Κυριακή, 9 Μαρτίου, 2025

Η δασκάλα Ελένη Φωκά: Ελεύθερη πολιορκημένη στη σκλαβωμένη Κύπρο

Γράφει η

Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη

Φιλόλογος

 

 

«… κι ήρθανε χρόνοι δίσεχτοι

και μήνες οργισμένοι…»

Από την παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού» 

Περισσότερα από πενήντα χρόνια έρχονται οι οργισμένοι μήνες. Η ελληνική κοινωνία πάντοτε στέκεται στο πλευρό της Κύπρου, δεν γνωρίζει όμως, σε όλη τους την έκταση, τα δεινά του πολύπαθου νησιού, μετά την τουρκική εισβολή. Από το περασμένο καλοκαίρι, κυκλοφορεί το βιβλίο1 της Ελληνοκύπριας Ευρυδίκης Περικλέους – Παπαδοπούλου, που προβάλλει αυτά τα δίσεχτα χρόνια και με άγνωστες στην Ελλάδα πτυχές της ιστορίας τους. Φέρει τον τίτλο, «και πολλά επικράνθη Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ». Η Ελένη Φωκά κρατά έναν πολύ σημαντικό ρόλο μιας ακόμη τραγωδίας του Ελληνισμού.

«Ξέραμε τι θα πει σκλαβιά» 

– Γιώργος Σεφέρης

20 Ιουλίου 1974. Οι Ελληνοκύπριοι του βόρειου τμήματος της Κύπρου, που περιλαμβάνει και τη Χερσόνησο της Καρπασίας, με νωπή τη μνήμη της βρετανικής αποικιοκρατίας, μαθαίνουν ξανά τι θα πει κατοχή και τρόμος. Χάνουν την πολύτιμη ελευθερία τους, βιώνουν με οδύνη των σπιτιών, των οικογενειακών αγαθών και των περιουσιών τους την αρπαγή, με δράστες τους εποίκους, που μεταφέρονται και από τα βάθη της Τουρκίας, ως συγκυρίαρχοι με τον Ντενκτάς και στυγνοί ιδιοκτήτες ξένης γης. Οι σκλαβωμένοι εγκλωβίζονται στα όρια κάθε χωριού, απαγορεύεται ή είναι πολύ δύσκολο να μετακινούνται στην έκταση από τα Κατεχόμενα μέχρι τη Νότια Κύπρο και η γραπτή επικοινωνία με την ελεύθερη πατρίδα τους καταργείται. Γυναίκες και άνδρες, άνθρωποι αθώοι, βάναυσα κακοποιούνται και δολοφονούνται, αλλά η κατοχική αστυνομία αδιαφορεί. Εάν τολμούν κάποιοι να διαμαρτυρηθούν για αδικίες εις βάρος τους, αμέσως ρίχνονται στις φυλακές ακόμη και της Τουρκίας και πολλοί εξαφανίζονται. Είναι αγνοούμενοι, όπως τα θύματα πολεμικών συγκρούσεων, άγνωστης τύχης. Μια φορά την εβδομάδα, οι άνδρες της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ διανέμουν λίγα τρόφιμα στους έγκλειστους, που από την προηγούμενη αξιοπρεπή ζωή τους κατέληξαν ταπεινωμένοι ζητιάνοι. Οι εκκλησίες μαρτυρούν την καταστροφική μανία των τυράννων, τα πάντα έγιναν λάφυρα των ληστών και στα κοιμητήρια η βεβήλωση φτάνει σε σημείο απερίγραπτο. Σχολεία κλείνουν, οι στέγες τους έχουν καταστραφεί, στις αίθουσες δεν υπάρχει τίποτε όρθιο.

