Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, 2025

Η τραγωδία των Τεμπών: Στρεβλώσεις, αποπροσανατολισμοί αλλά και επικοινωνιακή διαχειριστική ανικανότητα

Γράφει ο

Κώστας Γιαννόπουλος

 

Παλιό αλλά διαρκούς επικαιρότητας. Όταν ρωτήθηκε ο Χάρολντ Μακ Μίλαν, πρωθυπουργός της (κάποτε Μεγάλης) Βρετανίας τι φοβάται περισσότερο, έδωσε την ιστορική απάντηση: «Τα γεγονότα, φίλε μου. Τα γεγονότα».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπρεπε να φοβάται τα γεγονότα περισσότερο από τον Μακ Μίλαν, ιδιαίτερα επειδή η κυβέρνησή του αδυνατεί να τα χειριστεί πολιτικά, επικοινωνιακά και διοικητικά. Η τραγωδία των Τεμπών έδειξε τα όρια του «επιτελικού κράτους» που είχε καταφέρει να ξεπεράσει χωρίς τραύματα όλα τα προηγούμενα γεγονότα. Η επικοινωνιακή διαχείριση ενός πολύνεκρου δυστυχήματος ήταν αυτοκτονική, παράδειγμα προς αποφυγήν που αξίζει να διδάσκεται σε ειδικές Σχολές. Πέραν της διαχειριστικής ανικανότητας, όλη η στάση των κυβερνητικών στελεχών απέπνεε μια αίσθηση σιγουριάς που συνόρευε με την αλαζονεία: η τραγωδία θα ξεχαστεί σύντομα, όπως ξεχάστηκαν οι άλλες στο Μάτι και στην Πύλο. Η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση θεωρήθηκε αποτελεσματική δεδομένου ότι επέτρεψε στην κυβέρνηση και τον αρμόδιο υπουργό να «αθωωθούν» από το εκλογικό σώμα. Η ΝΔ νίκησε με υπερδιπλάσια διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ (41% και αυτονομία) και ο Κ. Καραμανλής επανεξελέγη στις Σέρρες (μετά την προσωρινή προσχηματική -όπως αποδείχθηκε- παραίτησή του).

Με τα αποτελέσματα αυτά σκεπάστηκαν τα πρώτα σφάλματα, αλλά προσωρινά. Η κήρυξη τριήμερου πένθους σε ένδειξη ενσυναίσθησης δεν ταίριαζε με την απόφαση να συμπεριληφθεί στα ψηφοδέλτια ο υπουργός που αντικειμενικά είχε την πολιτική ευθύνη. Οι παλινωδίες σχετικά με το αν λειτουργεί η τηλεδιοίκηση έδειξαν πανικό, προχειρότητα και σε κάποιο βαθμό αδιαφορία, σημάδια που ερμηνεύτηκαν ως απόπειρα συγκάλυψης ή προσπάθεια υποβάθμισης του γεγονότος. Κι εκεί που οι κυβερνητικοί περίμεναν ότι το θέμα ξεφούσκωσε, επανήλθε με την ορμή και τη σφοδρότητα που έχει ένα τσουνάμι. Σ’ αυτό βοήθησε η επικοινωνιακή τεχνογνωσία και η πείρα που διαθέτει η «προοδευτική» αντιπολίτευση συνεπικουρούμενη από εισηγητές παραδοξοτήτων. Πρώτη επιτυχία ο χαρακτηρισμός της τραγωδίας με μια πιο φορτισμένη λέξη: έγκλημα. Το «έγκλημα» προϋποθέτει εγκληματίες και ανοίγει ευρύτατο πεδίο έρευνας για τον εντοπισμό τους. Από το παραζαλισμένο κυβερνητικό στρατόπεδο μόνο ο Άδωνις Γεωργιάδης αντιλήφθηκε τη σημασία της νέας ονοματοδοσίας. Απέκρουσε τον όρο «έγκλημα» και συνέχισε να αποκαλεί την τραγωδία «δυστύχημα». Ήταν όμως φωνή ενός και μοναδικού βοώντος εν τη ερήμω. Ο όρος απευθυνόταν στο θυμικό της κοινής γνώμης και καθιερώθηκε. Ακολούθησε η ολομέτωπη επίθεση στην κυβέρνηση και ο θρίαμβος της επικοινωνίας.

