Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025

Ο Δημήτρης Πικιώνης και το Μαρούσι

Αποτυπώματα και βιώματα του μεγάλου αρχιτέκτονα

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ

Γιώργος Πάλλης

Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ

Ως μια από τις ομορφότερες άλλοτε εξοχές της Αττικής, το Μαρούσι είχε την τύχη να συνδεθεί με σημαντικές προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, ιδίως από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Θυμίζουμε ενδεικτικά τα ονόματα του Γιώργου Κατσίμπαλη, που φιλοξένησε στο σπίτι του στη Μαγκουφάνα (Πεύκη) όλη τη «Γενιά του ’30» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, των ζωγράφων Αγήνορα Αστεριάδη και Γιάννη Τσαρούχη, που έκτισαν εδώ τις κατοικίες-εργαστήριά τους, και της φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου, η οποία επίσης διέθετε οικογενειακό εξοχικό σπίτι.

Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του αρχιτέκτονα, ζωγράφου και διανοούμενου Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική αρχιτεκτονική παραγωγή του 20ου αιώνα. Ο Πικιώνης μπορεί να μην έζησε μόνιμα στο Μαρούσι, ανέπτυξε όμως μια βιωματική σχέση με το τοπίο του και τα παλαιά του εξωκκλήσια, η οποία αποτυπώθηκε με διάφορους τρόπους από τον ίδιο και τον κύκλο του, ενώ σχεδίασε και έκτισε στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας μια ιδιωτική κατοικία που αποτελεί σήμερα προστατευόμενο μνημείο.

Βιογραφικά

Χιώτης στην καταγωγή, ο Δημήτρης Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, όπου πήρε το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού, και κατόπιν συνέχισε στο Παρίσι, αρχικά ως ζωγράφος και κατόπιν ως αρχιτέκτων. Αυτές τις δύο ιδιότητες υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του, αν και έγινε περισσότερο γνωστός για τη δεύτερη. Διετέλεσε παράλληλα καθηγητής στο Πολυτεχνείο και εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Πικιώνης ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, που συνδύαζε τον αρχιτέκτονα, τον καλλιτέχνη και τον διανοούμενο. Ζυμώθηκε από νέος στο τοπίο και τα χρώματα της Αττικής, την οποία υπερασπίστηκε με πάθος -αλλά ματαίως- όταν άρχισε η μεγάλη, καταστροφική ανοικοδόμησή της. Εμβάθυνε στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική και εμπνεύστηκε από αυτήν, δημιουργώντας κτήρια που άσκησαν μεγάλη επίδραση στην εποχή του και στις επόμενες γενιές αρχιτεκτόνων, και τα οποία εξακολουθούν να γοητεύουν μέχρι σήμερα.

Το διασημότερο έργο του Πικιώνη, που αποτελεί αντικείμενο μελέτης και προσοχής διεθνώς -φέτος πραγματοποιείται σχετική έκθεση στη Μαδρίτη-, είναι η διαμόρφωση των αρχαιολογικών χώρων πέριξ της Ακρόπολης και στο λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα (1951-1957). Οι λιθόστρωτες οδοί και οι επεμβάσεις στο τοπίο, έχουν την ποιότητα του χειροποίητου και συνδυάζουν αρμονικά, με σύγχρονα υλικά, στοιχεία της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της νεότερης παράδοσης και του νεοκλασικισμού. Στο έργο του συγκαταλέγονται επίσης ιδιωτικές κατοικίες, σχολεία, δημόσια κτήρια, σχέδια για πρότυπους οικισμούς και μια παιδική χαρά στη Φιλοθέη.

Περπατώντας στην Αττική

Σχέδιο του Πικιώνη που απεικονίζει την κόγχη στην είσοδο της Νεραντζιώτισσας

Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, ο Πικιώνης άρχισε να περπατά στην ύπαιθρο της Αττικής, με την οποία απέκτησε μια βαθιά, πνευματική σχέση. Στις περιηγήσεις του δοκίμασε τις πρώτες ζωγραφικές απεικονίσεις του τοπίου της και άρχισε να συγκροτεί το καλλιτεχνικό του ιδίωμα και τη σκέψη του για ζητήματα που θα τον απασχολούσαν σε όλη του τη ζωή. Το οδοιπορικό αυτό συνέχισε μετά την επιστροφή του από τις σπουδές του στο Παρίσι.

Την προσοχή του Πικιώνη προσείλκυσε, μεταξύ άλλων τοποθεσιών, η αγροτική ύπαιθρος του Αμαρουσίου, με τους ελαιώνες και τις μικρές εκκλησίες που έσωζαν έργα της λαϊκής ζωγραφικής των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Αυτό το σκηνικό θα έφερνε αργότερα στην περιοχή έναν άλλο σπουδαίο ζωγράφο και λογοτέχνη, τον Φώτη Κόντογλου.

Σε χρόνο που δεν γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα πριν από την ανακαίνιση του ναού το 1923, ο Πικιώνης στάθηκε μπροστά στην ερειπωμένη Παναγία Νεραντζιώτισσα και ζωγράφισε την κόγχη επάνω από την είσοδό της, η οποία διακοσμείται με δύο χαρακτηριστικές κεφαλές κριών. Η ακουαρέλλα αυτή έχει δημοσιευτεί στον δίτομο κατάλογο των ζωγραφικών του έργων, που επιμελήθηκε η κόρη του Αγνή Πικιώνη (Πικιώνης, Ζωγραφικά, τ. Α’, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 1997, αρ. 321).

