Τρίτη, 15 Ιουλίου, 2025

Η ζωγραφική σύλληψη της κίνησης στις συνθέσεις του Έντγκαρ Ντεγκά

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος

Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης

 

Ο Ιλαίρ-Ζερμαίν-Εντγκάρ Ντε Γκα / Edgar Degas γεννήθηκε στο Παρίσι το 1834. Πατέρας του ήταν ο τραπεζίτης Ωγκύστ Ντε Γκα . Αφού αρχικά σπούδασε νομικά, μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Λουί Λαμότ,  μαθητή του κορυφαίου νεοκλασικιστή ζωγράφου Ντομικίκ  Ένγκρ. Ένα χρόνο μετά γνώρισε και τον ίδιο τον Ένγκρ. Επισκέφτηκε την Ιταλία για μελέτες στην Φλωρεντία, την Ασίζη, την Νάπολη και την Ρώμη.

Το 1859 επέστρεψε στο Παρίσι και άνοιξε δικό του ατελιέ. Το 1862 γνώρισε τον Εντουάρ Μανέ και εντάχθηκε στον ιμπρεσιονισμό. Το 1870 ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και επιστρατεύτηκε στο πυροβολικό. Το 1874 πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντάς του όμως πολλά χρέη. Το 1881 εξέθεσε το πρώτο γλυπτό του, την χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών (Σάο Πάολο, Museu de Arte), που το ακολούθησαν ένα πλήθος μικρά κέρινα προπλάσματα που μετά το θάνατό του χυτεύτηκαν σε χαλκό, με θέμα γυναικεία γυμνά, χορεύτριες και άλογα. Το 1886 ο Ντεγκά σε ένα γράμμα του, πέντε χρόνια μετά την έκθεση του κέρινου αγαλματιδίου του, έγραψε προς τον γλύπτη Αλμπέρ Μπαρτολομέ: «Εκτός από την καρδιά μου, αισθάνομαι όλα να γερνούν μέσα μου. Ακόμη και η καρδιά μου έχει κάτι το τεχνητό πλέον. Την έχουν ράψει οι χορεύτριες σε ένα πορτοφολάκι από ροζ σατέν, πολύ απαλό ροζ, σαν τα παπούτσια τους». Καθώς είχε προβληματικά, επιδεινούμενη όραση, ο Ντεγκά στράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη γλυπτική και τα παστέλ. Το 1908 όμως η όρασή του χειροτέρεψε και σταμάτησε οριστικά να ασχολείται με την τέχνη. Τέσσερα χρόνια μετά, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αγόρασε το έργο του “Μπαλαρίνες” σε ποσό αστρονομικό για την εποχή, και μάλιστα για ιμπρεσιονιστικό πίνακα. Το 1917 πέθανε στο Παρίσι.

Ο Ντεγκά ασχολήθηκε με τον κόσμο του χορού σχεδόν εμμονικά. Ο μεγάλος ποιητής και τεχνοκρίτης Σαρλ Μπωντλαίρ διαπίστωσε: «Αγαπούσε το ανθρώπινο σώμα, σαν μια αρμονία υλική, σαν ένα ωραίο αρχιτεκτόνημα και πάνω από όλα την κίνηση». Στα περισσότερα έργα του απεικονίζει μπαλαρίνες σε πρόβες ή ντυμένες με φτερά, ενώ περιμένουν την έναρξη της παράστασης. Ήταν ένας οξυδερκής παρατηρητής και ένας παράξενος, αλλά συμπαθητικός χρονικογράφος της καθημερινής ζωής των χορευτριών. Η σχέση του μαζί τους έχει συζητηθεί και αναλυθεί ποικιλότροπα πολλές φορές, όσον αφορά την προσωπική του προσέγγιση.

