Γράφει η
Ελένη
Κονιαρέλλη – Σιακή
Βρισκόμαστε σχεδόν στη μέση του χειμώνα και με έκπληξη βλέπουμε ότι φέτος ξεκίνησε με παράξενα παιχνίδια. Είναι απρόβλεπτος, επίμονος, και απαιτητικός. Τη μια ημέρα ο ήλιος απλώνει απλόχερα τη ζεστή αναπνοή του στη φύση και μας ξεγελά. Την άλλη ημέρα κρύβει τον ήλιο και γεμίζει την παλέτα του ουρανού με όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου και του σκοτεινού και επιδέξια μεταφέρει αυτά τα χρώματα στην ψυχή και στη σκέψη μας, στα όνειρα και στην προσωπική μας γαλήνη.
Μέχρι που και ο ίδιος ο χειμώνας κουράστηκε να εναλλάσσεται ανάμεσα στην κατήφεια και τη μελαγχολία του από τη μια πλευρά, και από την άλλη στην ενθουσιώδη και παρήγορη ματιά του -αυτή τη λαμπερή ματιά που θρέφει τα όνειρα και κατευνάζει τα λάθη και τα πάθη, τον παραλογισμό, τη σύγχυση και την αποχαύνωση, που όλοι, πολύ ή λίγο, ζούμε στην καθημερινότητά μας- και αποφάσισε να μας δείξει και να παραμείνει στην εικόνα που του ταιριάζει: Τη χειμωνιάτικη εικόνα!
Πίσω από τα καλά σφαλισμένα παράθυρα σε συνεπαίρνει το άγριο φύσημα του αγέρα, που σε κάνει να κινηθείς ένα βήμα πίσω, γιατί νομίζεις ότι η δύναμή του θα σπάσει το τζάμι και με αόρατα παγωμένα χέρια θα σε αρπάξει και μαζί του θα χαθείς ψηλά, θα χαθείς στο γκρίζο ένδυμα του ουρανού, μετά θα χαμηλώσεις και θα μπλεχτείς στα κλαδιά των δέντρων που ανήμπορα να αντισταθούν, γέρνουν μια αριστερά και μια δεξιά, και άλλες φορές προσκυνούν με ένα γρήγορο άγγιγμα τη γη. Και τότε αφυπνίζεσαι και λες, «πατώ στη μάνα γη… ας προσπαθήσω να στερεωθώ εδώ και να γλιτώσω από αυτό το τρελό στριφογύρισμα του αγέρα…» Αλλά, πριν καλά-καλά το σκεφτείς, αισθάνεσαι ένα καινούργιο σφυριχτό φύσημα· σε τραβά απότομα μαζί του, σε μεταφέρει πότε πολύ-πολύ ψηλά, πότε επάνω από την αγριεμένη θάλασσα, πότε δίπλα στα απότομα βράχια του γκρεμού, που νομίζεις ότι σε σπρώχνει στο χάος
του…
Και μέσα σ’ αυτή τη σκληρή ισοπέδωση της υπομονής και της αντοχής σου, αναρωτιέσαι: «Μήπως αυτός ο παγωμένος χειμωνιάτικος αγέρας που με στριφογυρίζει, μήπως αντιγράφει τη ζωή; Μήπως και η ζωή απρόβλεπτα και κατακτητικά με κατευθύνει συχνά σε δύσκολους δρόμους, σε μονοπάτια λύπης, σε υποτέλειες και εξαρτήσεις, σε καταστάσεις οδύνης που μπορεί να καταλήγουν και στον χαμό;»
Σε λίγες ώρες ο δυνατός αγέρας που οδήγησε τη φύση σε απόλυτη υποταγή έχει κοπάσει, και δύο λέξεις, ξένες μεταξύ τους, αγέρας και ζωή, έχουν δρομολογήσει τώρα τις σκέψεις σου.
Ο αγέρας αλλάζει στο ανεξέλεγκτο φύσημά του ό,τι βρεθεί στο δρόμο του. Η ζωή αλλάζει στην ανεπίστροφη πορεία της, όλα όσα θέλησες να προγραμματίσεις για να πράξεις στο μέλλον, ορθώνοντας ανάστημα παντοδύναμου Θεού στην υλοποίηση όλων των «ΘΕΛΩ» σου.
Είναι σκληρός και παγωμένος ο χειμώνας, αλλά από κάπου δραπετεύει και μάχεται μαζί του μια χρυσή ακτίνα του ήλιου, που η παρουσία της θριαμβεύει στο γκρίζο σκορπίζοντας ελπιδοφόρο φως. Τότε βλέπεις πως η ανασαμιά σου έχει θολώσει το γκρίζο τζάμι και ασυναίσθητα το καθαρίζεις με την παλάμη σου και κυριολεκτικά απλώνοντας το χέρι κλέβεις από τη φύση αυτή την ελπίδα της δικαίωσης που είναι ολόιδια με τη βιωμένη ελπίδα, που με αληθινή πίστη, περιμένεις να σου δώσει πίσω η ζωή. Για μια φορά ακόμα βλέπεις -τυλιγμένο σε μια πλεξούδα ήλιου- ένα καινούργιο προσκλητήριο χαράς, που δεν το περίμενες λουφασμένος στην κοσμοχαλασιά του αγέρα της ζωής, ότι έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα που σε χώριζε και ολοένα σε απομάκρυνε από τα όνειρα που έκανες για το άγνωστο «αύριο», αγνοώντας πόσες θυσίες χρειάζονταν για να έχουν τα όνειρά σου το ποθούμενο αντίκρισμα.
Αυτός ο χειμώνας είναι αλλιώτικος. Όμως μη φοβηθείς τον παγωμένο αγέρα του που σου κόβει την ανάσα και στο φύσημά του παίρνει μαζί και την ψυχή σου. Οι ψυχές -γράφουν τα βιβλία- είναι άυλες. Είναι φυσήματα. Και η λέξη ψυχή έχει ρίζα το ρήμα ψύχω που σημαίνει φυσώ. Ας φυσά δυνατά ο παγωμένος αγέρας. Τα φυσήματά του είναι ψυχές. Ψυχές, όπως οι δικές μας. Ο φόβος σου είναι άτοπος.
Ο χειμώνας στη φύση και στη ζωή ήρθε και θα φύγει… Όπως κάνει πάντα. Το σημαντικό είναι να μπορέσεις εσύ να αντικαταστήσεις τον φόβο με την ελπίδα, βρίσκοντας τον τολμηρό σου εαυτό, που με τη δύναμη που κρύβει, πάντα νικά!