
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Θα ήθελα πατέρα να σε προσκαλέσω σε γεύμα. Το ξέρω ότι είναι αδύνατο να ‘ρθεις -τόσο μακριά που είσαι- αλλά εγώ θα επιμείνω. Και αφού δεν μπορείς να ‘ρθεις, θα νιώσω ανακούφιση τουλάχιστον αν μπορέσω να σου τα πω όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, αυτά που βλέπω, που ακούω, που αντιμετωπίζω, αυτά που προσπαθώ ν’ αποφεύγω και να πολεμώ καθημερινά.
Θυμάμαι πατέρα τα περιβόλια μας, που μόνος καλλιεργούσες στα ευλογημένα χώματα του νησιού μας φροντίζοντας να μη μας λείπει τίποτα, και αυτά που θα έφταναν στο τραπέζι μας για να φάμε να ήταν πάντα τα καλύτερα. Ήμουν μικρή, αλλά ακολουθούσα τις λασπωμένες πατημασιές σου, γύρω από τις όμορφες ντοματιές με τις στρογγυλές κόκκινες και ζαχαρωμένες ντομάτες, τις γυαλιστερές πιπεριές με τα διαφορετικά χρώματα, τις τριγυρίστρες φασολιές που στερεωμένες επάνω στα ξύλινα στηρίγματα που είχες βάλει, ακροβατούσαν στο απογευματινό βοριαδάκι κουνώντας -σαν να σε χαιρετούσαν- τον μακρόστενο καρπό τους. Θυμάμαι τις γευστικές μελιτζάνες, και τις κολοκυθιές μας με τα δροσερά κολοκυθάκια να λιάζονται και να μεγαλώνουν λίγο-λίγο κάθε μέρα, δίπλα στις αγγουριές που πάντα με προβλημάτιζαν, όταν το απόγευμα μετρούσα τα ασπρωπά λουλουδάκια τους και την άλλη μέρα εύρισκα στη θέση τους τρυφερά αγγουράκια σαν δακτυλάκια μικρού παιδιού, ολόδροσα και καταπράσινα, γεμάτα μυρωδιές φρεσκάδας και νοστιμιάς. Και πιο πίσω τα μικρά, όπως έλεγα, σπιτάκια, έτσι όπως προσεκτικά τα είχες χωρίσει. Εδώ ο μαϊντανός, εκεί το σέλινο, δίπλα τα κρεμμυδάκια, πιο πέρα τα μαρούλια, απέναντι άνιθο, πιο κάτω δυόσμο κι ανάμεσα στα σπιτάκια αυτά που έσμιγαν τ’ αρώματά τους στον αέρα, ξεπετάγονταν και οι μπάλες του βασιλικού, που με πολύ μεράκι είχες φυτέψει. Και πάνω από αυτόν τον μικρό παράδεισο όλων των κηπευτικών που θυμήθηκα απόψε, άπλωναν τα κλαδιά τους οι καϊσιές μας (βερυκοκιές), φορτωμένες μεγάλα πορτοκαλί καΐσια, που τη γεύση τους και τη νοστιμιά τους δεν τη βρήκα πουθενά από τότε. Και πιο πέρα, καρυδιές φορτωμένες καρύδια, και αμυγδαλιές, και ροδιές, και… και…
Πιστεύω πατέρα, ότι είναι καλύτερα που δεν μπορείς να έρθεις στην πρόσκληση σε γεύμα που σου κάνω.
Αξίζεις να έχεις το καλύτερο στο πιάτο σου -όπως φρόντιζες εσύ να έχουμε πάντα εμείς- και που εγώ δυστυχώς στο «σήμερα» που ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, δεν μπορώ να σου το προσφέρω. Και η αγωνία και ο φόβος μας γίνονται κάθε μέρα θεριά αγριεμένα. Από όλα αυτά που είπα παραπάνω, τα νόστιμα, τα καθαρά, τα φροντισμένα που καλλιεργούσες εσύ πατέρα, σήμερα δεν υπάρχει τίποτα. Θαρρείς πως έπεσε οργή Θεού και το γόνιμο και αφράτο χώμα της πατρίδας μας, οι επάνω από εμάς «φίλοι» μας, το έβγαλαν άχρηστο για καλλιέργειες, αλλά πολύ χρήσιμο και κατάλληλο για τη δική τους καλλιέργεια της κερδοσκοπίας και τον ανεξέλεγκτο πλουτισμό.
Σήμερα εμείς πατέρα, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφήσαμε τα χωράφια και τα περιβόλια μας να μαραζώνουν ξερά και περιφρονημένα και το «ρίξαμε» στις εισαγωγές, αφού οι εισαγωγές αφήνουν σ’ αυτούς περισσότερα κέρδη από τις δικές μας καλλιέργειες. Βέβαια, δίνουν στους αγρότες κάποιες επιδοτήσεις, αλλά αυτοί, -όπως ακούω- εξακολουθούν να παραμένουν χρεωμένοι αιώνια στις Αγροτικές Τράπεζες. Βλέπεις πατέρα, η έννοια του κοινωνικού κράτους έχει πλέον χαθεί και η χώρα μας βρίσκεται σήμερα, και θα βρίσκεται για πολλά χρόνια ακόμα, κάτω από μια αυστηρή επιτήρηση που στην ουσία είναι μια ιδιότυπη κατοχή, που μας ήρθε ουρανοκατέβατη, χωρίς να προλάβει κανείς να καταλάβει πώς, πότε, και από ποιον έγινε. Το μόνο που ξέρουμε είναι το «γιατί» έγινε, αλλά αυτό το συζητούμε μόνο μεταξύ μας, και ο ένας «μουτζώνει» τον άλλον.
