τέτοιος χώρος ήταν και αυτό το πανεπιστήμιο. Από τα μεγάλα παράθυρα των αιθουσών διδασκαλίας μπορούσε κανείς να δει ένα μεγάλο μέρος της πόλης και της πλατείας της.
Σε λίγες μέρες θα γιορταζόταν η νέα χρονιά. Στο πανεπιστήμιο, κάποιοι καθηγητές τακτοποιούσαν τις τελευταίες εκκρεμότητες για τα μαθήματά τους, πριν αλλάξει ο χρόνος. Όταν και οι τελευταίες εργασίες τελείωσαν, κάθισαν όλοι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία του αμφιθεάτρου διδασκαλίας. Τότε ο καθηγητής του τομέα Ψυχολογίας, κοιτώντας από τα μεγάλα παράθυρα, είπε: «Ο κόσμος πάει και έρχεται μέσα στο κρύο, άλλος από εδώ άλλος από εκεί, ποιος ξέρει τι προβλήματα έχει ο κάθε ένας, πώς αισθάνεται και αν είναι ευτυχισμένος. Μέσα στην τόση τοξικότητα των ανθρωπίνων συμπεριφορών και ανθρωπίνων σχέσεων. Μέσα στη ψυχική βία που υφίσταται το εγώ. Ποιος ξέρει τι κάνει τον κάθε έναν πραγματικά ευτυχισμένο…». Τότε παίρνει τον λόγο ο καθηγητής των Οικονομικών Σπουδών: «Αυτό που απασχολεί τον κόσμο δεν είναι το πώς αισθάνεται αλλά το ότι δεν έχει χρήματα να αγοράσει τα αναγκαία, αυτό είναι το πρόβλημα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του. Οι κρατικές ρυθμίσεις έπρεπε να είναι καλύτερες και τα χρήματα να διανέμονται σωστά στους πολίτες. Αυτό είναι το πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου». Τότε, αφού ήπιε μια γουλιά ζεστό καφέ, παίρνει τον λόγο ο καθηγητής της Ιατρικής: «Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν είναι έτσι όπως τα λέτε. Το σώμα είναι το παν, αν το σώμα δεν λειτουργεί σωστά και είναι άρρωστο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι καλά σε κανέναν τομέα. Μόνο η υγεία είναι σημαντική, όλα τα άλλα έρχονται έπειτα από την υγεία. Μέρες που είναι όλοι εύχονται υγεία, τίποτα άλλο». Στο βάθος της αίθουσας καθόταν ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής. Άκουγε τη συζήτηση και τακτοποιούσε τις σημειώσεις του. «Αγαπητέ συνάδελφε -είπε ο τελευταίος ομιλητής- έλα κοντά μας να μας μιλήσεις από την πλευρά σου». Ο καθηγητής πλησίασε τη μεγάλη τζαμαρία και κοιτώντας τον κόσμο που περπατούσε στο χιόνι είπε: «Ο κάθε ένας από τους ανθρώπους αυτούς είναι ένα μοναδικό δημιούργημα του Θεού». Απευθυνόμενος στον καθηγητή της Ψυχολογίας είπε: «Η χαρά του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από την όποια ενασχόληση με το Εγώ του…» και απευθυνόμενος στον καθηγητή της Ιατρικής, ανέφερε: «Ούτε από την ενασχόληση και εξασφάλιση της σωματικής του υγείας -και συνέχισε- ούτε βέβαια με την απόκτηση χρημάτων· και αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μόνο σωματική αλλά ούτε μόνο πνευματική υπόσταση. Και φυσικά δεν ζει για να καταναλώνει και να αποκτά αγαθά, τα περισσότερα των οποίων είναι άχρηστα. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου και η χαρά του μέσα σε αυτή, έρχεται μόνο μέσα από τη σχέση του με τον Θεό…».
Για κάποια ώρα επικράτησε ησυχία, ώσπου πήρε τον λόγο ο καθηγητής της Φιλοσοφίας. Απευθυνόμενος σε όλους και είπε: «Έτσι είναι, αγαπητοί συνάδελφοι» και συνέχισε: «Τα μεγάλα ερωτήματα μοιάζουν με μια ηλεκτρονική συσκευή GPS (Global Positioning System), με το παγκόσμιο σύστημα στιγματοθέτησης. Για να μπορέσει να σε οδηγήσει στον τόπο που θέλεις να πας πρέπει πρώτα να ορίσεις τον τόπο στον οποίο βρίσκεσαι. Ο τόπος στον οποίο βρίσκεσαι είναι η αφετηρία και ο τόπος που θέλεις να πας ο προορισμός. Από την αφετηρία εξαρτάται η απόσταση που θα έχει η διαδρομή, όπως και το τι θα συναντήσεις στον δρόμο ή το ταξίδι. Από την αφετηρία εξαρτάται τελικά και ο ίδιος ο προορισμός. Έτσι, η αφετηρία είναι ισάξια του ίδιου προορισμού…».