Ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Έξοδος των Θρακών» μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για μια από τις πιο τραγικές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας
H σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από τραγωδίες, ξεριζωμούς και προσφυγιά. Μια από τις πλέον τραγικές περιόδους που σημαδεύτηκαν από τον βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, αφηγείται ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης στο βιβλίο του με τίτλο «Η Έξοδος των Θρακών».
Μέσα από τις αληθινές ιστορίες, που του αφηγήθηκαν ο παππούς, η γιαγιά του και πολλοί άλλοι ξεριζωμένοι Έλληνες, παρουσιάζει τον βάναυσο ξεριζωμό των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη, ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μια «Γενοκτονία», όπως ο ίδιος αναφέρει, που ακόμα αναζητά τη δικαίωση για τους ανθρώπους που είδαν σε μια νύχτα να χάνονται οι πατρίδες τους.
Ο συγγραφέας μίλησε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για τις ιστορίες και τις εικόνες που σημάδεψαν μια γενιά προσφύγων, τα μεγάλα πολιτικά λάθη και τον «βρώμικο» ρόλο των συμμάχων, που έφεραν μια ακόμα σύγχρονη τραγωδία, οι πληγές της οποίας παραμένουν ακόμα ανοικτές.
Συνέντευξη: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ
Το βιβλίο σας αφηγείται μια ακόμα πτυχή της σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας. Μια ακόμα ιστορία ξεριζωμού, αυτή τη φορά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Η οικογενειακή ιστορία ήταν η πηγή της έμπνευσης;
Το βιβλίο αυτό κατά μια έννοια το γράφω από τότε που ήμουν παιδί. Μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες του παππού μου, του Αναστάση, που έδωσε και το όνομα στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου. Όμως δεν ήθελα να γράψω μόνο τη δική του ιστορία. Ήθελα να γράψω τις ιστορίες όλων των Θρακιωτών. Είναι μια ιστορία δύσκολη. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας πέρασαν βάσανα, για τα οποία δεν υπάρχουν λόγια. Και μέσα από αυτά, τα οποία προσπάθησα να τα παρουσιάσω όσο πιο λεπτομερώς μπορούσα, παρουσιάζεται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, οι συνέπειες του εθνικού διχασμού, ο ρόλος των συμμάχων και τα λάθη που έγιναν. Εγώ θεωρώ πως η Ανατολική Θράκη μπορούσε να σωθεί. Μέσα από τις ιστορίες που παρουσιάζονται, οι οποίες είναι όλες αληθινές, εκπληρώνω ένα χρέος και αποτίω έναν φόρο τιμής στους προγόνους μου και στην ιστορία τους που δεν πρέπει να αφήσουμε να ξεχαστεί.
Συνήθως, οι άνθρωποι που έχουν ζήσει αυτές τις εμπειρίες δεν μιλούσαν γι’ αυτά. Ήταν έτσι και ο παππούς σας;
Ήταν έτσι ακριβώς. Ο παππούς μου είχε μια φοβερή προσωπική ιστορία. Ήταν πεχλιβάνης, παλαιστής, πολύ δυνατός άνθρωπος. Σε πολύ νεαρή ηλικία έφυγε και πήγε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας να πολεμήσει. Έφτασε, μάλιστα, ψηλά στην ιεραρχία, ήταν κοντά σε μεγάλους στρατηγούς της εποχής. Σε μια μάχη τραυματίστηκε, με ένα σοβαρό, διαμπερές τραύμα, λίγο πάνω από την καρδιά. Επιβίωσε, ανάρρωσε και μόλις τελείωσε η πρώτη φάση του πολέμου, επέστρεψε στην Ανατολική Θράκη. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά. Για μένα ήταν ένας ήρωας, αλλά εκείνος δεν το έβλεπε έτσι. Πίστευε ότι όλα αυτά τα έκανε γιατί αυτό πρόσταζε το καθήκον προς την πατρίδα. Αυτή ήταν η θεώρησή του για τα πράγματα. Όλες τις ιστορίες που μου έλεγε, του τις έβγαζα με πολλή δυσκολία.
