Γράφει ο
Δημήτριος Γ. Σουλιώτης
Tα ερεθίσματα για να γράψω το παρόν άρθρο προήλθαν από δύο πηγές: Η πρώτη ήταν η κινηματογραφική ταινία που είδα πρόσφατα με τον τίτλο «Υπάρχω», η οποία αναφέρεται στη ζωή του Καζαντζίδη. Η δεύτερη πηγή ήταν το άρθρο του Μιχάλη Τσιντσίνη με τον τίτλο «Υπάρχει η χώρα του «Υπάρχω»; (Καθημερινή 29/12/2024).
Ο Τσιντσίνης ξεκινά το άρθρο του με ένα ερώτημα: «Αλήθεια; Υπάρχει αυτή η Ελλάδα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης – αυτή η αναξιοπαθούσα χώρα της λυγμικής Ανατολής; Αυτή η Ελλάδα της ήττας και του ανίατου άλγους; Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η χώρα όπου όντα αδικημένα και κυνηγημένα τρώνε πικρό ψωμί και μολογάνε πίκρες- υπάρχει σήμερα μόνο ως καρικατούρα της παλιάς θυματοποίησης. Υπάρχει και ανακυκλώνεται μόνο ως καθήλωση στη συλλογική αυτολύπηση ενός «πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» λαού – καταδικασμένου στην πλάνη και στην αποτυχία».
Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, αλλά και των βιβλίων με τη βιογραφία του, ο Καζαντζίδης είχε παρακολουθήσει μικρός μαζί με τη μητέρα του τους «Χίτες» να σακατεύουν τον πατέρα του, στέλεχος του ΕΛΑΣ στην Κατοχή, ο οποίος αργότερα το 1946 πέθανε, ίσως και από εκείνα τα τραύματα… Ο ίδιος ο Καζαντζίδης, ως γιός κομμουνιστή, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας είχε υποστεί τραυματικές δοκιμασίες (Μακρόνησος, μουλαράς, κ.τ.λ.). Αλλά και αργότερα το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα. Και όταν λέμε μετεμφυλιακό κράτος εννοούμε σίγουρα την τριακονταετία 1944 – 1974, ίσως και μέχρι το 1981, που το ΠΑΣΟΚ έφερε στο φως τους ανθρώπους της σκοτεινής πλευράς της σελήνης… Αλλά και η μετανάστευση η άλλη μεγάλη πληγή που τραγούδησε ο Καζαντζίδης πάλι τους ίδιους ανθρώπους αφορούσε, που έφυγαν από τον τόπο τους γιατί δεν είχαν στο ήλιο μοίρα… Στη σκηνή του έργου όπου ο Καζαντζίδης τραγουδά σε γήπεδο της Γερμανίας κάτω από τις επιγραφές «Καλώς ήρθες Στέλιο» και «Ελλάς» το τραγούδι «για όποιον ζει χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα», βλέποντας τα δακρυσμένα μάτια των μεταναστών, δάκρυσα μαζί τους, γιατί θυμήθηκα τα τρία αδέρφια του πατέρα μου, που ήταν παρόντα σ’ εκείνες τις συγκλονιστικές συναυλίες… Ο αρχέγονος πόνος των θυμάτων, μεταδίδεται και διαγενεακά…
Κατά τον δημοσιογράφο της Καθημερινής όλα αυτά είναι περασμένα – ξεχασμένα, υπάρχουν μόνο ως καρικατούρες και καθηλώσεις. Του προτείνω – μιας και χρησιμοποίησε και ψυχαναλυτικούς όρους στο άρθρο του – να διαβάσει το εξαιρετικό βιβλίο με τον τίτλο «Ο ελληνικός εμφύλιος, μια ψυχαναλυτική προσέγγιση» (Επιμέλεια Ιωάννης Βαρτζόπουλος – ΑΡΜΟΣ). Πρόκειται για συλλογικό τόμο διεπιστημονικής έρευνας του φαινομένου. Οι διακεκριμένοι επιστήμονες που συμμετέχουν συμφωνούν ότι ο ελληνικός εμφύλιος συνεχίζει να βρίσκεται παντού ανάμεσά μας, στις κοινωνικές και ατομικές μας στάσεις, στις καθημερινές επιλογές μας. Και τούτο διότι υπάρχει διαγενεακή μετάδοση του τραύματος, δηλαδή οι διαρκείς επιπτώσεις του τραύματος δεν αφορούν μόνο αυτούς που το υπέστησαν, αλλά και όσους