Επόμενο είναι πολλοί εγκλωβισμένοι να φεύγουν, ενώ τα παιδιά είναι τα πρώτα θύματα του χωρισμού των οικογενειών. Αυτό συμβαίνει, διότι ανοίγουν κάποια δημοτικά σχολεία και φτάνει η ημέρα της αποφοίτησης των μαθητών και των μαθητριών. Οι γονείς, με την ελληνική αγάπη της μόρφωσης, αποφασίζουν να τα αποχωριστούν και διαμένουν σε λίγα τετραγωνικά προσφυγικών συνοικισμών ή σε ξενώνες της ελεύθερης περιοχής, για να φοιτήσουν σε κάποιο γυμνάσιο. Παιδιά τρυφερής ηλικίας είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν στο νέο, ψυχρό περιβάλλον τους. Στα σχολεία τα γνωρίζουν ως «άπορα παιδιά», από μαθητές και μαθήτριες θεωρούνται διαφορετικά και η παιδική σκληρότητα τα αποκαλεί «τουρκάκια»… Ο εγκλωβισμός βαρύτερος συνεχίζεται και κλαίγοντας, ημέρα και νύχτα, μάταια αναζητούν τους γονείς τους.

Μόνη παρηγοριά η δυνατότητα να βρεθούν λίγες ημέρες στα σπίτια τους, τα αγόρια κάτω από τα δεκαπέντε χρόνια τους και τα κορίτσια πριν από τα δεκαοκτώ. Οι κατοχικοί ελεγκτές όμως, σε πολλά απαγορεύουν το ταξίδι, σύμφωνα με όσα επιβάλλει διαταγή των ανωτέρων τους. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται σε όλους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, ακόμη και σε εκείνους, που για σοβαρότατους λόγους ζητούν λίγων ημερών παραμονή στον τόπο τους.

Ασφαλώς, παιδιά και ηλικιωμένοι ούτε τον παραμικρό κίνδυνο συνιστούν για το καθεστώς, όλοι όμως, τού είναι χρήσιμοι. Με τις παράλογες εντολές του τσακίζει το ηθικό των εγκλωβισμένων, τους εξαναγκάζει να ξεριζώνονται, για να πραγματοποιηθεί το κατοχικό σχέδιο: Ο εκτουρκισμός της πανάρχαιης ελληνικής γης, που άρπαξαν οι εισβολείς. Ο Κυπριακός Ελληνισμός στο βόρειο τμήμα του πολύπαθου νησιού καταρρέει και υπάρχει ελάχιστη ελπίδα ότι θα διασωθεί από την ολοκληρωτική καταστροφή…

Η Ελένη της Καρπασίας αγωνίζεται…

Στο γενέθλιο χωριό της Ελένης Φωκά, στην Αγία Τριάδα της Καρπασίας, λειτουργεί το δημοτικό σχολείο, με την ίδια ως δασκάλα και ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών. Σύντομα όμως, έποικοι κακοποιούν άγρια το δάσκαλο και αναγκάζεται να φύγει από το χωριό, μαζί με τη σύζυγό του. Οι γονείς με τις παρακλήσεις τους πείθουν την Ελένη να κρατήσει το σχολείο, μόνη και πολιορκημένη από τους κατακτητές, που επιδιώκουν να διαλύσουν κάθε πτυχή της ελληνοκυπριακής ζωής.

Έχει φτάσει η ημέρα της επαναλειτουργίας του σχολείου… αλλά πώς θα δεχτεί τα 74 παιδιά, από τα 200, που φοιτούσαν πριν από την Κατοχή; Άξεστοι διαβήκαν… Κατέστρεψαν τη στέγη του σχολικού κτιρίου, έσπασαν τα πάντα στις εννιά αίθουσες, έσυραν όλα τα βιβλία στην αυλή και τα παρέδωσαν στη φωτιά…

Η Ελένη τακτοποιεί, όσο μπορεί, δύο αίθουσες και υποδέχεται τα παιδιά. Με τη μεσολάβηση της Ειρηνευτικής Δύναμης, εργάτες επιδιορθώνουν τη στέγη. Ωστόσο, συνεχώς παραμένει στόχος των εποίκων, που προχωρούν και σε άλλες βάρβαρες πράξεις. Αφήνουν ακαθαρσίες στην αυλή, στις πόρτες, παντού στις αίθουσες, ακόμη και νεκρά ζώα.