Δεν ήθελε να μας αποκαλύψει το ένδοξο κομμάτι του. Του ξέφυγαν κάποια πράγματα. Γιατί θεωρούσε ότι έπρεπε να τα κάνει. Δεν είναι ότι το έκανε για να φανεί σπουδαίος. Δεν τον ενδιέφερε. Οι άνθρωποι είχαν μια αίσθηση προσωπικής ευθύνης απέναντι στην πατρίδα. Η πατρίδα ήταν η ασφάλεια. Να κυκλοφορείς και να είσαι ελεύθερος άνθρωπος. Αυτό δεν μπορούμε να το καταλάβουμε εμείς γιατί γεννηθήκαμε ελεύθεροι.
Τι συνέβη μετά την επιστροφή του;
Επέστρεψε, γνώρισε τη γιαγιά μου, έκαναν έξι κόρες, ζούσαν όμορφα. Και σε μια στιγμή, υποχρεώθηκε να φορτώσει σε ένα κάρο την οικογένεια και ό,τι χωρούσε ακόμα από το βιός τους και μέσα σε 15 μέρες, να εγκαταλείψουν το σπίτι τους! Τι να πάρεις σ’ ένα κάρο και τι ν’ αφήσεις; Ήταν τραγικές στιγμές.
Η οικογένεια απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου σας.
Ναι, είναι ο παππούς μου ο Αναστάσιος, η γιαγιά Ευπραξία και οι κόρες τους: η θεία Δήμητρα, η μάνα μου Καλλιόπη, η Θεοδώρα, η Τριάδα, η Δήμητρα και η Ελένη. Έξι κόρες. Βεβαίως, υπήρξαν και κάποια άλλα παιδιά που χάθηκαν. Και ένα που έπεσε στον ποταμό ενώ περνούσαν.
Ο «καπετάνιος» του βιβλίου, που έχει τη μαύρη πέτρα πίσω του, είναι ο παππούς Αναστάσης;
Ναι. Αλλά, όχι μόνο αυτός. Είναι όλοι μαζί. Ο χαρακτήρας αυτός, που έχει το όνομά του, έχει και πολλά στοιχεία του παππού μου, αλλά τα περισσότερα στοιχεία δεν είναι δικά του. Είναι από ιστορίες που άκουσα, τόσο από τον ίδιο, όσο και από τη μητέρα του, τη Θεοπούλα, στο πρόσωπο της οποίας βλέπω όλες τις γυναίκες του χωριού. Η Ευγενία του βιβλίου, που υποτίθεται ότι είναι η γιαγιά μου, είναι κι αυτή συνισταμένη πολλών άλλων ανθρώπων. Αυτό με προβλημάτισε, αλλά έτσι ήθελα να γίνει.
Να μην αφήσετε κάποιον απ’ έξω…
Ακριβώς. Και γιατί δεν ήθελα να αισθανθούν οι άλλοι αδικημένοι. Εγώ να γράψω για τον παππού μου, αλλά ποιος θα γράψει για τους άλλους; Οπότε αποφάσισα να γράψω για τους παππούδες όλους.
Σίγουρα έχετε συλλέξει συγκλονιστικό υλικό. Υπάρχουν, ωστόσο, ιστορίες που σας συγκίνησαν ιδιαίτερα;
Δύο είναι πολύ συγκλονιστικές ιστορίες και με παίδεψαν πάρα πολύ στο να τις γράψω.
Η μία αναφέρεται στον Απρίλιο του ’14, το «Μαύρο Πάσχα των Θρακών», που ήταν και η πρώτη έξοδος. Τους άνδρες από 15 ετών και πάνω, τους έστελναν στα τάγματα εργασίας. Οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες αποφάσισαν να φύγουν για την Ελλάδα. Στο λιμάνι της Ραιδεστού -και αυτή είναι μια ιστορία καταγεγραμμένη από αυτόπτες μάρτυρες- είχαν αγόρια και κορίτσια στα κρεοπωλεία, κρεμασμένα σε τσιγκέλια και περνούσαν οι έμποροι για τα αγόραζαν. Δεν το χωράει ο νους. Και επειδή τα πήγαιναν ξένοι πρέσβεις εκεί για να τους δουν και δεν ήθελαν να χαλάσει η… εικόνα, φόρτωναν σε άμαξες ζωντανούς, πεθαμένους, άρρωστους και τους έθαβαν όλους μαζί.