Το 2011 στην έκθεση «Ο Ντεγκά και το μπαλέτο: Ζωγραφίζοντας την κίνηση», στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου, η επιμελήτρια Αν Ντιμά έγραψε: «Ο Ντεγκά ήταν ένας ηδονοβλεψίας, χωρίς όμως την αρνητική φόρτιση που έχει σήμερα η λέξη αυτή. Η δουλειά του είναι ένα είδος κρυφής κάμερας, ένα μυστικό όργανο που περνά απαρατήρητο». Όπως προκύπτει από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Όπερας του Παρισιού, ο Ντεγκά είχε παρακολουθήσει πολλά μπαλέτα και όπερες και κατάφερε να έχει πρόσβαση στα παρασκήνια προτού αποκτήσει αρκετά χρήματα και γίνει συνδρομητής. Ωστόσο η διακριτική παρουσία του δεν ενοχλούσε τις χορεύτριες. Η συζήτηση γύρω από το πάθος του Ντεγκά για τις χορεύτριες σχετίζεται επίσης και με το θέμα της πορνείας από την οποία οι μπαλαρίνες, που κατά κανόνα προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικά και οικονομικά τάξεις δεν απείχαν και πολύ. Ο Ντεγκά έδινε διάφορες απαντήσεις για το αισθητικό πάθος του να ζωγραφίζει χορεύτριες: «Μου αρέσουν τα φορέματά τους», έλεγε ενίοτε. «Αποτελούν, με έναν τρόπο οι σιλουέτες τους, την συνέχεια των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων», απαντούσε την άλλη. Ωστόσο επικρατέστερη ουσιαστικά είναι η εκδοχή σύμφωνα με την οποία οι χορεύτριες του προσέφεραν απλώς την πρόφαση για να αποτυπώσει την ανθρώπινη κίνηση. Ο Ντεγκά είχε μια διαρκή εξελικτική σχέση με την ανθρώπινη φιγούρα που βρίσκεται σε κίνηση σε συνδυασμό με τις ανάλογες παράλληλες εξελίξεις στη φωτογραφία και στην πρώιμη κινηματογραφία.

O Ντεγκά σε όλη του τη ζωή, βρισκόταν συνεχώς πλάθοντας ένα γλυπτό ή ζωγραφίζοντας στο καβαλέτο του. Ωστόσο η ψυχαναγκαστική τάση του να δουλεύει συνεχώς τα γλυπτά του, είχε ως αποτέλεσμα συχνά να τα αφήνει ημιτελή ή ακόμα και να καταστρέφει κάποια που μπορεί να είχε ήδη τελειώσει. Το 1880 σε μία έκθεση, η θέση για το περίφημο μικρό γλυπτό του «Μικρή χορεύτρια» είχε μείνει κενή. Όταν τελικά παρουσιάστηκε, πολλοί κριτικοί  απέρριψαν το έργο γιατί το θεώρησαν αποκρουστικό και κάτι σαν απειλή για την αστική κοινωνία και την ηθική της. Είχαν συνηθίσει να βλέπουν τα πιο παραδοσιακά γυναικεία θέματα, όπως θεότητες, αλληγορικές φιγούρες, ηρωίδες της μυθολογίας και της ιστορίας και όχι μια σύγχρονη κοπέλα της εργατικής τάξης, η οποία ασκούσε ένα κακόφημο επάγγελμα. Ως μοντέλο του είχε ποζάρει η Μαρί βαν Γκέτεμ, η νεαρή κόρη μιας πλύστρας. Το έργο «Little Dancer» ήταν φτιαγμένο από κερί σε ένα μεταλλικό οπλισμό με οργανικά υλικά, όπως ξύλο, σχοινί, ακόμη και με παλιά πινέλα στα χέρια. Στη συνέχεια καλύφθηκε από πηλό και όλα τα στρώματα ήταν περασμένα με κερί. Ο Ντεγκά έδωσε έντονα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά στο γλυπτό με την τοποθέτηση μιας περούκας από ανθρώπινα μαλλιά στο κεφάλι και ολοκλήρωσε το έργο ντύνοντάς το με μία μεταξωτή φούστα, ένα πραγματικό μπούστο και λινές πουέντ. Ο Ντεγκά εμφύσησε σε αυτή την λεπτεπίλεπτη φιγούρα της νεαρής μπαλαρίνας, ταυτόχρονα την αίσθηση της εσωτερικής έκφρασης και αυτοπεποίθησης, με τους ώμους της πίσω και το κεφάλι ψηλά, καθώς και με την στάση της, που είναι όρθια και δυναμική.


Ο Εντγκαρ Ντεγκά θεωρήθηκε από τους κύριους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος δεν το παραδεχόταν και προτιμούσε τον όρο ρεαλιστής ζωγράφος. Οι αστικές προσωπογραφίες του είναι αξιοπρόσεκτες για την απόδοση μιας διεισδυτικής, ψυχικής αποστασιοποίησης. Αναδείχθηκε διαχρονικά σπουδαίος δεξιοτέχνης στην εικαστική απόδοση της κίνησης, ειδικά στους πίνακές με θέματα τον χορό, τις ιπποδρομίες και τα γυναικεία γυμνά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