Γράφει ο
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΡΥΦΤΟΣ
Ιστορικός
Τον Ιούνιο του 1975 το νέο Σύνταγµα της Ελλάδος αποτέλεσε την ηχηρή εκείνη εντολή του τότε ελληνικού κοινοβουλίου για την επίσηµη αποκατάσταση της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας. Ύστερα από την ανατροπή των χουντικών κυβερνήσεων, τον ∆εκέµβριο του 1974 διευθετείται µε δηµοψήφισµα το πολιτειακό ζήτηµα της χώρας και η προεδρευόµενη κοινοβουλευτική δηµοκρατία ανακοινώνεται ως το επίσηµο πολίτευµα. Ανοίγει έτσι ο δρόµος για την θέσπιση του νέου Συντάγµατος που θα κατοχύρωνε το νέο πολίτευµα αλλά θα προάσπιζε εκ νέου ατοµικά, κοινωνικά δικαιώµατα και θα αναγνώριζε το διεθνές δίκαιο ως ανώτερο κώδικα νόµων και κανόνων.
Πρώτη ένσταση γι’ αυτό το Σύνταγµα εξέφρασε ο µόλις έκπτωτος βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄ όπου τυπικά ήταν ο νόµιµος αρχηγός του ελληνικού κράτους, χαρακτηρίζοντας την όλη αυτή κυβερνητική διαδικασία µέχρι και τον Ιούνιο 1975 ως ένα εν δυνάµει συνταγµατικό πραξικόπηµα καταγγέλλοντας παράλληλα για επιτηδευµένη διατάραξη του status quo. Η πλευρά όµως της τότε κυβέρνησης Καραµανλή απαντούσε στον Κωνσταντίνο σκληρά πως ήταν ένα «καρκίνωµα» για την χώρα που είχε ορκίσει την απριλιανή δικτατορία. Οι κύριοι εχθροί του νέου Συντάγµατος που δεν ήταν άλλοι από τους πρωτεργάτες της 21ης Απριλίου, το επέκριναν ως απάνθρωπο και ως ένα λαϊκό δικαστήριο για την επικείµενη τιµωρία τους ξεχνώντας ταυτόχρονα και εντελώς «ψυχεδελικά» την τροµοκρατία του καθεστώτος τους και τα θλιβερά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ως προς την ελληνική Βουλή, τα κόµµατα της αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ, Ένωση Κέντρου και Ενωµένη Αριστερά κατήγγειλαν επανειληµµένα το νέο Σύνταγµα αποκαλώντας το συχνά αντιδηµοκρατικό και αυταρχικό καθώς συγκεντρώνονταν αρκετές εξουσίες στον Πτ∆ µε κίνδυνο να ξεφυτρώσει ένας καινούργιος «βασιλεύς» που θα απειλούσε την δηµοκρατία. Έτσι στις 7 Ιουνίου του 1975 το µοναδικό κόµµα το οποίο ψηφίζει το νέο Σύνταγµα που έδωσε οριστικό τέλος στη δικτατορία και στο παρασύνταγµα του 1968, ήταν η Νέα ∆ηµοκρατία µε πρωτοπόρους τον εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραµανλή και τον ακαδηµαϊκό Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στις 20 Ιουνίου του 1975 ορκίζεται στο νέο Σύνταγµα ως ο πρώτος Πρόεδρος της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας αναδεικνύοντας και φέροντας επάξια για πρώτη φορά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης το πιο σηµαντικό και ανώτατο θεσµικό αξίωµα της χώρας.
