Σάββατο, 18 Ιανουαρίου, 2025

Από το μυθιστόρημα «Η Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ: Ο πόλεμος, η τιμιότητα και ο αγώνας

Γράφει η

Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

 

Ο Γαλλοαλγερινός Αλμπέρ Καμύ, διαχρονική μορφή συγγραφικής αναφοράς, στις 4 Ιανουαρίου 1960 έχασε τη ζωή του με τρόπο παράλογο, σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν 47 ετών… Ωστόσο, η θλιβερή επέτειος δεν αποτελεί τον κύριο λόγο της ανάμνησής του. Ο Καμύ μας έχει αφήσει τα βιβλία του, που συχνά αναπολούμε, διότι είναι τα όπλα, με τα οποία πολεμούσε και εξεικόνιζε, όχι μόνο όσα συνέτριβαν τη ζωή των συγχρόνων του, αλλά και τη συντριβή του ανθρώπου των ημερών μας στα πεδία των πολέμων, της προσφυγιάς και της αδικίας. Το 1957, η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το βραβείο Nobel Λογοτεχνίας, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, με όραμα τον ανθρωπισμό για τον κόσμο, που πορευόταν υπό το φάσμα του Ψυχρού Πολέμου.

Το Οράν, στο ανύπαρκτο έλεος της θανατηφόρας αρρώστιας

Το 1941, τρίτο έτος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχίζει να γράφει το αλληγορικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Η Πανούκλα», που κυκλοφόρησε το 1947. Ερμηνεύοντας την παγκόσμια συμφορά, την συμπυκνώνει, με εφιαλτική γραφή, στο μυθιστόρημα και την αποδίδει στην καταστροφική εμφάνιση και δράση μιας αποτρόπαιης αρρώστιας, της πανούκλας.

Η ταύτιση του πολέμου με μια τρομερή νόσο, θυμίζει και την άποψη, που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., υπό την επίδραση του πατέρα της Ιατρικής του Ιπποκράτη: άποψη με τον ισχυρισμό ότι ο πόλεμος είναι νόσος της πολιτείας.

Η άρρωστη πολιτεία του εν λόγω μυθιστορήματος είναι το Οράν της Αλγερίας, όπου ξαφνικά η πανούκλα στέλνει τα εκατοντάδες ποντίκια, για να διαπιστωθεί τελικά ότι ήταν προπομποί ενός ανελέητου εχθρού, που υποτάσσει την πρώην ειρηνική πόλη των 200.000 κατοίκων. Πυρομαχικά της είναι τα αβάσταχτα συμπτώματα των ασθενών και ο μαρτυρικός τους θάνατος. Οι πύλες του Οράν κλείνουν, απαγορεύονται απολύτως η έξοδος ακόμη και των περιστασιακών κατοίκων από την πόλη και η είσοδος σ’ αυτήν, μέχρι του σημείου να έχει καταργηθεί ακόμη και η αλληλογραφία. Όσοι βρέθηκαν έγκλειστοι, εντός και εκτός της πόλης, επικοινωνούν μόνον με λακωνικά τηλεγραφήματα, προφανώς χωρίς τη δυνατότητα να παρηγορήσουν τους ανθρώπους, που υποφέρουν μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, ως εξόριστοι, με τον πόνο του χωρισμού να είναι ίσως και μεγαλύτερος από τον φόβο της αρρώστιας.

Οι δεσμώτες ασφαλώς οργανώνονται, νοσοκομειακές δομές προσπαθούν να προσφέρουν νοσηλεία στους ασθενείς, χωρίς αποτελέσματα, λειτουργούν στρατόπεδα απομόνωσης για τους συγγενείς των ασθενών και εθελοντικές ομάδες συμπαράστασης. Οι εθελοντές καταβάλλουν προσπάθειες με αυταπάρνηση και ορισμένοι είναι πραγματικοί, αλλά αφανείς ήρωες, αν και ο ηρωισμός δεν τους απασχολεί ως ιδέα. Το καθήκον εμπνέει τις προσπάθειές τους.

Φυσικά, στην πρώτη γραμμή της αντίστασης βρίσκονται οι γιατροί και ανάμεσά τους περίοπτη θέση κατέχει ο γιατρός Μπερνάρ Ριέ. Είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία νοσοκομείου με ασθενείς της φοβερής αρρώστιας, αλλά επισκέπτεται ασθενείς και στα σπίτια τους, προσπαθώντας να τους ανακουφίσει από τα δεινά, πριν οδηγηθούν στα νοσοκομεία. Ο Ριέ αδιαμαρτύρητα σπεύδει να βοηθήσει, να οργανώσει τις υπηρεσίες για τους ασθενείς, δεν έχει χρόνο να κοιμηθεί περισσότερο από τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Πρόκειται για έναν φιλοσοφημένο άνθρωπο, ικανό να κατανοεί και να περιβάλλει με συμπόνια τους συνανθρώπους του.

