Σάββατο, 3 Μαΐου, 2025

Πέγκη Φαράντου: Ο νερόλακκος

Γράφει η Πέγκη ΦαράντουΔιδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.

 

 

Ένα πρωινό, ένας πατέρας με την κόρη του περπατούσαν στο κέντρο της πόλης χαμογελώντας. Θα επισκέπτονταν το αγαπημένο τους βιβλιοπωλείο να αγοράσουν ένα νέο βιβλίο. «Κοίτα Μαρία, ήρθε η άνοιξη!», είπε ο πατέρας στη μικρή του κόρη και έδειξε με το χέρι του ένα λουλούδι που είχε ανθίσει ανάμεσα σε δύο κομμάτια από μια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου. Εκείνη την ώρα, ένας περαστικός άκουσε τα λόγια που είπε ο πατέρας στην κόρη και είπε, «άνθρωπέ μου, δεν βλέπεις τα χάλια που έχει η Αθήνα, αυτά κοιτάς;». Τότε η μικρή Μαρία κοίταξε τον πατέρα της απορημένη. «Αγαπητή Μαρία, μην απορείς», είπε ο μπαμπάς της, κάπως έτσι θα αισθάνθηκε κάποτε και ο Εμμάνουελ Καντ, όταν είπε, «Ο ένας κοιτάζει τον νερόλακκο και βλέπει τη λάσπη και ο άλλος βλέπει μέσα του τα άστρα που αντανακλώνται».

Το ίδιο πρωί κάπου αλλού, ξεκινούσε τη μέρα του ένας άλλος άνθρωπος…

Ο Πέτρος είχε ξυπνήσει από νωρίς. Φόρεσε ένα από τα κοστούμια που είχε στη ντουλάπα, έβαλε το λάπτοπ στο σακίδιό του και έφυγε για τη δουλειά. Βγαίνοντας από το σπίτι, καθώς προχωρούσε για το μετρό, άνοιξε το τηλέφωνό του. Με γρήγορες κινήσεις και των δυο του χεριών απαντούσε σε μηνύματα. Αφού απάντησε σε όλα τα μηνύματα που είχε λάβει, διάβασε τα email της ημέρας. Κοντοστάθηκε λίγο σε ένα φανάρι, που είχε ανάψει για να περιμένουν οι πεζοί διαβάτες και όταν πέρασε τον δρόμο συνέχισε το διάβασμα.

Είχε φτάσει στο μετρό. Όταν έφτασε στην αποβάθρα, κάθισε σε ένα παγκάκι και άφησε κάτω το σακίδιό του. Καθώς περνούσαν τα λεπτά, ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στον χώρο. Όλοι περίμεναν ανυπόμονα το τραίνο. Όλοι βιάζονταν να προλάβουν. Ο Πέτρος άρχισε να κουνάει νευρικά τα πόδια του στο έδαφος, κοίταξε το έξυπνο ρολόι του και έκανε κάποιες ρυθμίσεις πατώντας την οθόνη αφής. Στην αποβάθρα τα λεπτά έμοιαζαν ώρες. Άνοιξε το σακβουαγιάζ και έβγαλε ένα ζευγάρι μικροσκοπικά ακουστικά, τα τοποθέτησε στα αυτιά του και μπήκε με αυτά στο μετρό για να συνεχίσει την πορεία του. Όταν το μετρό σταμάτησε στη στάση «Σύνταγμα», ο Πέτρος φόρεσα στην πλάτη την τσάντα του και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο. Όταν ανέβηκε και τα τελευταία σκαλιά, ένας λαμπερός ήλιος έκανε τα μάτια του να κλείσουν από το έντονο φως. Ο Πέτρος ενοχλήθηκε από το φως αλλά και από ένα ελαφρό αεράκι που φύσηξε στο πρόσωπό του.

