Γράφει η
Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Διηγηµατογράφος
Eξω απ’ το χωριό της γιαγιάς, πλάι στο ποτάµι στεκόταν αµίλητο το σπίτι, στηριγµένο µε την πλάτη σ’ ένα θεόρατο βράχο. Σαν µια ψυχή που κάποτε υπήρξε κι απόµεινε ξέπνοη στην άκρη.
Ιστορίες λέγονταν γι’ αυτό από τότε που ήµουν παιδί. Κανείς δεν πατούσε. Στοιχειωµένο το λέγανε οι ντόπιοι και ψιθυρίζονταν διάφορες εκδοχές γι’ αυτό. Στριγκλιές ακούγονταν τάχα τη νύχτα, έλεγαν οι περαστικοί κι άλλοτε µια γυναικεία φωνή που γλυκοτραγουδούσε.
Τα βήµατά µου µε οδήγησαν εκεί. Ήθελα να φτάσω στο ποτάµι. Δεν οµολογούσα όµως, ούτε στον ίδιο τον εαυτό µου, ότι ήταν το στοιχειωµένο σπίτι που ήθελα να δω, να εξερευνήσω.
Ο ήλιος ζέσταινε το κεφάλι και τους ώµους µου. Κάθισα δίπλα στο ποτάµι ν’ αφουγκραστώ, να αισθανθώ, χωρίς να ξέρω στ’ αλήθεια τι ζητούσα, τι πρόσµενα να συµβεί καθώς το περιεργαζόµουν.
Τα µάτια µου παρατήρησαν µε περιέργεια, µια οργισµένη µπουκαµβίλια που είχε ανέβει φουντωτή, νωχελικά µε τα χρόνια, και είχε σκεπάσει όλη την οροφή του. Κατακόκκινη σαν αίµα. Πυκνή κι αδιαπέραστη. Σαν να γραπώθηκε και να στερεώθηκε πάνω στα κεραµίδια του. Θαρρείς πως σκέπασε τη στέγη του και σκίασε τα µυστικά του.
Πέτρινοι οι στιβαροί τοίχοι του. Σπασµένο το ξύλινο εξώφυλλό του. Ούτε κουρέλι δεν κρεµόταν στο άνοιγµα και τίποτε δεν εµπόδιζε να δω τη σκοτεινιά του εσωτερικού.
Η προκατάληψη δεν µε άφηνε να πλησιάσω. Βαρίδια τα πόδια µου. Ακόµη κι αυτή η σιωπή της φύσης γύρω µου, κουδούνιζε στο µυαλό µου ίδια προειδοποίηση. “Μείνε µακριά!” Μόνον ο αιώνιος ήχος του ποταµού κελάρυζε τριγύρω για να νικάει το φόβο µου.
Οι παππούδες του χωριού έλεγαν πως έµενε εκεί κάποτε µια όµορφη κοπέλα που έλουζε στο ποτάµι τα ξανθά της τα µαλλιά, πως ήρθαν -λέει- προξενιά να την πάρουν σ’ άλλο χωριό κι έκτοτε χάθηκε χωρίς να φτάσει στον προορισµό της. Ποτέ δεν την ξανάδε κανείς.
Άλλοι πάλι, πως όταν η κοπέλα έφυγε, έµεινε η µάνα της πίσω και τρελάθηκε από τον καηµό της γιατί δεν την ξανάδε. Ώσπου µια νύχτα έπεσε στο ποτάµι και πνίγηκε.
Μα ορισµένοι σοφότεροι, διαφωνούσαν µε όλα. “Έρωτας και φευγιό”, αυτό υποστήριζαν και πως το σπίτι δεν ήταν στοιχειωµένο. “Γιατί, ποιός πιστεύει στα στοιχειά στην εποχή µας;”
Το µόνο σίγουρο ήταν πως για πολλές δεκαετίες, κανείς δεν πάτησε το πόδι του µέσα στους πέτρινους τοίχους. Κι αυτό µε µάγευε. Με µαγνήτιζε. Ήθελα να µπω, να δω, να αφουγκραστώ και να συµπεράνω.