Τη δεύτερη, την αφηγείται ο Καζαντζάκης. Μέσα στην αγριάδα των στιγμών, πετάλωναν τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Ειδικά τους Έλληνες. Τους ξεγύμνωναν τα πόδια, έπαιρναν ένα ξύλο και τους κάρφωναν. Είναι το πιο οδυνηρό πράγμα που μπορείς να φανταστείς.
Μια επίσης, πολύ μεγάλη στιγμή μεγαλείου, την οποία αναφέρω και στο βιβλίο, είναι όταν το «Αβέρωφ» πήγαινε στην Ουκρανία, σταμάτησε στην Κωνσταντινούπολη. Κατέβηκαν όλοι οι Έλληνες στην προκυμαία γιατί νόμιζαν ότι θα τους βοηθούσαν. Παιάνισαν τον Εθνικό Ύμνο και επικρατούσε μια αγαλλίαση ότι μετά το 1453 ήρθε η ώρα μας. Ένας Κρητικός παπάς, μαζί με έξι αξιωματικούς πήγαν και λειτούργησαν στην Αγία Σοφιά. Και έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Ήταν στιγμές συγκίνησης. Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησαν το πρωί, το «Αβέρωφ» είχε φύγει για την Ουκρανία. Η γιαγιά μου μου είπε πως η μάνα της παραδέχθηκε ότι δεν θυμάται να έχει κλάψει άλλη φορά πιο πολύ.
Σε μια ακόμα αληθινή ιστορία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, μια γιαγιά όταν της είπαν να φύγει, βγήκε από το σπίτι, έχοντας στην ποδιά της μια κασέλα με τα οστά του άντρα της. Πήγε στο νεκροταφείο και περίμενε να τη σκοτώσουν εκεί.
Όταν, μάλιστα, έφευγε ο παππούς μου με τη γιαγιά μου, αυτός που έκλαιγε πιο πολύ από όλους ήταν ο επιστάτης τους, ο Ισμαήλ. Καθώς έβλεπε το κάρο από μακριά, είχε κάτσει αποκαμωμένος, εκεί απόμερα έκλαιγε και έλεγε έναν αμανέ… ο παππούς μου δεν τον ξέχασε ποτέ.
Είναι ιστορίες που ουσιαστικά δένουν τους ανθρώπους και αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των λαών.
Ακριβώς. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Όταν μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1920 και έγινε η τελετή παράδοσης, πήραν όλοι λαμπάδες, κεριά, φαναράκια και πήγαν στα νεκροταφεία. Κάθισαν εκεί για να πούνε και στους νεκρούς ότι αναστήθηκαν, ότι ελευθερώθηκαν. Την ίδια ιστορία μετά από χρόνια, άκουσα να την αφηγείται, ο καθηγητής και προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη Μεταπολίτευση Μιχαήλ Στασινόπουλος. Ήταν αυτόπτης μάρτυς όταν έγινε η τελετή ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου, όταν οι άνθρωποι έκαναν το ίδιο που έγινε το 1920 και στην Ανατολική Θράκη.
Είναι το… γονίδιο των λαών;
Το γονίδιο, ο σεβασμός τους νεκρούς. Αυτό ως εικόνα ήταν συγκλονιστική. Μια παρόμοια εικόνα επίσης αφηγείται και ο Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη». Είναι μέρος του συλλογικού μας υποσυνείδητου.
Θα πρέπει να δυσκολευτήκατε πολύ να επιλέξετε μέσα από τόσο πλούσιο υλικό.
Η ιστορία αυτή έχει τόσες στιγμές μεγαλείου που δεν χωρούν σε ένα βιβλίο. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν σε μια περίοδο με πολύ πυκνά γεγονότα. Κάθε μέρα ήταν μια νίκη. Γιατί δεν ήταν βέβαιο ότι θα ξημερώσουν. Κάθε μέρα ήταν ένας τιτάνιος αγώνας επιβίωσης.
Αγώνας, ανάμεσα σε πολλούς θανάσιμους εχθρούς…
Η γιαγιά μου έλεγε κάτι που δεν το είχα συνειδητοποιήσει, παρά μονάχα τα τελευταία χρόνια. Πάντα θεωρούσε τους Βούλγαρους χειρότερους από τους Τούρκους. Η περιοχή ήταν για μια διετία υπό βουλγαρική κατοχή. Οι Βούλγαροι ήταν πολύ πιο αυστηροί, τους έπαιρναν βαριές φορολογίες, έκαναν παιδομάζωμα, παρόλο που είχε καταργηθεί εδώ και αιώνες. Εν έτει 1912 έπαιρναν παιδιά για να φτιάξουν τη Μεγάλη Βουλγαρία. Ήταν δύο πολύ μαύρα χρόνια.