Συνεχής αγώνας και τιμιότητα

Η αποτρόπαιη αρρώστια, η φρίκη, διατρέχει και ορίζει ολόκληρη την πόλη. Και πέρα από τις περιγραφές της καταστροφικής πορείας της, οι συνομιλίες του Ριέ με τους συνεργάτες του προκαλούν ξεχωριστές εντυπώσεις. Ο γιατρός λέει στον Ταρού, ότι πρέπει «να αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις ενάντια στο θάνατο», «μα οι νίκες σας θα είναι πάντα εφήμερες», απαντά ο συνομιλητής του. Και ο γιατρός συνεχίζει με σκοτεινό πρόσωπο: «Θα είναι πάντα εφήμερες, το ξέρω. Όμως αυτός δεν είναι λόγος, για να πάψω ν’ αγωνίζομαι». Και ο Ταρού απορεί: « – Ποιος σας τα ’μαθε αυτά, γιατρέ;». «Η δυστυχία», απαντά μονολεκτικά ο Ριέ. Η δυστυχία δίδαξε και τον Αλμπέρ Καμύ, κατά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Σε άλλη στιγμή, ο γιατρός συνομιλεί με τον δημοσιογράφο Ραμπέρ: «Ωστόσο πρέπει να σας πω το πως αυτό που κάνουμε δεν έχει καμιά σχέση με τον ηρωισμό. Έχει σχέση με την τιμιότητα… ο μοναδικός τρόπος για να παλέψουμε ενάντια στην πανούκλα είναι η τιμιότητα… για ό,τι με αφορά ξέρω, ότι (τιμιότητα) σημαίνει να ασκώ σωστά το επάγγελμά μου».

Μάλλον σε αυτούς τους διαλόγους χτυπά η καρδιά του μυθιστορήματος. Για τον γιατρό, «η πανούκλα είναι μια ήττα δίχως τέλος». Όμως αυτός δεν είναι λόγος για να πάψει να αγωνίζεται! Εάν νέοι και νέες διαβάσουν, με προσοχή και ευαισθησία, αυτήν την άποψη του Καμύ, ξεκινώντας την κοινωνική ζωή τους, ίσως να τους καθοδηγεί πάντοτε κατά την μελλοντική πορεία τους. Ο συγγραφέας, από αυτό το σημείο του βιβλίου, παραδίδει ένα μέγιστον μάθημα! Πιστεύει στον διαρκή αγώνα για το καλό του ανθρώπου, έστω και αν τεράστιες, απάνθρωπες δυνάμεις πολεμούν για την επικράτηση της κοινωνικής δυστυχίας. Με αυτά τα ιδανικά αντιμετωπίζει τη συμφορά ο Ριέ, χωρίς να αισθάνεται ότι είναι ήρωας. Ο λόγος του είναι πάντοτε σημαντικός: «Ο ηρωισμός και η αγιότητα δεν με συγκινούν. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να είμαι άνθρωπος».

Ο γιατρός, προηγουμένως είχε πει ότι μόνον με την τιμιότητα μπορούμε να πολεμήσουμε τη φοβερή αρρώστια. Και με τη σκέψη ότι ο πόλεμος είναι νόσος της πολιτείας, η τιμιότητα αποτελεί σύνθετη έννοια. Τιμιότητα, σημαίνει, αγαπώ και σέβομαι τον άνθρωπο. Ο πόνος του είναι και δικός μου πόνος. Τιμιότητα είναι ο διαρκής αγώνας βοήθειας των συνανθρώπων μας, αγώνας όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για τη γενική ευτυχία. Και ίσως ο πόλεμος δεν είναι θέληση μιας απάνθρωπης μοίρας, αλλά αλλού υπάρχει η αιτία του. Ο άνθρωπος έκτισε τη δημοκρατία και τον Παρθενώνα, ονομάστηκε χριστιανός, αλλά άφησε διαχρονικά πενόμενη την τιμιότητα, και επομένως χωρίς τη δυνατότητα να εμποδίσει το θάνατο του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Εάν ήταν ισχυρή όντως η ανθρώπινη τιμιότητα, δεν θα μετρούσαμε συνεχώς τους εκατοντάδες νεκρούς και βασανισμένους.