Η επικοινωνιακή τακτική της Αντιπολίτευσης ήταν βγαλμένη από τα εγχειρίδια της καλής προπαγάνδας. Μη σας σοκάρει η λέξη. Απέκτησε αρνητικό πρόσημο από τις επιτυχίες που σημείωσαν οι καλύτεροι μαθητές της που δεν ήταν και οι καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες. Ο Ναπολέων έλεγε ότι μία μόνο μορφή προπαγάνδας υπάρχει: η επανάληψη. Ο Χίτλερ έλεγε ότι το μέγεθος ενός ψέματος εμπεριέχει πάντα ένα στοιχείο πειστικότητας. Και ο Στάλιν έλεγε ότι ένα ψέμα που λέγεται μία φορά είναι ψέμα· όταν λέγεται 100 φορές γίνεται αλήθεια. Στην περίπτωση των Τεμπών εφαρμόστηκαν όλες οι βασικές αρχές της πολιτικής επικοινωνίας. Η επανάληψη επιτεύχθηκε στον ύψιστο βαθμό. Ας σημειωθεί ότι την εποχή που διατυπώνονταν οι βασικές αρχές της προπαγάνδας δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης και, φυσικά, ούτε τα πανίσχυρα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που εξασφαλίζουν και πλατιά διάδοση και ατέλειωτη επανάληψη. Υπήρχε ήδη ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Χάρη σ’ αυτά τα κοινωνικά δίκτυα γιγαντώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα το κίνημα «Black lives matter» και στα καθ’ ημάς το αίτημα «δικαιοσύνη» για τα θύματα του «εγκλήματος» στα Τέμπη. Το 130 βαγόνι που εξαερώθηκε εκπλήρωσε τις άλλες δύο αρχές. Ήταν τόσο εξωφρενικό που και κάποιο στοιχείο πειστικότητας απέκτησε και σε αλήθεια μετατράπηκε.

Σε πάνω από 190 πόλεις σε όλο τον κόσμο, χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν ζητώντας την τιμωρία των ενόχων. Ήταν αδύνατον να συνεχίσει η κυβέρνηση τον μακάριο ύπνο της. Διστακτικά στην αρχή εγκατέλειψε την άμυνα και πέρασε σε λελογισμένη αντεπίθεση. Ο κύριος ρόλος ανατέθηκε στον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη. Σε ήπιους τόνους ανέλαβε να αποδομήσει τα επιχειρήματα των κατηγόρων και να αποκρούσει τις καταγγελίες περί συγκάλυψης και καθυστέρησης της ανακριτικής διαδικασίας. Κατά τη δική του εξήγηση, η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε ολιγωρία του εφέτη ανακριτή αλλά στα αιτήματα για περαιτέρω έρευνα που υπέβαλαν οι δικηγόροι των συγγενών των θυμάτων. Υποβλήθηκαν συνολικά τριακόσια (300) τέτοια αιτήματα από τα οποία ο ανακριτής εξέτασε τα 250. Η καθυστέρηση ήταν αναπόφευκτη.

Φιλότιμη προσπάθεια, αλλά too little too late που λένε οι αγγλοσάξονες για ενέργειες που δεν έγιναν στην ώρα τους και αποδεικνύονται αναποτελεσματικές. Σε μεγάλη, συντριπτικά πλειοψηφική, μερίδα της κοινής γνώμης έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι στα Τέμπη διαπράχθηκε έγκλημα. Μάλιστα πρώην υπουργός που έχει αλλάξει στρατόπεδο έφτασε να το χαρακτηρίσει «προμελετημένο». Κι έτσι άνοιξε νέο κεφάλαιο εφαρμοσμένης πολιτικής επικοινωνίας: η συγκάλυψη. Η επιλογή της λέξης ήταν πολύ επιτυχημένη. Περιέχει μυστήριο, είναι απαξιωτικά φορτισμένη, ευνοεί τις θεωρίες συνωμοσίας και γίνεται εύκολα σύνθημα. Καταγγέλλεται η κυβέρνηση ότι συγκαλύπτει το έγκλημα για να αποφύγουν οι ένοχοι τη δίκαιη τιμωρία. Ποιοι είναι οι ένοχοι; Οι κυβερνητικοί πρωτίστως – για τους άλλους βλέπουμε. Εξ αρχής πάντως έχει διευκρινιστεί ότι η συγκάλυψη δεν περιλαμβάνει εκείνον που έστειλε τα δύο τραίνα στην ίδια γραμμή με αποτέλεσμα να συγκρουστούν μετωπικά. Αυτόν τον έχουν ήδη απαλλάξει οι διαδηλωτές ως τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Με ανοιχτό το θέμα της συγκάλυψης διατυπώνονται θεωρίες και απόψεις για τα πραγματικά περιστατικά, εμφανίζονται νέα αναπάντητα ερωτήματα και, επειδή έγκλημα χωρίς δολοφόνους δεν νοείται, κατονομάζονται οι υπεύθυνοι (Κ. Καραμανλής και Μητσοτάκης) που πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή. Είναι τόσο εδραιωμένη η πεποίθηση περί ενοχής που η διεξαγωγή της δίκης έχει ήδη αποκτήσει συμβολική σημασία. Κάποια στιγμή θα γίνει (οι ενδιαφερόμενοι δεν δείχνουν καμία βιασύνη) μόνο και μόνο για να τηρηθούν τα προσχήματα.