Ο Βενιζέλος πάντα φοβόταν τους Βουλγάρους. Κι ένας από τους λόγους που άφησε τις 70 χιλιάδες στρατού εκεί, ήταν γιατί φοβόταν πάντοτε ότι μπορούν να κατέβουν. Δεν ξεπέρασαν ποτέ ότι εμείς τους φράζαμε την έξοδο στο Αιγαίο.
Τι είναι αυτό που σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά, εξακολουθεί να τροφοδοτεί αυτή την έχθρα, κυρίως με την Τουρκία;
Όπως έλεγε ο παππούς μου και πλέον έχω πειστεί, η Τουρκία μας θεωρούσε πάντα σαν πρώην υποτακτικούς της. Ακόμα και τώρα. Μας είχαν 400 χρόνια. Επιπλέον, η Τουρκία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα τελευταία της χρόνια τουλάχιστον, ήταν μια πολυ-πολιτισμική αυτοκρατορία, όταν αρχίζει να εκσυγχρονίζεται βλέπει τον Ελληνισμό ως μια από τις πολύ ισχυρές μειονότητες που αναπτύσσονταν. Υπήρχαν ισχυρές φωνές που θεωρούσαν ότι οι Έλληνες μπορούσαν να ευημερήσουν καλύτερα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπήρχαν και κάποιοι που ήθελαν και τη συνένωση των δύο χωρών. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι ο Κεμάλ ήταν έτοιμος να συνθηκολογήσει και αυτό θα συνέβαινε αν το μέτωπο άντεχε λίγες μέρες ακόμα. Στο συλλογικό υποσυνείδητό τους, αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα. Δεν ξεπερνιέται εύκολα.
Όσο για τις συνεχείς απειλές τους, πάντα θα σκέφτομαι κάτι που μου έλεγε η γιαγιά μου: Όταν είσαι μόνος το βράδυ και φοβάσαι, να τραγουδάς. Γιατί και εσύ αισθάνεσαι καλύτερα και ο άλλος σε υπολογίζει καλύτερα. Οι Τούρκοι, λοιπόν, λέγοντας όλα αυτά, περισσότερο τα λένε για να τα ακούνε οι ίδιοι. Για να τονώσουν το ηθικό τους. Αυτό όμως, με τον καιρό δημιουργεί μια γενιά φανατικών. Και, αντίθετα, σε εμάς, μια γενιά που μπαίνει σε άμυνα. Δυστυχώς, δεν βλέπω στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες αυτό να φύγει από την τουρκική ρητορική.
Δεν παίζει ρόλο το γεωγραφικό; Αν η Τουρκία βρισκόταν σε άλλο σημείο, θα συμπεριφερόταν ίσως διαφορετικά;
Όχι, δεν είναι έτσι. Είναι η κουλτούρα του Ισλάμ. Εγώ θυμάμαι ως νεαρός μεταπτυχιακός φοιτητής, με μια φίλη μου κάναμε μια πολύ πρωτοποριακή εργασία για τα δεδομένα της εποχής. Το συμπέρασμα ήταν ότι το δυτικό σύστημα διακυβέρνησης δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια μουσουλμανική χώρα. Ο αντίλογος τότε ήταν ότι, υποτίθεται ότι αυτό γίνεται στην Τουρκία. Το λεγόμενο κοσμικό Ισλάμ. Το κοσμικό Ισλάμ είναι ένας μύθος. Παίρνω από τα δύο τι με συμφέρει και κάνω ένα χειρότερο πράγμα. Το Ισλάμ είναι σε ευθεία αντίθεση με όλα· πολιτισμικά, πολιτιστικά, πολιτικά, όπως από όποια πλευρά και να το πάρεις με αυτό που λέμε εμείς δυτικό πολιτισμό. Αν διαβάσετε το Κοράνι, θα καταλάβετε γιατί δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Η ευχή του Μωάμεθ του Προφήτη είναι η επέκταση. Αλλιώς δεν είσαι καλός μουσουλμάνος.