Πάντως, η τιμιότητα υπήρξε στο Οράν της απερίγραπτης αρρώστιας και χαρακτηριστικές είναι δύο ακόμη περιπτώσεις. Ο δημοσιογράφος Ρομπέρ, αποκλείστηκε στην πόλη, ο δε χωρισμός από τη σύντροφό του, που ζούσε στο εξωτερικό, ήταν βασανιστικός. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να φύγει, να βρει την ελευθερία του, επικοινώνησε με πρόσωπα, που ίσως μπορούσαν να τον φυγαδεύσουν. Τελικώς κατόρθωσε να πλησιάσει το σκοπό του, λίγο απείχε από την ώρα της λύτρωσης.

Ωστόσο, δεν αποχαιρετά τον Ριέ. «Γιατρέ -είπε ο Ραμπέρ- δεν φεύγω και θέλω να μείνω μαζί σας». Συνέχισε λέγοντας, ότι αν έφευγε, θα ένιωθε ντροπή. Κι αυτό θα τον εμπόδιζε ν’ αγαπάει τη γυναίκα, που είχε αφήσει μακριά του. «Πίστευα πάντα, πως ήμουν ξένος σ’ αυτή την πόλη… Τώρα όμως, που είδα όσα είδα, ξέρω ότι ανήκω εδώ. Αυτή η ιστορία μας αφορά όλους». Και στη συνέχεια απέδειξε ο Ραμπέρ, ότι ήταν ένας τίμιος άνθρωπος.

Η δεύτερη περίπτωση ακολουθεί τις δραματικότερες ίσως σελίδες του βιβλίου. Συγκλονίζουν οι τελευταίες ώρες ενός μικρού αγοριού, που δεν αφήνει ούτε στιγμή μόνο του ο Ριέ, διότι ο πατέρας του, ο ανακριτής Οτόν και η γυναίκα του, υποχρεωτικά βρίσκονται σε μονάδες απομόνωσης. Ο γιατρός, μετά το θάνατο του παιδιού, είναι εξουθενωμένος. Αδυνατεί να αποδεχθεί το μαρτύριο ενός αθώου παιδιού. Κάποια ημέρα, ο Ριέ συναντά τον ανακριτή και έκπληκτος ακούει την απόφασή του: Θα επιστρέψει ως εθελοντής στο στρατόπεδο απομόνωσης, όπου είχε κρατηθεί. Και συμπλήρωσε: «… θα νιώθω πιο κοντά στο αγοράκι μου».

«Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε»

Και ήλθαν οι ημέρες, που δεν αντηχούσαν στους δρόμους του Οράν τα καμπανάκια των ασθενοφόρων. Η πανούκλα έφυγε όχι ηττημένη, αλλά επειδή ολοκλήρωσε τον συγκεκριμένο κύκλο της. Οι πύλες της πόλης άνοιξαν, έσμιξαν τα αγαπημένα πρόσωπα, το Οράν, πανηγύριζε για την ελευθερία του. Όχι όμως, ο Ριέ…

Ο γιατρός ήξερε αυτό που αγνοούσαν οι συμπολίτες του: Η πανούκλα δεν πεθαίνει και δεν εξαφανίζεται ποτέ. Μπορεί να κοιμάται επί δεκαετίες και «ίσως θα ερχόταν μια μέρα όπου …θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία».

Ο Ριέ μιλά τη γλώσσα του ρεαλισμού, αλλά η προηγούμενη φωνή του για αδιάκοπο αγώνα εναντίον των δυνάμεων της καταστροφής, δεν έπαψε να ακούγεται.

Ο Καμύ, το 1951, δίνει στη δημοσιότητα το εξαιρετικό, εκτενές δοκίμιό του, υπό τον τίτλο «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος», μεταξύ των άλλων με την πρωταρχική αξία: «Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε».

Ο συγγραφέας εκφράζει την αλήθεια. Ο πόλεμος, η νόσος της πολιτείας παραμένει ανίκητη, αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ και η αντίσταση του ανθρώπου ενώπιον των συμφορών, ενωμένη με την ελπίδα. Αλίμονο, εάν εξαφανιζόταν ο αντιστασιακός άνθρωπος… Τότε, τι θα απέμενε στον κόσμο; Στον κόσμο, που πολλοί θέλησαν και θέλουν να καταστρέφουν, αλλά και πολλοί αγωνίστηκαν και μακάρι να αγωνίζονται, για να τον σώσουν, ίσως και από την ολοκληρωτική καταστροφή.

Από τη βιβλιογραφία:

  1. Ολιβιέ Τοντ, «Αλμπέρ Καμύ – μια ζωή». 1η έκδοση 2009, εκδόσεις Καστανιώτη.
  2. Αλμπέρ Καμύ, «Ο Επαναστατη-μένος Άνθρωπος», 2011, εκδόσεις Πατάκη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