Σάββατο, 26 Ιουλίου, 2025

Υπενθύμιση χαράς

Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
www.pegifarandos.gr

Η ζέστη ήταν αφόρητη τις τελευταίες μέρες. Οι ακτίνες του ήλιου θαρρείς και μετέφεραν παντού φλόγες φωτιάς. Όλα έκαιγαν, οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι της πόλης, τα κτίρια, τα αυτοκίνητα, μέχρι και ο αέρας έκαιγε. Μόνο όπου υπήρχε λίγο πράσινο, ακόμη και αν ήταν ένα μικρό δεντράκι, άλλαζε λίγο η ατμόσφαιρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν μείνει στα σπίτια τους, για να αντιμετωπίσουν τον καύσωνα, κάτω από τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες. Όσοι ήταν αυτοί που συνέχιζαν την εργασία τους, έβρισκαν καταφύγιο στα επίσης κλιματιζόμενα γραφεία, εμπορικά καταστήματα, κομμωτήρια, ζαχαροπλαστεία, ακόμη και τα κλιματιζόμενα περίπτερα.

Η Σοφία και ο γάτος της ήταν από τους άτυχους αυτές τις μέρες. Το σπίτι που μόλις είχαν νοικιάσει, στο κέντρο της Αθήνας, δεν διέθετε κλιματισμό και έτσι πέρασαν μια ζεστή νύχτα στο μπαλκόνι, με την ψευδαίσθηση της νυχτερινής δροσιάς. Όταν η νύχτα πέρασε, η Σοφία ετοιμάστηκε να πάει στην εργασία της. Ήταν από τις λίγες φορές που βρισκόταν στη στάση του λεωφορείου πρώτη. Όταν μπήκε στο μεγάλο σούπερ μάρκετ που εργαζόταν, η χαρά ήταν μεγάλη. Μετά από μια δύσκολη νύχτα μέσα στη ζέστη, άυπνη και ταλαιπωρημένη, ο δροσερός κλιματιζόμενος χώρος του καταστήματος, ήταν για εκείνη μια όαση.

Αφού φόρεσε τα πλαστικά γάντια της, τακτοποίησε τον πάγκο και ετοιμάστηκε να υποδεχθεί τους πελάτες του καταστήματος.

Ένας μεγάλος πάγκος με αλλαντικά και τυριά ήταν το πόστο της. Ένας πάγκος με δεκάδες τυριά και αλλαντικά, τοποθετημένα με τάξη, μαζί με τις ταμπέλες ονομασίας, προέλευσης και τιμής. Γραβιέρα Αμφιλοχίας, Κρήτης, Κεφαλοτύρι, Κασέρι, Ροκφόρ, Μοτσαρέλα, Έμενταλ, Μπρι, Παρμεζάνα, Μπέικον, Λουκάνικα, Μορταδέλα, Ζαμπόν, Σαλάμι, Πεπερόνι. Ένας πάγκος του οποίου τα προϊόντα έπρεπε να γνωρίζει καλά για την εξυπηρέτηση των πελατών.

Τον πάγκο αυτό, τον μοιραζόταν με τον συνάδελφό της τον Δημήτρη. Συνήθως εκείνος εξυπηρετούσε στα αλλαντικά και εκείνη στα τυριά. Για οκτώ ολόκληρες ώρες έκοβαν σε φέτες τα μεγάλα κομμάτια τυριού και κρέατος, ζύγιζαν, τύλιγαν προσεκτικά σε ειδικό χαρτί και αφού ζύγιζαν, κολλούσαν πάνω του ένα αυτοκόλλητο με την τιμή.

Ο κόσμος ήταν τις περισσότερες φορές βιαστικός. Πάντα ήταν βιαστικός. Ο κάθε πελάτης τραβούσε, από το ειδικό μηχάνημα, ένα χαρτάκι με τον αριθμό της σειράς του για να εξυπηρετηθεί και περίμενε. Δέκα φέτες καπνιστή γαλοπούλα, είκοσι φέτες γκούντα Γερμανίας και λίγο ταλαγάνι Μεσσηνίας. Ευχαριστώ, γειά σας. «Τι διαφορά έχει η γραβιέρα της Νάξου από αυτή της Κρήτης;». Ο Δημήτρης ή η Σοφία έπρεπε να απαντήσουν σε κάθε ερώτημα του κάθε πελάτη. Οι πελάτες βιάζονταν πάντα. Όταν αργούσε να προχωρήσει η σειρά, η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη. Για ώρες έκοβαν ζύγιζαν, και κολλούσαν αυτοκόλλητα στα προϊόντα, ο Δημήτρης και η Σοφία.