Ο ήλιος είχε φωτίσει όλη την Αθήνα. Μόνο λίγα σύννεφα υπήρχαν κάπου στο γαλάζιο ουρανό. Είχε έρθει η άνοιξη. Τα δέντρα της πρωτεύουσας είχαν βγάλει τρυφερά φύλλα και μυρωδάτα άνθη. Τα άνθη από τις νεραντζιές, που επιβίωναν ανάμεσα στις τσιμεντένιες πλάκες των πεζοδρομίων, έστελναν μηνύματα με το άρωμά τους. Οι μέλισσες είχαν ανακαλύψει τα μικρά λευκά άνθη και είχαν αρχίσει ένα χορό γύρω από τα πολύπαθα δέντρα.

Ο Πέτρος έβγαλε γρήγορα τα γυαλιά ηλίου για να αντιμετωπίσει τον ήλιο που τον είχε τυφλώσει βγαίνοντας από τον υπόγειο σταθμό. Μαζί με τα γυαλιά του, έβγαλε και ένα μικρό μπουκαλάκι και έκανε μια εισπνοή για την αλλεργία που είχε από τη γύρη. Το έξυπνο τηλέφωνο που είχε στον καρπό του τον ειδοποιούσε ότι η ώρα περνούσε. Ένα ακόμη τηλεφώνημα τον έκανε να σταματήσει για ένα λεπτό. Είχε φτάσει στην εργασία του.

Στην κεντρική είσοδο, πέρασε τον καρπό του από το μηχάνημα αναγνώρισης και μπήκε στο κτίριο. Ανέβηκε στο πολυώροφο και υπερσύγχρονο κτίριο που στέγαζε την πολυεθνική εταιρεία για την οποία δούλευε. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική και ελέγχονταν εξολοκλήρου από σύστημα κλιματισμού. Ένας κεντρικός αισθητήρας ρύθμιζε την υγρασία και τη θερμοκρασία. Ευαίσθητα φίλτρα καθάριζαν τον αέρα από τη σκόνη, τη γύρη και τα σωματίδια. Τα τζάμια του κτιρίου ήταν ερμητικά κλειστά και διέθεταν φίλτρα απορρόφησης της ακτινοβολίας. Με πολύ λίγο ανθρώπινο δυναμικό και μηχανήματα τεχνητής νοημοσύνης όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια.

Πριν πολλά χρόνια, όταν κάλεσαν τον Πέτρο να δώσει συνέντευξη για την εργασία, η αγωνία του ήταν μεγάλη. Πολλά ήταν τα χρόνια των σπουδών του στα Οικονομικά, πολλές οι δυσκολίες όταν πήγε στην Αγγλία για εξειδίκευση, πολλές και οι στερήσεις των γονιών του στο νησί. Οι γονείς του, έκαναν χρόνια οικονομίες για να σπουδάσει το παιδί και να ξεφύγει από τη ζωή στο χωριό. Ήταν ένα όνειρο ζωής. Όταν το όνειρο πραγματοποιήθηκε, όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Πέτρος έβγαζε πολλά χρήματα και είχε πια τη ζωή που ήθελε. Ένα διαμέρισμα με όλες τις ανέσεις, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, όλα τα τεχνολογικά μέσα, μια εξέχουσα θέση σε πολυεθνική…

Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρες. Μια ήρεμη ανοιξιάτικη βροχή πότιζε κρυφά τα ανθισμένα δέντρα ανάμεσα στα σπασμένα πλακάκια και δημιουργούσε μικρούς νερόλακκους στην πόλη.

Ο Πέτρος ήταν ακόμη στο γραφείο του και μιλούσε μέσω του υπολογιστή του με έναν Ιάπωνα συνεργάτη. Καθώς μιλούσε, το έξυπνο τηλέφωνο στον καρπό του τον ειδοποιούσε ότι είχε μια κλήση. Χωρίς να σταματήσει να μιλάει στην οθόνη του υπολογιστή, κοίταξε το τηλέφωνο· ήταν μια κλήση από τη μάνα του στο νησί. Δεν είναι κάτι σημαντικό, θα της τηλεφωνήσω άλλη φορά, σκέφτηκε και συνέχισε να μιλάει για τις μετοχές της εταιρείας…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