Συνεπώς, καταλήγουμε πάλι ότι το θέμα είναι θρησκευτικό;
Θα ανοίξουμε πολύ μεγάλη συζήτηση. Εγώ δεν πιστεύω στον πόλεμο των θρησκειών. Όχι ότι είναι παράγοντες που μπορείς να τους υποτιμήσεις. Είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης προόδου. Αλλά πιστεύω ότι ειδικά στα δικά μας δεδομένα, εμείς υποτιμήσαμε -επιστρέφω στον Θουκυδίδη- τη δυνατότητα της υποβολής της ισχύος. Εμείς θα έπρεπε να έχουμε επενδύσει πάρα πολύ σε αυτό που λέγεται πολιτιστική διπλωματία. Να είμαστε μια χώρα που θα έχει τον πολιτισμό στην πρώτη της γραμμή, γιατί αυτό είναι το ισχυρό μας πλεονέκτημα. Και αυτό θα μας επέτρεπε να έχουμε συμμαχίες, να δημιουργούμε φιλίες και να έχουμε οικονομική άνοιξη. Αντίθετα, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν ήταν αντάξιο των προσδοκιών ή των δυνατοτήτων του λαού. Και πολλές φορές τον εκμαύλιζε, για να τον έχει ως διαχειριστή της πολιτικής του εξουσίας. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αλλάξει αυτό το πράγμα.
Στο βιβλίο μιλάτε και για τον «βρώμικο» ρόλο του συμμάχων.
Ο Βενιζέλος έκανε το λάθος να νομίζει ότι οι συμμαχίες διαρκούν… Ο Πάλμερ έχει πει ότι «η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει ούτε μόνιμους φίλους ούτε μόνιμους εχθρούς. Έχει μόνιμα συμφέροντα». Και απορώ με το Βενιζέλο, που και ως μεταφραστής του Θουκυδίδη έπρεπε να πάρει το βασικό μάθημα που αναφέρεται στην ισχύ.
Ο Βενιζέλος έκανε το απονενοημένο με την εκστρατεία στην Ουκρανία για να ανατρέψουμε τον Λένιν και στείλαμε τον ανθό του ελληνικού στρατού. Δεν είχαμε λόγο να πάμε. Πήγαμε, όμως, και καταστράφηκε η Ομογένεια της Οδησσού. Αλλά αυτό δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό ήταν η συμφωνία Λένιν – Κεμάλ. Η Τουρκία πήρε σε στρατιωτική ενίσχυση έναν σημαντικό προϋπολογισμό από τη Ρωσία.
Αμέσως μετά άρχισε η εγκατάλειψη. Οι πρώτοι που μας εγκατέλειψαν ήταν οι Ιταλοί. Όταν εμείς αποδεκατιστήκαμε, μας εγκατέλειψαν. Οι επόμενοι ήταν οι Γάλλοι, που όχι μόνο φεύγουν, αλλά παραδίδουν στον Κεμάλ και όλο τον οπλισμό. Και όχι μόνο αυτό. Του έδωσαν και ένα μεγάλο δάνειο. Μέχρι και στολές για τους φαντάρους τού χάρισαν. Άρα, λοιπόν, αυτή η συμμαχία που μας έστειλε να εφαρμόσουμε στην πράξη τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία κανείς δεν επικύρωσε, ήταν αυτοί που μας τράβηξαν το χαλί.
