Γράφει ο
Νίκος Καρούσος
Πολιτικός Μηχανικός
Ο Αμερικανός κωμικός, ηθοποιός, συγγραφέας και τηλεοπτικός παραγωγός Lawrence Gene «Larry» David, είχε πει την παρακάτω ατάκα στην επιτυχημένη σειρά που παρουσίαζε: «Η Ελβετία είναι μια χώρα της Ευρώπης, που στους κατοίκους της δεν αρέσουν οι πόλεμοι. Βάζουν τους άλλους να πολεμάνε γι αυτούς, κι αυτοί κάνουν σκι και τρώνε σοκολάτες.
Είναι όμως έτσι;
Οι Ελβετικές Ένοπλες Δυνάμεις, δηλαδή οι χερσαίες δυνάμεις και η Πολεμική Αεροπορία, αποτελούνται κυρίως από στρατεύσιμους άνδρες πολίτες, ηλικίας από 20 έως 34 (σε εξαιρετικές περιπτώσεις έως 50) ετών. Όντας μια περίκλειστη χώρα, η Ελβετία δεν έχει ναυτικό. Ωστόσο, σε λίμνες που συνορεύουν με γειτονικές χώρες, περιπολούν ένοπλα σκάφη. Απαγορεύεται στους Ελβετούς πολίτες να υπηρετούν σε ξένους στρατούς, εκτός από την Ελβετική Φρουρά του Βατικανού, ή εάν έχουν διπλή ιθαγένεια ξένης χώρας και διαμένουν εκεί.
Το σύστημα της ελβετικής πολιτοφυλακής ορίζει ότι οι στρατιώτες διατηρούν τον εξοπλισμό που έχει δοθεί από τον στρατό, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών όπλων στο σπίτι. Οι γυναίκες μπορούν να υπηρετήσουν εθελοντικά. Οι άνδρες λαμβάνουν συνήθως πρόσκληση για εκπαίδευση στον στρατό στην ηλικία των 18 ετών. Περίπου τα δύο τρίτα των νεαρών Ελβετών θεωρούνται κατάλληλοι για υπηρεσία. Για τους άλλους, διατίθενται διάφορες μορφές εναλλακτικής υπηρεσίας. Κάθε χρόνο, περίπου 20.000 άτομα εκπαιδεύονται σε κέντρα εκπαίδευσης για 18 έως 21 εβδομάδες. Η μεταρρύθμιση που υιοθετήθηκε με λαϊκή ψηφοφορία το 2003, μείωσε τον αριθμό των στρατεύσιμων από 400.000 σε περίπου 200.000. Από αυτούς, οι 120.000 δραστηριοποιούνται σε περιοδική εκπαίδευση του Στρατού και οι 80.000 είναι μη εκπαιδευμένοι έφεδροι.
Οι στρατεύσιμοι κρατούν τα όπλα στα σπίτια τους. Η κατ’ οίκον φύλαξη στρατιωτικών όπλων αποτελεί κατά μία έννοια μέρος του αμυντικού δόγματος της Ελβετίας, που βασίζεται στην ικανότητα άμεσης επιστράτευσης χιλιάδων εφέδρων, οι οποίοι ξαναφορούν το χακί για λίγες εβδομάδες κάθε χρόνο στο πλαίσιο στρατιωτικής εκπαίδευσης. Εκτιμάται ότι 2-3,5 εκατομμύρια όπλα βρίσκονται στα χέρια πολιτών.
Ο Χίτλερ ήθελε να καταλάβει ολόκληρο τον κόσμο. Ο φάκελος της «Επιχείρησης Tannenabaum», της εισβολής δηλαδή στην Ελβετία, ήταν πάνω στο γραφείο του. Όταν ο Χίτλερ κατήγγειλε του όρους της «Συνθήκης των Βερσαλλιών» του 1935, οι Ελβετοί εξαπλασίασαν τον αμυντικό προϋπολογισμό τους. Ωστόσο, παρόλο που η Γερμανία συνορεύει με την Ελβετία και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της είναι γερμανόφωνο, ο Χίτλερ δεν της επιτέθηκε ποτέ.
Οι Ελβετοί αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα εθνικό αμυντικό σχέδιο, γνωστό ως «Redoubt». Ακολουθώντας το κατά γράμμα, ενίσχυσαν την αμυντική ισχύ τους, χτίζοντας οχυρά και γκρεμίζοντας γέφυρες, ώστε σε περίπτωση εισβολής να παρασύρουν τους Γερμανούς στις αφιλόξενες Άλπεις. Οι Ελβετοί έδειξαν έτσι στον αντίπαλο πώς μια εισβολή θα ήταν πολύ δύσκολη και θα είχε τεράστιο κόστος. Και τα κατάφεραν.