σχετίζονται με αυτούς, κυρίως από τις επόμενες γενιές. Και το τραύμα για μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων πολιτών δεν προέρχεται μόνο από τον εμφύλιο και τις άδικες συμπεριφορές του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και από τη μετανάστευση, τη φτώχεια, τις πάσης φύσεως διακρίσεις υπέρ των νικητών – βολεμένων και εις βάρος των χαμένων… Την ταινία όπως διαπίστωσα την έβλεπαν και νέα παιδιά, τα οποία βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με την εποχή του Καζαντζίδη. Ίσως να μετέφεραν το τραύμα δικών τους ανθρώπων, ίσως από διαίσθηση να διέκριναν ότι η γνησιότητα και αυθεντικότητα του ίδιου και των τραγουδιών του εκφράζει και τα δικά τους βάσανα… Παραφράζοντας ελαφρώς τον Ντελέζ θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παράπονο που εκχυλίζει στα τραγούδια του Καζαντζίδη είναι αντίσταση του αρχέγονου ψυχικού κόσμου σε μια επανάληψη επιβεβλημένη από το κοινωνικό συστοιχείωμα. Είναι αντίσταση στις αποφάνσεις που κυριαρχούν στο περιβάλλον και στις «κανονικότητες», που απορρέουν από αυτές. Και με αυτή την έννοια αυτό το παράπονο είναι βαθιά πολιτικό…
Στα τραγούδια του Καζαντζίδη, ο ίδιος ως ερμηνευτής, ο Βίρβος, ο Άκης Πάνου, όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί που συμμετείχαν, είχαν ως οδηγό τους στη δημιουργία τους τον αρχέγονο πόνο, τον οποίο μέσα από μελαγχολικές σκέψεις και έντονα συναισθήματα μεταστοιχείωσαν σε δημιουργό πόνο. Και είναι τελικά ο αρχέγονος πόνος, αυτός ο ώριμος πόνος που συντελεί στην ηθική αναβάπτιση του ανθρώπου, που βαθαίνει την ύπαρξη, που γίνεται απαρχή ελευθερίας, αντίβαρο στην αυθαιρεσία, πνευματική ανάσταση, αναγέννηση σε μια νέα ζωή… Είναι ο πόνος όχι με τη σημασία της οδύνης και του πένθους, αλλά ως μια βασανιστική προσπάθεια διείσδυσης στην ουσία των πραγμάτων που πληγώνει… «Ο πόνος γυμνάζει το πνεύμα» διακηρύττει ο Αριστοτέλης… Τον ίδιο αρχέγονο, αυθεντικό πόνο συναντάμε στους ρεμπέτες του περιθωρίου και είναι ο ίδιος πόνος, που οδηγεί όλης της γης τους κολασμένους σε κακοτράχαλα ζερβά μονοπάτια… Τελικά ίσως ο αρχέγονος – δημιουργός πόνος να είναι μία από τις δυνάμεις που γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στις Τέχνες, τις Επιστήμες, τις Θρησκείες, τις Επαναστάσεις…
Όταν μέσω μιας στημένης αξιοκρατίας (Κολλέγιο και ακριβά ιδιωτικά σχολεία, ΑΕΙ της Ivy league των ΗΠΑ, εργασιακή απασχόληση μέσω σχέσεων αλληλεξάρτησης στη Golman Sachs και στα αδηφάγα funds, πολιτική καριέρα, κ.τ.λ.) έχεις εξασφαλίσει εύκολο διαγενεακό βόλεμα, τι να σου πει ο Καζαντζίδης, το ρεμπέτικο και ο αρχέγονος πόνος… Για τους συμπολίτες μας που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία – ίσως σ’ αυτούς να απευθύνεται ο αρθρογράφος της Καθημερινής – θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος παγώματος της κριτικής σκέψης τους και σε βάθος χρόνου της ηθικής τους… Αντίθετα τα τρυφερά συναισθήματα, που εκλύονται από τον αρχέγονο πόνο είναι ο χτύπος της καρδιάς του κόσμου και όταν πάψει να χτυπά αυτή η καρδιά, ο κόσμος θα έχει παγώσει για πάντα μέσα στην ασάλευτη λογική του…