Πώς, λοιπόν, χαρακτηρίζετε τον Βενιζέλο ιδιοφυία με τόσο τραγικά λάθη;
Ο Βενιζέλος νόμιζε ότι μπορούσε να τα διαχειριστεί όλα αυτά. Ένας από τους λόγους που έχασε τις εκλογές του 1920, δεν είναι μόνο η υποχώρηση του στρατού, αλλά ότι, όντας σχεδόν για ένα χρόνο στο εξωτερικό, είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Είχε παραμυθιαστεί ότι θα κάνει περίπατο στις εκλογές. Οι πολιτικοί που περιστοιχίζονται από κόλακες, ακούν μια πραγματικότητα, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι είχε τη δυνατότητα, αλλά από την άλλη ο Κλεμανσό της Γαλλίας και ο Τσόρτσιλ της Αγγλίας, δεν το έβλεπαν έτσι. Στη δε Ιταλία, είχε ανέβει στην εξουσία ο Μουσολίνι. Άρα και οι φίλοι του έφυγαν από το προσκήνιο. Γι’ αυτό είπα ότι οι συμμαχίες δεν είναι μόνιμες. Όλες πάντα ως πρώτη προτεραιότητα είχαν τα συμφέροντά τους. Και η Αγγλία ήθελε τα πετρέλαια της Μοσούλης. Η Γαλλία ήθελε επίσης να έχει πρόσβαση εκεί. Και η Ιταλία είχε πάντα φιλοδοξίες. Αυτές οι χώρες ήταν μαζί μας όσο η ελληνική πολιτική εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Όταν η ελληνική πολιτική ή αδυνάτισε ή έπαψε να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους ή άλλαξε τα δικά της συμφέροντα, όλες αυτές οι χώρες επαναπροσδιόρισαν τα δικά τους.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο, νιώθετε την ικανοποίηση ότι είπατε την ιστορία του παππού, όπως θα ήθελε να ειπωθεί;
Δεν θα το έγραφα αυτό το βιβλίο, αν δεν ήταν ο παππούς μου. Το έγραψα για τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Για κανέναν άλλο. Ήταν μια επιτέλεση ενός χρέους. Στο χωριό μου όλοι τέτοιες ιστορίες είχαν. Δεν ήταν μόνο ο παππούς μου. Απλά, εγώ, κάθε μέρα άκουγα τις ιστορίες του παππού μου. Και αυτοί οι άνθρωποι, επειδή πέρασαν από τη φωτιά, ήταν πολύ φειδωλοί. Δεν μιλούσαν εύκολα. Τον παππού μου έπρεπε να τον τσιγκλήσω πολύ για να μου πει δυσάρεστα πράγματα. Οι άνθρωποι που έχουν ταλαιπωρηθεί στη ζωή τους, δεν διαλαλούν την ταλαιπωρία τους. Την κρατάνε για την εαυτό τους. Άρα, σε κάποια από αυτά που έγραψα, ο παππούς μπορεί και να διαφωνεί. Γιατί μου τα είπε σε μια στιγμή αποκάλυψης. Δεν πήρα την άδειά του. Και είμαι βέβαιος ότι δεν θα του αρέσουν, με την έννοια ότι δεν θα ένιωθε πολύ άνετα να είναι το επίκεντρο.
Ποιο ήταν το πιο επώδυνο από όλα όσα σας διηγήθηκαν;
Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, όπου έφυγαν μακριά από τον τόπο τους και υπήρξε μια απόσταση, στην περίπτωση των Θρακών, τους χώριζε μόνο το ποτάμι. Θυμάμαι τον παππού να καθόμαστε σε ένα ύψωμα και να κοιτάει απέναντι και να βλέπει το σπίτι του. Αυτό δεν ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να το διαχειριστεί.
Επέστρεψαν ποτέ έστω για λίγο;
Η γιαγιά, είμαι βέβαιος, ποτέ. Δεν το άντεχε. Ήταν ξεκάθαρη ότι δεν άντεχε να πάει ως «ξένη» στο σπίτι της. Για τον παππού, το μόνο που ξέρω και του ξέφυγε κάποια φορά σε μια συζήτηση, ήταν ότι πήγε μόνο μια φορά νύχτα, να κόψει ένα κλήμα και να το φυτέψει. Από αυτή την κληματαριά έχουμε καρπό μέχρι σήμερα. Αν ξαναπήγε, δεν ρώτησα και δεν θα το μάθω ποτέ. Αν το έκανε, είμαι σίγουρος ότι θα ήταν μόνο νύχτα, γιατί δεν θα ήθελε να τον δει κανείς.
Πιστεύετε στο ότι κάποιος πεθαίνει πραγματικά όταν σταματάμε να μιλάμε για αυτόν;
Ο Κικέρων έχει πει ότι «η ζωή των νεκρών επαφίεται στη μνήμη των ζωντανών». Άρα όσο τους θυμόμαστε εμείς, ζουν και αυτοί. Εγώ το βιβλίο αυτό το έγραψα για τον παππού μου, αλλά και για τους άλλους παππούδες που μου έλεγαν επίσης ιστορίες. Άλλοι θα με βρίζουν, άλλοι θα με μαλώνουν, άλλοι θα γελάνε και θα λένε «τι έκανε»! Αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Γιατί όλοι θα βρουν κάποιο κομμάτι που θα τους άρεσε που το έγραψα.