Κάθε πρωί η δασκάλα, από μια μεγάλη σκάλα που μεταφέρει, ανεβαίνει στη στέγη και τοποθετεί όσα κεραμίδια έχουν απομείνει, ακριβώς στα σημεία, που αφήνουν τη βροχή να στάζει στις αίθουσες. Στη συνέχεια, επειδή στα ντεπόζιτα είναι πεταμένα νεκρά πουλιά, φέρνει νερό από γειτονικό πηγάδι και, με τη βοήθεια των παιδιών, πλένει και καθαρίζει παντού το χώρο τους, για να συνεχίζονται τα μαθήματα.

Διαρκώς πρέπει να αντιμετωπίζονται σοβαρά προβλήματα. Συχνά έρχονται τα παιδιά τρομαγμένα από την απειλητική παρουσία άγριων εποίκων στο δρόμο τους, με έναν από αυτούς να κρατά μαχαίρι. Κάποιον τον πλησιάζει η Ελένη, απειλεί ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία, αν ενοχλήσει ξανά το χωριό και τους μαθητές και αυτός χάνεται από τα μάτια της.

Δεν φεύγουν όμως, οι έποικοι μαθητές, διότι το σχολείο τους βρίσκεται δίπλα από το Δημοτικό. Τα διαλείμματα των δύο σχολείων συμπίπτουν χρονικά στην κοινή αυλή τους και οι έποικοι πετροβολούν και καθυβρίζουν τα Κυπριωτόπουλα. Η δασκάλα αλλάζει τις ώρες των διαλειμμάτων, για να μην κινδυνεύουν τα παιδιά της.

Κινδυνεύει όμως και εκείνη. Οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι θα κρατήσει το σχολείο, ενώ αυτοί επιδιώκουν το αντίθετο. Η δασκάλα έχει κριθεί επικίνδυνη, συνεχώς επιτηρείται από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της εργασίας της και δύο φορές οδηγείται στα γραφεία αστυνομικής υπηρεσίας για ανακρίσεις.

Απτόητη η Ελένη. Διαθέτει θέληση και σπάνια ικανότητα, διδάσκει όλα τα μαθήματα με επιτυχία, εκτός από τα Θρησκευτικά και την Ιστορία, που απαγορεύονται από το καθεστώς. Απαγορεύεται και η ανάρτηση των εικόνων του Ιησού και της Μεγαλόχαρης, αλλά επίμονα αρνήθηκε η Ελληνίδα δασκάλα να καταλάβει τη θέση τους η φωτογραφία του Ατατούρκ. Με τις προσπάθειές της τα παιδιά ζουν στον κόσμο της ελληνικής παράδοσης. Τα συνήθισε να προσεύχονται, όπως εκείνη, λέγοντας με σιγανή φωνή το «Πάτερ ημών», ψιθυριστά τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» και τον «Θούριο» του Ρήγα! Παράλληλα, εξαιρετική είναι και άλλων εκπαιδευτικών η προσφορά στους Ελληνοκυπρίους, προσφορά, που αποτελεί το μοναδικό στήριγμα της ζωής τους στα κατεχόμενα.

Πρόωρη συναισθηματική ωριμότητα διακρίνει εκείνα τα παιδιά, μέσα σε όσα ζουν και υποφέρουν. Απευθύνουν ερωτήσεις στη δεσποσύνη τους, όπως αποκαλούν την Ελένη, δηλαδή στη δεσποινίδα, επειδή δεν είναι παντρεμένη.

«Τι σημαίνει Ελευθερία, δεσποσύνη;»

Ρωτά κατατρομαγμένος ο Φιλήμονας, επειδή τον κυνήγησαν πολλά παιδιά εποίκων. Και η απάντηση:

– «Ελευθερία, Φιλήμονα, θα είναι σαν θα περπατάμε ελεύθεροι στους δρόμους του χωριού μας και δεν θα υπάρχουν κατοχικά στρατεύματα. Σαν δεν θα υπάρχουν έποικοι να οικειοποιούνται το βιός μας. Ελευθερία θα έχουμε, σαν ο ύπνος μας δεν θα διακόπτεται τα βράδια από πετροβόλημα στις ξώπορτες και τα παράθυρά μας και από πυροβολισμούς. Σαν θα μπορούμε να ταξιδεύουμε χωρίς ειδικές άδειες μετακίνησης σε ολόκληρη την πατρίδα μας… Σαν θα λειτουργήσουν ξανά όλες οι κατεχόμενες εκκλησιές μας».

