Γράφει η
Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Διηγηματογράφος
Η πενηντάχρονη Ματούλα ζούσε στο ισόγειο της παλιάς πολυκατοικίας με τη μητέρα της. Χρόνια τώρα. Θα έπρεπε κάποτε να ήταν γλυκιά ίσως και όμορφη γυναίκα, αν παρατηρούσε κανείς τα χαρακτηριστικά της. Όλη μαζί έμοιαζε με πυραμίδα. Έτσι μου φαινόταν. Μικρό κεφάλι, κοντά κολλημένα μαλλιά, στενοί ώμοι, που σήκωναν αβίαστα ένα πλατύ και βαρύ στήθος. Μέση δεν διέκρινε κανείς μέσα από τα ατημέλητα φαρδιά της ρούχα, που ισοσκέλιζαν με άτσαλο τρόπο τη θεόφαρδη τριγωνική της περιφέρεια έως τη μέση της γάμπας.
Μικρή σημασία είχαν όλα αυτά, μπροστά στο φωτεινό της χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο ίσως ήταν το μόνο που επικοινωνούσε ευχάριστα με τον έξω κόσμο. Ζούσε κλεισμένη στο σπίτι, υπηρετώντας την υπέργηρη μητέρα της μέρα-νύχτα.
Σκοτεινή η ιστορία της Ματούλας, χρόνια τώρα. Κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή της, ή πώς βρέθηκε κάποτε στη Γερμανία να εργαστεί, απ’ όπου της ερχόταν μια παχουλή σύνταξη. Ούτε ρώτησε κανείς γιατί έμεινε χωρίς γάμο και παιδιά. Κανείς δεν ασχολήθηκε ποτέ, μιας και συνέχιζε να ζει με τον ίδιο τρόπο, χωρίς φίλους, εξόδους και παρέες, ακόμη και όταν η μητέρα της άφησε τον κόσμο τούτο. Άυλη η παρουσία της.
Έμοιαζε θαρρείς με τις ανθρώπινες σκιές γύρω μας, που δεν κινούν το ενδιαφέρον κανενός, μέχρι να γίνει κάτι τρανταχτό και οι πλέον πονόψυχοι να τις ανακαλύψουν. Για λίγο.
Χρόνια η Ματούλα, πηγαινοερχόταν στα κοντινά μαγαζιά, στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, με μια εγκάρδια καλημέρα, γιατί τη νύχτα δεν είχε κανείς την ευκαιρία να τη δει και να την καληνυχτίσει.
Κάποιες φορές, επισκεπτόταν την κυρία Φρειδερίκη, τη σπιτονοικοκυρά της, στον τρίτο όροφο, είτε για να πληρώσει το νοίκι της, είτε για να πει μια καλημέρα, μιας και τη συμπαθούσε ιδιαίτερα.
Η κυρία Φρειδερίκη, χήρα από τότε που την θυμάμαι, φάνταζε στα μάτια μου κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά ήταν. Ίσως επιδρούσε και το όνομά της στο μυαλό μου. Στις παιδικές μου αναμνήσεις, με εντυπωσίαζαν τα λαμπερά ψεύτικα μεγάλα κοσμήματα στα χέρια της, τα φουσκωτά κόκκινα μαλλιά της, το έντονο κοραλλί κραγιόν, οι μπουτονιέρες στα πανωφόρια της και οι τέσσερις σειρές πέρλες, θαρρείς ενσωματωμένες για χρόνια, στο λαιμό της.
Δυο δεκαετίες πέρασαν από τότε και βρέθηκα να είμαι η προσωπική λογίστριά της, μιας και πεθαίνοντας ο μακαρίτης σύζυγός της, της άφησε μεγάλα κτήματα με ελιές και αρκετά ακίνητα που ήθελαν ιδιαίτερη λογιστική διαχείριση.
Μια φορά το χρόνο, βρισκόμουν στο φορτωμένο στολίδια σαλόνι της, που αποκάλυπτε η βαριά συρόμενη πόρτα, τυλιγμένο στην πάχνη των περασμένων ετών.
Χρυσά πιάτα στους τοίχους ως το ταβάνι, πίνακες εντυπωσιακοί μικρής αξίας, βαριές στόφες, βελούδινες βυσσινί κουρτίνες με φουντάκια και ασήκωτα σκούρα έπιπλα, μου πλάκωναν την καρδιά. Η μυρωδιά της κλεισούρας, ήταν απαράλλακτη ανάμεσα στα γυαλικά και στα λαμπερά ασημικά.
Ευτυχώς, η κυρία Φρειδερίκη ήταν καλή παρέα, γελαστή και περιποιητική και ξεχνούσα το βάρος ακόμη και της παλιάς λουλουδένιας ταπετσαρίας στους τοίχους . Κάτι άλλο που θαύμαζα σ’ αυτήν, ήταν η απόλυτη άγνοια της βιολογικής της ηλικίας, που την έκανε να μοιάζει με κοριτσόπουλο ντυμένο με τα ρούχα της γιαγιάς της.