Στη Νεραντζιώτισσα και τον Πέλικα

Ο Πικιώνης ανέπτυξε συν τω χρόνω μια βαθιά θρησκευτικότητα, παράλληλα με μια απόσταση από τον θόρυβο και την επίδειξη που σταδιακά εισάγονταν στην εκκλησιαστική ζωή. Έτσι, αποζητούσε την ησυχία και την κατάνυξη σε μικρούς ναούς, όπου συγχρόνως μπορούσε να έρθει σε επαφή με την παράδοση και την εικαστική της έκφραση. Την πτυχή αυτή της προσωπικότητάς του περιγράφει ο φίλος του Ζήσιμος Λορεντζάτος, ποιητής, κριτικός και δοκιμιογράφος – μια άλλη σπουδαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων του περασμένου αιώνα.

Ο Άγιος Πέτρος, από τις τοιχογραφίες του Άι-Γιάννη του Πέλικα, που θαύμαζε ο Πικιώνης

«Πηγαίναμε», γράφει, «ταχτικά μαζί στην Παναγία τη Νερατζιώτισσα στο Μαρούσι και μας ξομολογούσε ο παπα-Θανάσης (Χαμακιώτης) -ροδαλός, μικρόσωμος πρεσβύτης με την ανάρια κάτασπρη γενειάδα του και τα καταγάλανα μάτια- πνευματικοπαίδι του πατέρα Φιλόθεου (Ζερβάκου), που τον είχε κάνει μεγαλόσχημο Μοναχό. Πηγαίναμε ύστερα αντίκρυ και ανοίγαμε τον Άι-Γιάννη τον Πέλικα -μικρό ξωκλήσι θεμελιωμένο, όπως γίνεται σχεδόν πάντα, σε ένα ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδας- που ο Πικιώνης (αυτόν μνημονεύω) θαύμαζε τις τοιχογραφίες του -18ος αιώνας- και τις σπούδαζε προσεχτικά μια μια, συλλαβίζοντας ένα ένα τα «μεταφυσικά» -έτσι τα ονόμαζε- ψηφία της βυζαντινής βραχυγραφίας που πλαισίωναν τις ζωγραφιές: καταβήσεται ὡς ὑετός ἐπί πόκον … (αργοψιθύριζε). Αξέχαστα και μυρωμένα χρόνια!» (Ζ. Λορεντζάτος, Collectanea, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009, σ. 443).

Στο ντοκιμαντέρ της τηλεοπτικής σειράς «Παρασκήνιο» για τη ζωή του Πικιώνη, (προσβάσιμη διαδικτυακά στο Αρχείο της ΕΡΤ) μπορεί κανείς να δει πλάνα ενός ερασιτεχνικού φιλμ στο οποίο ο ηλικιωμένος πια αρχιτέκτων εξέρχεται από τον Άι-Γιάννη και παρατηρεί την τοιχογραφία στην πρόσοψή του. Λίγο μετά, τον ακολουθεί ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Η αυλή του ναού είναι ακόμα χωμάτινη και γύρω δεν υπάρχει καμία από τις πολυκατοικίες που από τη δεκαετία του 1970 «έπνιξαν» την περιοχή και τη μικρή εκκλησία.

Η κατοικία της Ρωξάνης Πουρή

Η κατοικία της Ρωξάνης Πουρή, απέναντι από το Δημαρχείο Αμαρουσίου

Μεταξύ του 1953-1955, ο Πικιώνης σχεδίασε μια κατοικία στο Μαρούσι για την Ρωξάνη Πουρή, στο κτήμα που κατείχε η ομώνυμη οικογένεια των φημισμένων από τον 19ο αιώνα ποτοποιών του Πειραιά. Το κτίσμα διατηρείται σήμερα στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Δημητρίου Μόσχα και από το 1993 έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.

Η οικία Πουρή έχει εμφανείς επιρροές από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θεσσαλίας, με τον λιθόκτιστο κορμό, τους ξύλινους ανοικτούς και κλειστούς εξώστες και την προεξοχή του τελευταίου ορόφου. Με τη χαρακτηριστική του λεπτολογία, ο Πικιώνης σχεδίασε κάθε λεπτομέρεια των εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων του σπιτιού. Το σύνολο των σχεδίων του, με φωτογραφική τεκμηρίωση, φυλάσσεται στο Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και είναι προσβάσιμο διαδικτυακά στην ιστοσελίδα του Μουσείου.

Το 2002, απέναντι ακριβώς από το έργο του Πικιώνη, ολοκληρώθηκε το νέο Δημαρχείο Αμαρουσίου, στο άκτιστο και δενδρόφυτο ακόμη τμήμα του κτήματος Πουρή (που μάλλον θα πρόσφερε περισσότερα στην ποιότητα της ζωής στην πόλη αν μετατρεπόταν σε χώρο πρασίνου ή πλατεία). Το Δημαρχείο αντιπροσωπεύει την αρχιτεκτονική και τη νοοτροπία του μεσουρανούντος τότε μεγαλοεργολάβου Μπάμπη Βωβού, ο οποίος υπήρξε και ο δωρητής του. Η αντιπαράθεσή του με το σπίτι που σχεδίασε ο Δημήτρης Πικιώνης, δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την πορεία που ακολούθησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνον η ελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και η ελληνική κοινωνία εν γένει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