Τα παιδιά κοίταζαν τη δασκάλα στα μάτια κι άκουγαν τα λόγια της σκεφτικά.

– «Πότε θα γίνουν όλα αυτά, δεσποσύνη; Γιατί εγώ φοβάμαι να έρχομαι στο σχολείο το πρωί» επέμενε ο Φιλήμονας και κάλυψε το πρόσωπο με τις χούφτες του…

– «Πες μας, παιδί μου, γιατί φοβάσαι; Εσείς είσαστε γενναία παιδιά. Μην ενοχλείτε κανένα…».

Η συμπαράσταση, η αγάπη της Ελένης είναι βάλσαμο στη σκληρή ζωή των παιδιών. Τα περιέβαλλε με κάθε φροντίδα.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και, ύστερα από παράκλησή της, η ελεύθερη περιοχή έστειλε κούκλες και αυτοκινητάκια για όλα τα παιδιά, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν αποκτήσει ένα δώρο… Και όταν οι κατοχικές Αρχές επέτρεψαν σχολικούς περιπάτους, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το χωριό, η Ελένη οδηγούσε τους μαθητές και τις μαθήτριες σε ωραία τοπία, για να γνωρίσουν και να χαρούν την ομορφιά, που τους είχε στερήσει ο εγκλωβισμός.

Η δασκάλα τα παρότρυνε και να ζωγραφίζουν. Ζωγράφιζαν όσα ζούσαν στην πραγματικότητα ή στην τρομαγμένη φαντασία τους. Εκκλησιές χωρίς εικόνες, κατεστραμμένα κοιμητήρια, σπίτια ετοιμόρροπα, δολοφόνους στρατιώτες, αλλά και μαύρα πουλιά σ’ έναν κατάμαυρο ουρανό, μια θάλασσα με δράκους. Το Υπουργείο Παιδείας τούς έστελνε γραφική ύλη και πολλά χρώματα, μα εκείνα χρησιμοποιούσαν συνεχώς το μαύρο χρώμα του πένθους της ψυχής τους. Και οι λεζάντες ήταν ερωτήσεις: «Πού είναι τα δικαιώματα των παιδιών της Καρπασίας;». Συχνά έκλειναν τα σκίτσα τους με μικρά αποσπάσματα από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που τους υπαγόρευε η δασκάλα τους. Με κάθε προφύλαξη έστελνε τα μηνύματα της λύπης στα Ηνωμένα Έθνη, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ιδιαίτερη αξία είχε η έκθεση αυτών των απλών, αλλά σημαντικών σκίτσων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το ταγμένο και στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μεγεθυμένες οι ζωγραφιές, συνέθεταν την καταγγελία από τις παιδικές ψυχές εναντίον του τουρκικού καθεστώτος. Απελπισμένος ένας μαθητής, ο Αντρόνικος, είχε ζωγραφίσει τη σταύρωσή του πάνω σε ένα μαύρο σταυρό. «ΕΓΩ» έγραψε στην εικόνα του το Εσταυρωμένο Κυπριωτόπουλο…

Μοναδική πραγματικότητα της Ελένης είναι ο αγώνας για την πατρίδα της. Τις νύχτες συνεχώς γράφει επιστολές, που, με τις προσπάθειές της, φτάνουν στη νόμιμη κυβέρνηση, στην Ειρηνευτική Δύναμη και σε ισχυρούς του εξωτερικού. Γνωστοποιεί κάθε βάρβαρη πράξη του καθεστώτος και ζητεί μεσολάβηση, για να σταματήσει το μεγάλο κακό μέχρι την ημέρα της ελευθερίας. Είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, διαρκώς εκθέτει την κατοχική εξουσία.

