Γράφει η Πέγκυ Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Σε μια παλιά πολυκατοικία, με πολλούς ορόφους, ζούσε η Μαρίκα. Μια πολυκατοικία επί της οδού Πατησίων των Αθηνών, που έβλεπε την Ακρόπολη. Στον τέταρτο όροφο. Ο τέταρτος όροφος είχε περίεργους ενοίκους, μια από αυτούς ήταν και η Μαρίκα.
Η Μαρίκα ήταν από τους πρώτους ενοίκους της πολυκατοικίας. Διάλεξε το διαμέρισμά της, με κύριο σκοπό να έχει υπό συνεχή εποπτεία τον φούρνο της, που ήταν ακριβώς από κάτω. Επιπλέον, της άρεσε να βλέπει τα πράγματα από ψηλά και η επιλογή της συνδύαζε και τα δύο. Η ζωή της μοιραζόταν μεταξύ φούρνου και σπιτιού. Κάθε μέρα ξυπνούσε χαράματα, για να ετοιμάσει το ψωμί και να υποδεχθεί τους πελάτες της. Όταν πουλούσε και το τελευταίο καρβέλι, κλείδωνε τον φούρνο με ένα μεγάλο λουκέτο και πήγαινε στο σπίτι. Για να κοιμηθεί και να ξυπνήσει πάλι πριν ξημερώσει. Αυτό ήταν το πρόγραμμά της. Κάθε μέρα.
Το πρωί ξυπνούσε από μόνη της, χωρίς ξυπνητήρι. Σηκωνόταν βιαστικά από το κρεβάτι και αφού πλενόταν σχολαστικά, φορούσε ένα από τα δέκα ίδια φουστάνια που είχε μέσα στη ντουλάπα της. Έπειτα πήγαινε στην κουζίνα. Δίπλα στον νεροχύτη της κουζίνας, άφηνε ένα κλουβί με ένα κίτρινο θηλυκό καναρίνι. Η διαδικασία ήταν σταθερή και κάθε μέρα η ίδια. Έπαιρνε το κλουβί, το έβγαζε για λίγο στο μπαλκόνι και αφού τάιζε το μικρό πουλάκι, το έπαιρνε πάλι μαζί της στον φούρνο. Μια μεγάλη σκουριασμένη πρόκα ήταν εκεί γι’ αυτό το κλουβί. Όπου πήγαινε η Μαρίκα μαζί και το κλουβί με το καναρίνι. Έξω από τον φούρνο το πουλάκι κελαηδούσε μελωδικά. Το τραγούδι του, έκανε πολλούς από τους περαστικούς ή πελάτες, να σταματούν μέσα στην πολύβουη λεωφόρο για να το ακούσουν. «Τι ωραία που κελαηδάει το καναρίνι σου κυρά Μαρίκα», είπε μια μέρα ένας γείτονας στη φουρνάρισσα, «χαμογέλα και εσύ λίγο». Τότε η Μαρίκα είπε, «εύκολο να λες σε κάποιον να χαμογελάσει, δύσκολο όμως να τον κάνεις να χαμογελάσει». Από τότε ο γείτονας, άλλαξε δρομολόγιο και δεν πέρασε ξανά από τον φούρνο.
Η κυρά Μαρίκα έκρυβε μέσα της μια θλίψη και δεν χαμογελούσε σχεδόν ποτέ. Στο διαμέρισμά της, δεν έμπαιναν πολλοί άνθρωποι και δεν είχε ιδιαίτερες φιλίες. Παρότι στον φούρνο συναντούσε καθημερινά πολλούς ανθρώπους και μιλούσε μαζί τους για διάφορα θέματα, δεν μιλούσε για τον εαυτό της. Αισθανόταν μόνη.
Τη μοναξιά της, τη συναντούσε καθώς επέστρεφε κάθε βράδυ στο σπίτι της.
Και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, έξω από την πόρτα της εισόδου. Καθώς στεκόταν εκεί, κρατώντας στο ένα χέρι το κλουβί και στο άλλο χέρι τα πολλά κλειδιά της, αισθανόταν πάντα το ίδιο. Την αίσθηση της απουσίας. Το ότι δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να της ανοίξει την πόρτα από μέσα. Ένας άνθρωπος να την περιμένει.