Μερικές φορές έμεναν μερικά λεπτά ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των πελατών για να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Μερικές λέξεις, που σπάνια γίνονταν ολόκληρες προτάσεις. Τον χειμώνα που πέρασε, σε αυτά τα μικρά κενά, η Σοφία είχε μοιραστεί με τον συνάδελφό της, μια χαρά της. Ήταν χαρούμενη που μετά από πολλά χρόνια, θα επισκεπτόταν τη Χίο. Στο νησί της Χίου είχε κάποια συγγενικά πρόσωπα, που θα τη φιλοξενούσαν το καλοκαίρι για μερικές μέρες, μαζί με τον γάτο της. Είχε χρόνια να κάνει διακοπές η Σοφία. Μια τα χρήματα δεν έφταναν ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, μια κάποιο θέμα υγείας, κάποια υποχρέωση, κάποια ανάγκη, πότε το ένα πότε το άλλο. Αυτό το καλοκαίρι θα πήγαινε. Είχε αποφασίσει να χαρίσει στον εαυτό της λίγες μέρες ξεκούρασης αυτές τις διακοπές. Οι μέρες αυτές της έδιναν χαρά, όλο τον χειμώνα τις σκεπτόταν.

Όταν έφτασε το καλοκαίρι και η ζέστη έγινε έντονη, οι διακοπές στη Χίο ήταν ένα όνειρο για εκείνη. Δεν σκεπτόταν ούτε το κλιματιστικό που ήθελε να αγοράσει για το σπίτι της, ούτε καμία άλλη ανάγκη της, παρά μόνο τις μέρες αυτές. Μια μικρή κίτρινη βαλίτσα με λιγοστά ρούχα ήταν εδώ και καιρό στο κέντρο του σαλονιού, σαν υπενθύμιση μιας χαράς που έρχεται.

Σε ένα μικρό κενό, ανάμεσα στα ζαμπόν και τα τυριά, ο Δημήτρης είπε στη Σοφία, «πότε θα σου δώσουν τελικά την άδεια Σοφία; Πότε θα πας στη Χίο;» Η Σοφία χαμογέλασε και αφού εξυπηρέτησε την τελευταία πελάτισσα για εκείνη την ώρα είπε, «σε είκοσι μέρες, θα πάρω την άδεια» και πριν προλάβει να συνεχίσει άρχισε να κόβει σε φέτες ένα μεγάλο κομμάτι τυρί.

Η ζεστή συνέχισε και τις επόμενες μέρες και νύχτες. Η Σοφία και ο γάτος της συνήθισαν να περνούν τη νύχτα στο μπαλκόνι και να μετρούν τις μέρες για την απόδραση από την πόλη.

Ένα πρωινό, μιας μέρας με πολλή ζέστη, ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Η Σοφία ήταν πρώτη στη στάση του λεωφορείου. Έφτασε πρώτη στο σούπερ μάρκετ, έβαλε τα πλαστικά της γάντια και άρχισε από νωρίς να εξυπηρετεί τον κόσμο. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, που δεν πρόλαβε να ανταλλάξει ούτε μια λέξη με τον Δημήτρη.

Κάποια στιγμή, από τα μεγάφωνα του καταστήματος ακούστηκε ένα μήνυμα, «η κυρία Σοφία Παπανικολάου να έρθει στην υποδοχή». Η Σοφία ξαφνιάστηκε, αντάλλαξε μια σύντομη ματιά με τον Δημήτρη, έβγαλε τα γάντια της και πήγε στο γραφείο. Εκεί, η διευθύντρια της ανακοίνωσε πως έλαβε μια ειδοποίηση διάρρηξης στο σπίτι της και πως πρέπει να αποχωρήσει από την εργασία της. Η Σοφία πήγε στο σπίτι που είχε νοικιάσει πρόσφατα. Όλα ήταν άνω κάτω, αντικείμενα και προσωπικά της είδη σπασμένα και σκορπισμένα στο πάτωμα. Τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει είχαν κλαπεί, ενώ στο κέντρο του σαλονιού παρέμενε η κίτρινη βαλίτσα, ανοιγμένη και σπασμένη, με τον γάτο δίπλα της.

Το επόμενο πρωί στη δουλειά, η Σοφία ήταν πολύ στεναχωρημένη· εκείνη τη μέρα ο Δημήτρης, παρά τη μεγάλη ουρά των πελατών, της είπε, «μη στεναχωριέσαι, είσαι νέα ακόμη, θα πας το επόμενο καλοκαίρι διακοπές». Η Σοφία, σκούπισε ένα δάκρυ κάτω από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και συνέχισε να κόβει τυρί, ενώ οι πελάτες του πάγκου μουρμούριζαν για την καθυστέρηση…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