Όπως ήταν φυσικό, την έκρηξη της κοινής γνώμης ακολούθησαν τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Πολλοί πιστεύουν ότι η ανάμιξη κομμάτων προηγήθηκε της έκρηξης. Σημειώνουν την εκπληκτική οργανωτική δουλειά που απαιτήθηκε για τα συγκλονιστικά σε όγκο και παλμό συλλαλητήρια. Είτε οι συγκεντρώσεις ήταν αυθόρμητες είτε οργανωμένες, το κύριο αίτημα όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης για απόδοση δικαιοσύνης ήταν παραπλανητικό: ο τελικός και ομολογημένος στόχος τους είναι η πτώση του Μητσοτάκη. Ακούστηκε και μια εναλλακτική εκδοχή. Να μην παραιτηθεί η κυβέρνηση (ελάχιστοι θα ήθελαν πρόωρες εκλογές) και να οριστεί άλλος πρωθυπουργός, άγνωστο με ποια κριτήρια και ποιος θα τον διορίσει. Το γεγονός είναι πως η κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι σε ένα νέο «αντίπαλο»: τους γονείς και άλλους συγγενείς των αθώων θυμάτων. Το πένθος προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και μεγαλύτερη κατανόηση ακόμη και για υπερβολικές συμπεριφορές τους. Υψώθηκαν σε ένα βάθρο τόσο ψηλό ώστε να μη τους φτάνει οποιαδήποτε έστω και καλόπιστη κριτική. Άλλοτε από αληθινό σεβασμό για την απώλειά τους κι άλλοτε από υποκριτική συμπαράσταση στο πένθος τους κέρδισαν την απόλυτη ασυλία, μεγαλύτερη από εκείνη που απολαμβάνουν οι βουλευτές. Και πίσω από αυτήν κρύφτηκαν τα αντιμαχόμενα κομματικά στρατόπεδα. Τυχόν σχολιασμός πορισμάτων, δηλώσεων, δράσεων ή παραλείψεων χαρακτηριζόταν απανθρωπιά για τους νεκρούς ή εργαλειοποίηση της τραγωδίας. Δεν θα αναφερθώ σε δικογραφίες, ξυλόλια, βίντεο, ηχητικά, μονταζιέρα, πραγματογνωμοσύνες, αποκαλύψεις, βόμβες και κεραυνούς. Όχι ότι στερούνται σημασίας, αλλά επειδή δεν πρόκειται να κλονίσουν τις πεποιθήσεις των δύο πλευρών.

Σέ όλες τις κοινωνίες ο θάνατος έχει αξιακό τιμολόγιο. Όποιος πεθαίνει για τις ιδέες του, στου αρχηγού το πλάι από εχθρικό βόλι, σε απεργία πείνας ή στο οδόφραγμα είναι άξιος τιμής και η θυσία του ανταποκρίνεται σε έναν ηθικό σκοπό. Ο άδικος θάνατος συγκλονίζει. Πολύ περισσότερο όταν οι νεκροί είναι νέοι άνθρωποι, που όχι μόνο δεν έχουν καμία ευθύνη αλλά πληρώνουν λάθη ή αβλεψίες άλλων στους οποίους η Πολιτεία έχει αναθέσει την ασφάλειά τους. Στον Αντρέ Μαλρώ αποδίδεται η φράση «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα. Αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μία ζωή». Πόσο αξίζουν 57 ζωές που χάθηκαν άδικα και παράλογα; Και πώς εξηγείται αυτή η θυσία ώστε να γαληνέψει ο πόνος των γονιών τους; Σε μερικές θρησκείες υπάρχει απάντηση: είναι απόφαση της ανώτερης δύναμης ή των πνευμάτων με την οποία τιμωρούνται οι πιστοί για τις αμαρτίες τους ή δοκιμάζεται η πίστη τους. Στην Ελλάδα, με αφορμή την πρόσφατη έντονη σεισμική δραστηριότητα, έγινε μια σπασμωδική απόπειρα να ζητηθούν απαντήσεις από τον Θεό με λιτανείες. Δεν απέδωσε. Η σύγχρονη δυτική κοινωνία δεν έχει απάντηση σ’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα. Έχει αναθέσει στη Δικαιοσύνη τον ρόλο. Μόνο που οι λειτουργοί της Θέμιδος περιορίζονται να διαπιστώσουν ποιοι ευθύνονται. Δεν ερευνούν αν μια τραγωδία αποτελεί μέρος ενός ανώτερου ευφυούς σχεδίου. Η κοινωνία περιμένει άλλου είδους απαντήσεις από πολιτικούς και ειδικούς κι όσο δεν τις παίρνει τις αναζητεί ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά και στο τέλος καταλήγει σε «απόφαση» του ίδιου του λαού.

Στην τραγωδία των Τεμπών η απόφαση έχει εκδοθεί. Είναι αμετάκλητα καταδικαστική για τα πολιτικά πρόσωπα και εξαιρετικά επιεικής για τον σταθμάρχη βάρδιας και την πρόεδρο της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων. Που σημαίνει πως αν οι δικαστές αποφασίσουν οτιδήποτε λιγότερο από την αυστηρή καταδίκη των πολιτικών προσώπων δεν θα ικανοποιηθεί αυτό που θεωρούμε κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το οξύμωρο είναι ότι όσοι δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη ζητούν την απόδοση δικαιοσύνης από τη Δικαιοσύνη που δεν εμπιστεύονται. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως αυτή είναι η μόνη δικαιοσύνη που διαθέτει η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