Έτσι πατέρα, καλύτερα να μη σου κάνω το τραπέζι, γιατί τα περισσότερα τρόφιμα που έχουμε στα σπίτια μας έρχονται από αλλού… και δεν μυρίζουν Ελλάδα. Είναι σα να μετέφεραν οι Έλληνες παραγωγοί την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο εξωτερικό.
Αν πάρουμε για παράδειγμα το λάδι ή το κρασί. Βλέπουμε ότι μεγάλες ποσότητες ελληνικού λαδιού φεύγουν για την Ιταλία, και τις επανεισάγουμε ή αντίστοιχα στην Ισπανία. Και γεννιέται το ερώτημα: «Με ποια μορφή έρχεται το προϊόν πίσω στη χώρα μας;» Η απάντηση, πατέρα, είναι ότι: «Δεν έρχεται το ίδιο προϊόν πίσω σε μας…» γιατί εισάγουμε τώρα κάτι διαφοροποιημένο, κάτι το οποίο Ιταλοί και Ισπανοί το επεξεργάστηκαν με κάποιο διαφορετικό τρόπο και εμείς το ξαναγοράσαμε. Μπορεί να είναι μια επεξεργασία στο δικό μας πρωτογενές προϊόν, την οποία πιθανόν να μη μπορούσαμε να την κάνουμε εμείς, ή αν την κάνουμε να έχει υψηλότερο κόστος απ’ ότι θα το κάνει η Ιταλία ή η Ισπανία, και θα έφτανε στον Έλληνα καταναλωτή με μια καλύτερη τιμή απ’ ότι αν αυτή η επεξεργασία γινόταν στην Ελλάδα. Μπορεί ακόμα εμείς να μην έχουμε την τεχνογνωσία, ή να μην έχουμε τον τρόπο να τα επεξεργαστούμε και να τα προσφέρουμε στον καταναλωτή με τη μορφή που επιθυμεί.
Η πρώτη χώρα από την οποία εισάγουμε τα περισσότερα προϊόντα μας είναι η Γερμανία (8 δισ. ευρώ το 2022). Ακολουθούν η Ολλανδία, η Βουλγαρία, η Ιταλία, Ισπανία, η Γαλλία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Τουρκία.
Καταλαβαίνω πατέρα ότι σε κούρασα και σε μπέρδεψα. Όμως οι Έλληνες απέκτησαν τη συνήθεια να στραφούν μαζικά στα εισαγόμενα για να πετύχουν χαμηλότερη τιμή αγοράς. Γι’ αυτό με λίγα λόγια θα σου πω για μερικά προϊόντα που εισάγουμε, αλλά και για κάποια άλλα που είναι περίεργη η εισαγωγή τους. Εισάγουμε βοδινό καταψυγμένο κρέας από την Ουρουγουάη. Από άλλες χώρες εισάγουμε χοιρινό κρέας, τυριά, ψημένο καφέ, φρούτα, μπανάνες, …και από αλλού εισάγουμε χαρτιά υγείας, ανδρικά και γυναικεία παντελόνια, πλαστικά και αθλητικά παπούτσια, παντόφλες, πλεκτές μπλούζες, και άλλα πολλά.
Ακόμα πατέρα, από την Ολλανδία και την Ινδία εισάγουμε κρεμμύδια, και από την Κίνα παίρνουμε όσπρια (!) Κουκουνάρια, αμπελόφυλλα σε άλμη, και ελιές μαύρες και σταφίδες, από την Τουρκία. Επίσης, όσο παράξενο και να ακούγεται, κάνουμε εισαγωγές σε… φτερά και πούπουλα από το Βιετνάμ, ομπρέλες από το Κόσοβο, φελλούς από την Ισπανία (1.200.000 εκατ. ευρώ) και είδη ξυλείας ή ξυλοκάρβουνα από την Ακτή Ελεφαντοστού (!)… Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία είναι ενδεικτικά όπως τα αποτυπώνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ψάρια, πολλά ψάρια, παίρνουμε πατέρα από τη «γειτόνισσά μας» την Τουρκία, αλλά και τρίχες, περούκες, κομπινεζόν, επίσης και εικόνες αγίων από την Τουρκία τις παίρνουμε και ακόμα μάθε ότι και οι στολές των Ελλήνων Αξιωματικών, ράβονται στην Τουρκία…
Λυπάμαι πατέρα, που δεν μπορώ σήμερα να σε προσκαλέσω σε γεύμα. Σκέπτομαι όμως ότι ήσουν πολύ τυχερός -και ας έφυγες νωρίς- παίρνοντας μαζί σου τα χρώματα και τα αρώματα από τα χωράφια μας, το καθαρό αεράκι από τα ολόδροσα δέντρα μας, και τις γλυκόλαλες θύμισες από την αγάπη μου…