Στο σπίτι της έμοιαζε ο χρόνος να έχει σταματήσει. Τα έπιπλα λίγα. Ένας καναπές από ξύλο κερασιάς, ντυμένος με παλιό πράσινο βελούδο, μια πολυθρόνα από τα ίδια υλικά, μια τραπεζαρία, τέσσερις καρέκλες και ένα παλιό χαλί που απουσίαζε τους θερινούς μήνες. Μπορεί το σπίτι να φαινόταν άδειο, είχε όμως όλα τα απαραίτητα για εκείνη και ίσως πολύ περισσότερα. Η Μαρίκα πίστευε ότι τα υλικά φορτώνουν τον νου. Η Μαρίκα μισούσε και την τεχνολογία. Όλα τα υπολόγιζε με το μυαλό της. Έκανε αριθμητικές πράξεις, θυμόταν ημερομηνίες, γιορτές, γενέθλια, ονόματα, αριθμούς. Διάβαζε βιβλία, πολλά βιβλία. Άλλα για την πολιτική, άλλα για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και άλλα για τον Θεό. Η Μαρίκα ήταν από μικρή πολιτικοποιημένη, με έντονη την αίσθηση του δικαίου στις ανθρώπινες σχέσεις, στην πολιτική και την κοινωνία. Κάθε μέρα αγόραζε εφημερίδα, για να μάθει τα νέα και έκοβε αποκόμματα με ό,τι θεωρούσε σημαντικό.
Μπορεί στο σπίτι να φαινόταν ότι έχει σταματήσει ο χρόνος, όμως δεν ήταν έτσι. Το σπίτι αυτό είχε μια δική του ζωή και καλά κρυμμένα μυστικά. Μυστικά από το παρελθόν. Ένα παρελθόν που κανείς δεν γνώριζε. Όταν η Μαρίκα μετακόμισε στην πολυκατοικία της και απέκτησε τον φούρνο, έμενε μόνη. Δεν είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για σχόλια. Φάνταζε αδιάφορη, όπως και το σπίτι της.
Κανείς δεν είχε προσέξει μια μικρή κορνίζα κρεμασμένη στον τοίχο του σαλονιού. Μια κορνίζα με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, το μοναδικό στοιχείο από το παρελθόν της, εκτεθειμένο στο σαλόνι, που όμως μόνο εκείνη γνώριζε. Όπως εξάλλου όλα τα μυστικά, έτσι και το παρελθόν της, είχε μια μικρή ένδειξη για τους πιο παρατηρητικούς. Η ένδειξη του δικού της μυστικού, ήταν κρεμασμένη σε έναν τοίχο στο σαλόνι.
Η φωτογραφία ήταν το κλειδί που άνοιγε το παρελθόν της. Η Μαρίκα είχε αφήσει τα πάντα για να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Μια οικογένεια που στα χρόνια της κατοχής διαφοροποιήθηκε από εκείνη πολιτικά και ήρθε μαζί της σε μεγάλη ρήξη. Όταν έφυγε από τη ζωή και το τελευταίο μέλος της, έμεινε στη Μαρίκα μια μεγάλη περιουσία για την οποία εκείνη αδιαφορούσε. Ένα πρωινό του χειμώνα ήταν, όταν μάζεψε τα λιγοστά της υπάρχοντα και έφυγε. Έφυγε και άφησε πίσω το παρελθόν και δεν γύρισε ούτε μια φόρα να κοιτάξει πίσω.
Εντελώς τυχαία ήρθε στα χέρια της ένα μικρό θηλυκό καναρίνι. Το καναρίνι αυτό ήταν η οικογένεια της Μαρίκας. Δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, είχε ονομάσει το μικρό πουλάκι κληρονόμο. Αυτό το μικρό πουλάκι, της κρατούσε συντροφιά, όταν ήταν μόνη, όταν ήταν άρρωστη και όταν αναζητούσε λίγη παρέα. Αυτό το μικρό πουλάκι ήταν και η μοναδική κληρονόμος σε ό,τι είχε. Μια μεγάλη περιουσία και μια παρακαταθήκη από συναισθήματα, ιδέες και όνειρα…