Γάργαρο το γέλιο της, γλυκό το χαμόγελό της, νεανικές οι κινήσεις της όταν μετέφερε τον ασημένιο δίσκο, φορτωμένο τσάι και γλυκά. Κι όταν τελείωναν οι φορολογικές δηλώσεις ή τα όποια λογιστικά προβλήματά της, συζητούσαμε αβίαστα, πάντα με χαμόγελο, για τις νέες τάσεις της μόδας, τα ακραία χτενίσματα που έκαναν τις γυναίκες άκομψες και διάφορα θέματα της επικαιρότητας.
Η διάθεσή της να αισθάνεται νέα, την έκανε να φαίνεται δροσερή, παρά τις οκτώ δεκαετίες που κουβαλούσε στην πλάτη της, τόσο που μπορούσε να κάνει παρέα και να συμφωνεί μάλιστα, με κάθε ηλικία, σαν να ήταν χαμαιλέων. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός, τότε μετά τον πόλεμο, πράγμα που ανατράπηκε όταν γνώρισε το μακαρίτη σύζυγό της. Την είχε τη στόφα. Δεν θα διαφωνήσω.
Εκείνο το απόγευμα που είχαμε ραντεβού, συνέπεσε με ένα συνταρακτικό γεγονός που αναστάτωσε τη ήσυχη γειτονιά. Σύσσωμοι οι γείτονες είχαν πάει εκείνο το πρωί, στην κηδεία της Ματούλας. Ανάμεσα σε όλους, είχε πάει και η κυρία Φρειδερίκη, που δεν απουσίαζε ποτέ από τέτοια κοινωνικά δρώμενα.
Με καλωσόρισε όπως πάντα, ανοίγοντας τη βαριά πόρτα του σαλονιού. Μπροστά στον ασημένιο δίσκο με το τσάι και τα βουτήματα, άρχισε παράδοξα η συζήτηση για την κηδεία της Ματούλας.
«Τι σου είναι ο άνθρωπος κορίτσι μου! Πότε αρρώστησε, πότε αναχώρησε για την Άνω Ιερουσαλήμ, είδηση δεν πήραμε».
Το απορημένο βλέμμα μου την ενέπνευσε να συνεχίσει ακάθεκτη.
«Όλη η γειτονιά την έκλαψε. Τόσο καλή, τυπική και ήσυχη κοπέλα! Αθόρυβη σε όλα της. Και να σου πω την αλήθεια, ήμουν κοντά στο φέρετρο, για να συλλυπηθώ τη μοναδική της εξαδέλφη που τα φρόντισε όλα με το παραπάνω. Και τι να δω! Η Ματούλα ντυμένη με ένα υπέροχο μακρύ γαλάζιο φόρεμα, με πούλιες στο τελείωμα, με μανίκια φραμπαλά… ναι καλέ σου λέω… Της είχαν φτιάξει όμορφα τα μαλλάκια της, καλοχτενισμένα. Την είχαν μακιγιάρει εξαιρετικά, μέσα στο άσπρο σατέν γύρω γύρω. Έκτακτη! Μια κούκλα ήταν, πιο όμορφη από ποτέ! Φορούσε κάτι πασουμάκια μούρλια, με φιογκάκια σατέν. Τι να σου πω! Τόσο φροντισμένη, τόσο όμορφη, δεν ήταν ποτέ στη ζωή της! Το γραφείο κηδειών έκανε πραγματικά εξαιρετική δουλειά! Εξαιρετική! Τη μεταμόρφωσε σε πριγκίπισσα σου λέω».
Την παρακολουθούσα ξέπνοη. Τι αλαφιασμένη περιγραφή, πρωτάκουστη στ’ αφτιά μου για τη νεκρή Ματούλα! Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω για τη χαμένη ψυχή που έζησε τα ελάχιστα από τη ζωή, ίσως σπαταλώντας τον πολύτιμο χρόνο της, αυτήν που ίσως τη βάραιναν πράγματα από αυτά που κανείς δεν αναρωτήθηκε ποτέ, ή αν έπρεπε να γελάσω με την αυταρέσκεια, την ελαφρότητα, την αφέλεια που αντιμετώπιζα κατάμουτρα. Το μόνο που βγήκε αυθόρμητα από το στόμα μου, ήταν μια πικρόχολη παρατήρηση.
«Ε τότε, μην ξεχάσετε να πάρετε κάρτα από το γραφείο κηδειών, που περιποιείται τόσο προσεκτικά τους πελάτες του».
Η απάντηση με αποτελείωσε.
«Μα φυσικά! Πήρα ήδη κάρτα!» ψέλλισε κατεβάζοντας τα μάτια της στο πολύχρωμο χαλί και τρίβοντας απαλά κι ενοχικά τις παλάμες της μεταξύ τους, συμπληρώνοντας χαμηλόφωνα «μήπως χρειαστεί… γιατί η δική μου η ώρα… ουυυ αργεί ακόμα!».