Το γαλλικό µοντέλο του συντάγµατος που είχε κατά νου ο Καραµανλής καθώς είχε ζήσει στο Παρίσι και είχε αφουγκραστεί τις γαλλικές νόρµες της Ε΄ Γαλλικής ∆ηµοκρατίας, δεν µπόρεσε να προσαρµοστεί στα τότε ελληνικά δεδοµένα. Στο νέο Σύνταγµα του 1975 ακλόνητη έµεινε η σχέση µεταξύ Εκκλησίας – Κράτους, γεγονός το οποίο επικρίνεται έως και σήµερα από το ευρύ φάσµα του φιλελεύθερου πολιτικού χώρου και της αριστεράς. Το νέο Σύνταγµα του 1975 παρ’ όλα τα συντηρητικά στοιχεία που κληρονόµησε απο το δεξιό παρελθόν, οδήγησε σε έναν συνταγµατικό και ανθρωπιστικό ριζοσπαστισµό έστω και µε 30 χρόνια καθυστέρηση µετά την Απελευθέρωση που άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν ήδη δώσει τον δικό τους αντίστοιχο αγώνα αµέσως µετά την καταδίκη του ολοκληρωτισµού του Άξονα .
Το Σύνταγµα του 1975 ήταν επίσης εκείνο το θεµελιώδες πολιτικό εγχείρηµα του Κωνσταντίνου Καραµανλή ώστε να µπορέσει επιτέλους και µε τον «αέρα» της συνταγµατικής νοµιµότητος να ολοκληρώσει την πολυπόθητη προσχώρηση της Ελλάδος στην ΕΟΚ. Το «Ανήκοµεν εις την ∆ύσιν» του Καραµανλή ήδη νωρίτερα είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά και µε την αίτηση που υπέβαλλε επισήµως η ελληνική κυβέρνηση για την επίσπευση των διεργασιών µε στόχο την ένταξη στην ΕΟΚ την ίδια περίοδο τον Ιούνιο του 1975. Τώρα πλέον η Ελλάς µε το νέο Σύνταγµά της που κατά την καραµανλική πλευρά ήταν δηµιουργηµένο στα πρότυπα του γαλλικού και του γερµανικού, γίνεται ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτη στην οικογένεια των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Κατά το πέρασµα των δεκαετιών έως και σήµερα το Σύνταγµα του 1975 θα επιβιώσει αξιοπρεπώς αφενός αλλά θα υποστεί και σηµαντικές αλλαγές – αναθεωρήσεις αφετέρου. Η πρώτη αλλαγή έρχεται από οµώνυµη κυβέρνηση της «Αλλαγής» το 1986 µε τον περιορισµό αρκετών εξουσιών από τον Πτ∆.
Η δεύτερη αναθεώρηση πραγµατοποιήθηκε από την κυβέρνηση Σηµίτη το 2001 µε επίκεντρο την διαφάνεια και τον θεσµικό εκσυγχρονισµό.
Η τρίτη συνταγµατική αναθεώρηση λιγότερο «θορυβώδης» από τις δυο προηγούµενες έγινε το 2008 και αφορούσε κυρίως τα θέµατα περί ευθύνης υπουργών και την λειτουργικότητα των ανεξάρτητων αρχών.
Τέταρτη και τελευταία αναθεώρηση του Συντάγµατος έγινε το 2019 µε κύριο στόχο τις µετατροπές στην εκλογή του Πτ∆ αλλά και την αναγνώριση της θρησκευτικής ουδετερότητας γεγονός το οποίο έφερε σε έντονη ρήξη την Εκκλησία µε την πολιτεία.
Σήµερα στα 50 χρόνια ζωής του Συντάγµατος του 1975 οι συζητήσεις για τις επόµενες στοχευµένες αναθεωρήσεις του όλο και φουντώνουν κι εµείς δε µπορούµε παρά να είµαστε συντονισµένοι στις εξελίξεις που µας επιφυλάσσει η Ιστορία αυτού του θεµελιώδους νόµου της χώρας µας, ο οποίος αναµφίβολα καθορίζει τον τρόπο ζωής των Ελλήνων πολιτών.
Πηγές:
• Νίκος Αλιβιζάτος, «Το Σύνταγµα
και οι εχθροί του στην νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010», εκδ: ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2012
• Συλλογικό, «Κωνσταντίνος Καραµανλής. Αρχείο-Γεγονότα και Κείµενα/Η δύσκολη µεταπολίτευση.», εκδ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, τ.8,Αθήνα, 2005