Γράφει η
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Κάθε χρόνο περίμενα τον Γενάρη για να την καμαρώσω. Νύφη στολισμένη στη στροφή του δρόμου, με μυρωδάτα λευκά ανθάκια να γνέφουν και να παίζουν παιχνίδια ερωτικά με τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου. Και πάντα φοβόμουν τον απρόσμενο χιονιά. Χειμώνας ακόμα κι αυτή να επιμένει προκλητικά ότι έρχεται η Άνοιξη. Αυτή η βιαστική νύφη της παγωνιάς ήταν η αμυγδαλιά μου!
Όμως φέτος τα πράγματα άλλαξαν. Έγιναν παράξενα και απρόβλεπτα. Περνούσα από μπροστά της, κι αυτή με ξεθωριασμένο τον καφέ κορμό της, με άδεια κι απλωμένα ολόγυρα κλαδιά, μ’ ελάχιστα ζαρωμένα φύλλα στην κορυφή, με λίγα ξερά αμύγδαλα να κρέμονται εδώ κι εκεί από τον περασμένο χρόνο, επέμενε, σαν ριζωμένος σκελετός ακίνητη στη θέση της, και σε κάθε φύσημα του αγέρα να σκύβει και να τεντώνει δεξιά και αριστερά τα κλαδιά της, που σαν να είχαν μάτια, περίμεναν να έρθει από κάπου η βοήθεια.
Έφτασε στη μέση ο Γενάρης και η απορία μου μεγάλωσε. Την πλησίασα, την ακούμπησα μήπως είχε εντελώς ξεραθεί και την ρώτησα:
– Τι έπαθες φέτος αμυγδαλιά μου; Γιατί δεν άνθισες; Τί χάλια είναι αυτά που έχεις; τη ρώτησα θυμωμένα. Εκείνη χαμήλωσε το κοντινό μου κλαδί της και τότε άκουσα μαραζωμένη την απάντησή της:
– Δεν το ξέρεις; Πτώχευσα… Ναι… ναι. Όπως όλοι εσείς έτσι κι εγώ, δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω την πτώχευση. Γιατί κατηγορείς εμένα και δεν βλέπεις την κακομοιριά, την ακεφιά και την απογοήτευση που έχει αλλοιώσει τα δικά σας πρόσωπα; Δυστυχώς κι εγώ δεν μπόρεσα να γλυτώσω κι έτσι κατάντησα φέτος χωρίς πράσινα φύλλα, χωρίς λουλούδια, χωρίς καρπούς και το σπουδαιότερο… καταχρεωμένη!
Πήγα να γελάσω, μα συγκρατήθηκα. Τα λόγια της ήταν σοβαρά, αλλά επιμένοντας να λύσω τις απορίες μου, συνέχισα να ρωτώ:
– Καλά… από εμάς τα πήραν, και τα παίρνουν, και θα συνεχίσουν να τα παίρνουν, άγνωστο για πόσα χρόνια ακόμα. Εσείς τα δέντρα, τί έχετε να τους δώσετε;
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου, και:
– Άκου τι έγινε. Πριν από ένα μήνα περίπου, ήρθε εδώ ένας κύριος με κάτι χαρτιά στα χέρια. Στάθηκε μπροστά στον κορμό μου, με κοίταξε βλοσυρά και αρχίζοντας να φυλλομετρά τα χαρτιά του, μου είπε: «Χρωστάς… χρωστάς το νερό που πίνουν οι ρίζες σου. Δεν πλήρωσες ποτέ νερό. Τόσο επί τόσο, για τόσα χρόνια -έκανε λογαριασμούς- χρωστάς 5.000 ευρώ». Εγώ τόλμησα τρομαγμένη να του πω: «Μα κύριε, δεν παίρνω από πουθενά νερό. Ο Θεός μου το στέλνει με τη βροχή του…» «Τι είπες; Αμφιβάλλεις για τους υπολογισμούς μου; Μα βέβαια, το ξέχασα. Πέντε χιλιάδες ευρώ το χρέος, συν 1.000 ευρώ πρόστιμο για την καθυστέρηση πληρωμής τόσων χρόνων». Και συνέχισε: «Χρωστάς γιατί τα κλαδιά σου έχουν απλωθεί πολύ κι εκείνο δεξιά μισοκρύβει την πινακίδα που δείχνει τη στροφή στο δρόμο. Τόσο επί τόσο για την παράβαση αυτή, σύνολο προστίμου 1.000 ευρώ. Χρωστάς για τα κλαδιά σου που ακουμπούν στον γειτονικό φράχτη και σχηματίζουν έναν μεγάλο και παράνομο ημιυπαίθριο χώρο. Κοροϊδεύεις το κράτος… Κλέβεις τα έσοδά του. Ντροπή σου αμυγδαλιά!» Και ανακατεύοντας πάλι τα χαρτιά του έκανε τους υπολογισμούς, βγάζοντας ένα μέτρο από την τσέπη του και μέτρησε: «Τόσο πλάτος, επί τόσο μήκος ο ημιυπαίθριος, συν… συν… συν το πρόστιμο τόσων χρόνων, Τελικό Σύνολο Πληρωμής: 20.000 ευρώ. Γι’αυτά μπορείς να κάνεις έναν διακανονισμό, αλλά δεν σε σώζει τίποτα…»
Στη συνέχεια με ρώτησε: «Κάνεις δήλωση στην Εφορία; Έχεις Α.Φ.Μ.;» Κατατρόμαξα, αλλά κατάφερα να ψελλίσω: «Όχι κύριε, δεν κάνω Δήλωση στην Εφορία. Δεν είμαι άνθρωπος. Δέντρο είμαι. Τι να δηλώσω εγώ;»
Τότε ήταν που το μάτι του γυάλισε. Τράβηξε ένα χαρτί από τα πολλά που κρατούσε και φώναξε: «Πρέπει να κάνεις αμέσως αίτηση και ν’ αρχίσεις τη διαδικασία για Περαίωση. Χρωστάς πολλά. Και τον καρπό σου, τ’ αμύγδαλά σου που πουλάς, τα δηλώνεις στην Εφορία;» «Όχι κύριε, μουρμούρισα ξεψυχισμένα. Κανείς δε μαζεύει τ’ αμύγδαλά μου. Επάνω μου μένουν και ξεραίνονται. Τίποτα δεν πουλάω στην Ελλάδα. Αμύγδαλα κάνει εισαγωγές η χώρα μας από την Τουρκία. Εγώ, το μόνο που κάνω είναι να δώσω λίγη ομορφιά στους περαστικούς. Στολίζομαι χειμωνιάτικα τα μυρωδάτα λουλούδια μου, ντύνομαι την πράσινη φορεσιά με τα δροσερά μου φύλλα, παίζω με τον ήλιο και τα χιόνια, και πρώτη εγώ καλωσορίζω την Άνοιξη! Αυτό μόνο κάνω. Τα άλλα που μου λέτε για Εφορίες και πρόστιμα, δεν τα καταλαβαίνω. Και σας το ξαναλέω: Δέντρο είμαι, δεν είμαι κλέφτης του κράτους. Γιατί δεν ψάχνετε να βρείτε και να τιμωρήσετε τους κλέφτες της χώρας μας, τους μεγάλους κλέφτες, και τους ατιμώρητους του πολιτικού μας συστήματος που σας κορόιδεψαν όλους, και σας έφεραν σ’ αυτή την οδυνηρή οικονομική κρίση, ώστε να τα βάζετε μαζί μου;» Ο κύριος με τα χαρτιά άστραψε και βρόντησε:
– Μην τολμήσεις να βγάλεις λουλούδια… Μην επιχειρήσεις να πρασινίσεις με φύλλα τα ξερόκλαδά σου… Μη σκεφτείς να στολιστείς και να στηθείς στη γωνία όπως παλιά. Ο ΦΠΑ που θα «βαρύνει» τα λουλούδια σου θα είναι ο υψηλότερος, ΦΠΑ για είδη πολυτελείας, συν όλα τα πρόστιμα που σου έχω «κόψει»… πάει τελείωσες. Είσαι ήδη κι εσύ σε
πτώχευση!»
Έμεινα όρθια με το σώμα μου να ακουμπά στον υγρό κορμό της αμυγδαλιάς και η σκέψη μου να τριγυρίζει στη γνωστή φράση: «Δεν είναι αλάργα το σκοτάδι. Κλείσε τα μάτια να το δεις…»
Ήταν η ώρα που ο Οδυσσέας απαντούσε στην ερώτηση του Πολύφημου: «Ποιος σε τύφλωσε;» Και η απάντηση: «Ο Κανένας!».