Άκουσα τα βήµατά µου να πατούν πάνω στην ξύλινη γκρεµισµένη αυλόπορτα, σαν νάταν τα βήµατα κάποιου άλλου. Κοίταξα από το παράθυρο στο σκοτεινό δωµατιάκι πλάι στη σφαλισµένη είσοδο. Φαινόταν ένα κρεβάτι στρωµένο, µα σκεπασµένο µε σκόνη, αράχνες και κάποιους σοβάδες της οροφής. Οι ρίζες της µπουκαµβίλιας, ορµητικές, έπλεκαν στο ταβάνι το δικό τους δίχτυ.
Πάτησα στο πρεβάζι και πήδηξα στο εσωτερικό. Μια διαλυµένη ψάθινη καρέκλα πλάι στο παράθυρο. Δεν ένοιωθα φόβο πια. Προχώρησα δεξιά προς την είσοδο. Στ’ αριστερά µου είδα ένα µικρό ξύλινο τραπέζι µε δυο ψάθινες καρέκλες. Δυο πιάτα αφηµένα σαν να έφυγαν οι οµοτράπεζοι χωρίς να τα µαζέψουν. Κι ανάµεσά τους ένα χαρτί διπλωµένο, ένα γράµµα.
Άνοιξα µε σεβασµό το κιτρινισµένο χαρτί, σαν ν’ άνοιγα κάτι ιερό που δεν µου ανήκε και διάβασα προσεκτικά τις λίγες αράδες, µε τα στραπατσαρισµένα κακότεχνα γράµµατα.
“Κυρ-Ανέστη,
σου γράφω, γιατί µόνο εσύ θα νοιαστείς να µάθεις τι γίνηκα. Σάµπως νοιάστηκε κανείς άλλος αφ’ ότου χάθηκε η µάνα µου; Ο θειός µου κανόνισε να πάω ψυχοκόρη στην Αθήνα. Σ’ αυτόν θα πηγαίνουν τα λεφτά για την προίκα µου. Θάχω -λέει- καλή τύχη, αρκεί να δουλέψω σκληρά. Χαιρετώ το χωριό µου κι εσένα. Κι ευκήσου να γυρίσω µεγάλη και τρανή.
Αθηνούλα. 1928 Μάρτιος”
Έµεινα ασάλευτη στο µουχλιασµένο αέρα, διαβάζοντας ένα γράµµα που ποτέ κανείς δεν είχε ανοίξει. Μάλλον ο κυρ-Ανέστης δεν φάνηκε για να το πάρει.
Οι σκέψεις µου χείµαρρος µε κυρίεψαν. Για τα στοιχειά και τις προκαταλήψεις. Για µια βασανισµένη ψυχούλα που δεν γύρισε ποτέ ξανά πίσω.
Ποιός ξέρει πόσες φορές να νοστάλγησε το σπιτάκι δίπλα στο ποτάµι, το χωριό της, ακόµη και τη µοναξιά της φύσης, το κελάρυσµα του νερού.
Πόσες ψυχοκόρες, ανυπεράσπιστες, βασανισµένες δεν είχαν την τύχη της. Μπορεί η ίδια η ψυχή της, τα όνειρά της, να έγιναν µπουκαµβίλια, που αγκιστρώθηκε αγκαλιάζοντας το σπιτάκι της µαζί µε τις αναµνήσεις.
Ποιός ξέρει τι τύχη είχε το κορίτσι του χωριού που λουζόταν στο ποτάµι ολοµόναχο, κι έγινε νεράιδα και στοιχειό στο µυαλό των ανθρώπων, χωρίς κανείς να ψάξει, να νοιαστεί, να ρωτήσει γι’ αυτήν ξανά. Σαν µια ψυχή που κάποτε υπήρξε κι απόµεινε ξέπνοη στην άκρη.
Άφησα στη θέση του το γράµµα, φόρο τιµής γι’ αυτήν που το έγραψε και για τον κυρ-Ανέστη που δεν πέρασε ποτέ να το πάρει και σίγουρα είναι πια µακαρίτης.
Φεύγοντας, υποσχέθηκα στον εαυτό µου, να κρατήσω κρυφά στην ψυχή µου όσα διάβασα και συχνά ν’ ανάβω ένα κερί στο εκκλησάκι του χωριού, για την άτυχη Αθηνούλα. Την ξεχασµένη µοναχική ψυχή, που στο µυαλό µου έγινε θεόρατη κόκκινη, αγκαθωτή µπουκαµβίλια.
Σαν µια ψυχή που κάποτε υπήρξε και θέλει να υπάρχει ακόµη.