Ουδείς απειλεί την Ελβετία με πόλεμο. Επιπλέον, ουδείς διανοήθηκε να θέσει θέμα ασυμβίβαστου των οχυρωματικών αμυντικών έργων και εξοπλισμών της Ελβετίας με το δόγμα της ουδετερότητας. Συνεχίζει να εξοπλίζεται.
Μεταξύ των θεμελιωδών διαφορών της Ελβετίας με την Ελλάδα είναι ότι καμία γειτονική της χώρα, δεν συμπεριφέρεται όπως η Τουρκία στη χώρα μας. Καμία δεν έχει ως δόγμα την αλλαγή συνόρων, την αμφισβήτηση της κυριαρχίας και τον στρατιωτικοποιημένο αναθεωρητισμό. Έτσι Ελλάδα και Τουρκία είναι σχεδόν οι μοναδικές χώρες στον κόσμο, οι οποίες σε περίοδο ειρήνης διαπραγματεύονται με διαρκή και μόνιμη απειλή πολέμου της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας, παρά και το γεγονός ότι ανήκουν στον ίδιο στρατιωτικό συνασπισμό (ΝΑΤΟ).
Ο αείμνηστος πρέσβης Στοφορόπουλος είχε πει: «Το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε διεθνές». Το Διεθνές Δίκαιο που διαμορφώνεται με τη συνέργεια των κρατών για να υπάρχει μια σχετική διεθνής τάξη, το επικαλούνται οι ασθενέστεροι, αλλά παραμερίζεται από τους ισχυρούς.
Επομένως το ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει να κάνει με σχέσεις δύναμης. Αυτό που συμβαίνει με τα ελληνοτουρκικά την τελευταία περίοδο δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Αποτελεί τη συνέχεια μιας πολιτικής που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Σημίτη, που επέλεξε να μη συγκρουστεί τότε με την Τουρκία, όταν αυτή κατέλαβε εθνικό χώρο στα Ίμια, γκριζάροντας ουσιαστικά το μισό Αιγαίο.
Ασφαλώς κανένας δεν επιθυμεί τον πόλεμο. Ωστόσο η ιστορία μάς διδάσκει ότι ποτέ δεν υπήρξε στην ανθρωπότητα περίοδος χωρίς πολέμους. Η πολιτική κατευνασμού απέναντι σε έναν επιθετικό γείτονα, (ας μην ξεχνάμε το casus belli με το οποίο απειλεί από τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκία), δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να μας ανησυχεί; Η τουρκική στρατηγική μορφοποιείται πολύ πιο συγκεκριμένα με βάση την αρχή ότι οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονται με όρους ισχύος.
Ο Νικολό Μακιαβέλι έγραψε: «Δεν πρέπει ποτέ να αφήνει κανείς να συνεχίζεται μια ανωμαλία για να αποφύγει έναν πόλεμο, γιατί δεν τον αποφεύγει, αλλά μόνον αλλάζουν οι συνθήκες προς όφελος των αντιπάλων του».
Ανατρέχοντας στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη θέσπιση από τον Θουκυδίδη, και την επιβεβαίωση από τον περίπου σύγχρονό του Sun Tzu, αυτού που σήμερα ονομάζουμε απόρριψη του κατευνασμού. Δηλαδή «η κορυφαία ικανότητα είναι να συντρίβεις την αντίσταση του εχθρού χωρίς μάχη», όπως το διατύπωσε ο Περικλής.
Σήμερα το γεωπολιτικό τοπίο αλλάζει ριζικά, μετά την εκλογή του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Διαφαίνεται ότι καταργούνται σε όλον τον πλανήτη οι διεθνείς οργανισμοί που διασφάλιζαν, σε κάποιο βαθμό, την εφαρμογή της όποιας νομιμότητας. Μήπως λοιπόν πέρα από την εξ ολοκλήρου αναθεώρηση της εξωτερικής μας πολιτικής, επιβάλλεται να εφαρμόσουμε και εμείς άμεσα, το υπόδειγμα της Ελβετίας; Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο επανασχεδιασμός των συνόρων, που βλέπουμε να γίνεται σήμερα γύρω μας, δεν θα αφορά αύριο και την Ελλάδα;