Ο κλοιός γύρω της γίνεται ασφυκτικότερος. Αργά ένα απόγευμα, εξαγριωμένοι Τούρκοι την ακολουθούν. Πρόσωπα του τρόμου. Τη νύχτα τραντάζονται η πόρτα και τα παράθυρα του σπιτιού της από βίαια κτυπήματα. Ξέρει ότι κινδυνεύει η ζωή της, δεν σκέπτεται όμως, ούτε μια στιγμή την εγκατάλειψη. Συνεχίζει το δρόμο του καθήκοντος και της πατρικής εντολής. Ο πατέρας μιλούσε για την πατρίδα: «Ευχή και κατάρα σου δίνω, να γαντζωθείς πάνω της και να την υπερασπίζεσαι πάνω και από τη ζωή σου»!

Η Ελένη του αποχωρισμού

Το 1997, με μεγάλο τίμημα αντιμετωπίστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα της δασκάλας στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Οι κατοχικές Αρχές απαγόρευσαν την επιστροφή της στην Αγία Τριάδα, με τα τέσσερα παιδιά, που είχαν απομείνει … Απέτυχαν οι επίμονες προσπάθειές της να ακυρωθεί η απαγόρευση. Από τότε ζει στη Λευκωσία, χωρίς να εγκαταλείπει τον αγώνα.

Μόνη ή έχοντας τη συμπαράσταση προσώπων ταγμένων στη μεγάλη υπόθεση και φίλων της Κύπρου, ταξιδεύει συνεχώς. Επισκέπτεται δήμους, κοινότητες, πανεπιστήμια της Ελλάδας, πόλεις της Ευρώπης, φτάνει μέχρι τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία. Σε ομογενείς και αλλοδαπούς παρουσιάζει με πάθος τα δεινά των εγκλωβισμένων και ζητά κάθε βοήθεια, για να ζήσει όλη η Κύπρος ελεύθερη! Διχοτομημένη όμως την θέλουν πανίσχυρες συμφεροντολογικές σκοπιμότητες, που ουδεμία σχέση έχουν με το Διεθνές Δίκαιο…

Η Ελένη Φωκά δεν δέχεται να αποκαλείται ηρωίδα,2 διότι, σύμφωνα με το λόγο της «Τίποτε δεν έκανα εξόν από το καθήκον στην πατρίδα μου». Δεν την έχει δει ελεύθερη, αλλά αποτυχημένη δεν είναι. Επί εικοσιτρία χρόνια κράτησε αναμμένη τη λαμπάδα του Ελληνισμού μέσα στα κατοχικά ερείπια. Κοντά της έμαθαν γράμματα εκατοντάδες παιδιά και διέπλασε μελλοντικούς πολίτες της ελευθερίας. Έδωσε και δίνει υποδειγματικό τον αγώνα για τη νίκη της Δικαιοσύνης. Έναν αγώνα συνεχή, αν και στον υπέρτατο βαθμό επικίνδυνο. Η δε Ευρυδίκη Περικλέους – Παπαδοπούλου, καταξιωμένη στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας, διέθεσε δέκα χρόνια, για να εντοπίσει το πλήθος των αποδεικτικών στοιχείων, που θα στήριζαν την παρούσα συγγραφική κατάθεση. Μια κατάθεση, που διακρίνουν ο πλούτος της γλωσσικής έκφρασης, η δύναμη της περιγραφής και, συχνά, η ζωντάνια του κυπριακού ιδιώματος. Κατ’ ουσίαν έχει γραφεί το μαρτυρολόγιο της τουρκοκρατούμενης Κύπρου, παρόμοιο με εκείνο κάθε κατακτημένης χώρας.

Στη γεννημένη δασκάλα της Καρπασίας, ευχόμαστε πολλά χρόνια ζωής με υγεία και, πολύ σύντομα, να δει το τέλος των δίσεχτων χρόνων της πατρίδας της και άλλων λαών, που ξέρουν τι θα πει σκλαβιά…

Παραπομπές:

1. Ευρυδίκη Περικλέους – Παπαδούλου «και πολλά επικράνθη Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ», εκδόσεις Νεφέλη, 1η έκδοση, Αύγουστος 2024.

2. Τασούλα Καραϊσκάκη, «Έλεγε στα μωρά ψιθυριστά τον Εθνικό Ύμνο», Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19-1-2025

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